Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ίσια στο κέντρο


Ίσια στο κέντρο


 Όταν επέστρεφε, είχε πια ξημερώσει. ένιωθε το χρόνο απλά και μόνο επειδή ανάσαινε αργά και σταθερά. έξω δεν υπήρχε τίποτε. αυτή μόνο κι ένας κόσμος ακίνητος. τα βήματα σταμάτησαν μετέωρα, οι ρόδες κόλλησαν στο δρόμο, οι φωνές σβήστηκαν στα στόματα των ανθρώπων, το αεράκι έπαψε και τα φύλλα κοκάλωσαν στη μέση της ταλάντωσής τους. όλος ο κόσμος μια παγωμένη χρωματιστή εικόνα σε τρεις διαστάσεις.
Περπατούσε μηχανικά, διαπερνώντας θαρρείς ένα απόκοσμο στρώμα αιθέρα, δε σκεφτόταν, δεν αναρωτιόταν για τίποτε, δεν είχε σκοπό, δεν τον χρειαζόταν. ένα φιλί ήταν μόνο. ένα φιλί για το σήμερα. ένα φιλί για το αύριο, για όλα τα αύριο που θα ’ρθουν. ένα ισχυρό άρωμα την κυριαρχούσε, σήκωνε ελαφριά τα μπράτσα της ή έγερνε στο πλάι των ώμων της ασυναίσθητα, μυρίζοντας ξανά και ξανά τη μεθυστική ευωδιά πάνω της. ύστερα, μισόκλεινε τα μάτια κι ένα ηδονικό χαμόγελο έμενε στη μέση, ώσπου να την ξυπνήσει και πάλι ένα νέο κύμα. 

Τότε έκλεινε τα χείλη υγραίνοντας το ένα με το άλλο και μια πικρή δυνατή γεύση από αψέντι δυνάμωνε τις αισθήσεις της.
Ο κόσμος γέμιζε μικρές πεταλούδες που χόρευαν τρελά μπροστά στα μάτια της, μικρά πολύχρωμα λουλούδια πετιούνταν και κολλούσαν πάνω στα γκρίζα κτίρια, κρυστάλλινα ρυάκια γεμάτα λιβελλούλες κατέκλυζαν τους δρόμους.
Κι ύστερα μια μεθυστική μουσική συμφωνία κυρίευε το φανταστικό της κόσμο κι άρχιζε να γελά, να γελά, να γελά ασταμάτητα…





 

Κι ύστερα έψαξα το βλέμμα σου
κι ύστερα σε κοίταξα ίσια στο κέντρο
πόρτες παραδείσου επί γης
εκπυρσοκρότηση
ζέφυρος που συναντιέται με μπάτη
καρδιά και νους σε ταξίδι
λυσιμελής και πυρίδρομος
πουλιών χορωδία χρωμάτων


 
Συγκρατήσου σκέφτηκε, στο κάτω-κάτω της γραφής τι είναι τα χρόνια; ένα τίποτα είναι. χωρίς εσένα, ένα τίποτα. χωρίς εκείνον, ένα τίποτα. μπερδεύεσαι απλώς, τώρα η ζωή σου αναστήθηκε και σου χτυπάει πάλι την πόρτα. ο ξάγρυπνος χρόνος του παρελθόντος ζητάει να βρει τη θέση του στη λήθη.
Μην φοβάσαι, η ζωή σου είναι που απόκτησε νόημα  ξανά…


Καλημέρα…







Το βάρος της ύπαρξης


Το βάρος της ύπαρξης




Μόνο να σε κοιτώ στα μάτια θέλω
πίσω απ’ τις κλειστές κουρτίνες που σιδέρωνα προχθές
με δάκρυα στα μάτια για τα πουλάκια που της έλειπαν 
για τα μισοφαγωμένα κλαράκια πυρκαγιάς
μια υποψία ζούγκλας στο σώμα σου ζωγράφισα
 
ζούγκλα έξω θα μου πεις μα δε το βλέπω
καρφωμένη στις κουκίδες των ματιών σου
πύλες αρχέγονες και εισχωρώ
αναίσχυντη γυμνή και αθώα
σειρήνα και ποτίζομαι στις ρίζες του κορμού σου
μη μου λυγίσεις μη μου σπάσεις μη καείς

το βάρος άντεξε της ύπαρξής μου
 




Το βάρος της ύπαρξης


Το βάρος της ύπαρξης




Μόνο να σε κοιτώ στα μάτια θέλω
πίσω απ’ τις κλειστές κουρτίνες που σιδέρωνα προχθές
με δάκρυα στα μάτια για τα πουλάκια που της έλειπαν 
για τα μισοφαγωμένα κλαράκια πυρκαγιάς
μια υποψία ζούγκλας στο σώμα σου ζωγράφισα
 
ζούγκλα έξω θα μου πεις μα δε το βλέπω
καρφωμένη στις κουκίδες των ματιών σου
πύλες αρχέγονες και εισχωρώ
αναίσχυντη γυμνή και αθώα
σειρήνα και ποτίζομαι στις ρίζες του κορμού σου
μη μου λυγίσεις μη μου σπάσεις μη καείς

το βάρος άντεξε της ύπαρξής μου
 




Παρεξήγηση


Παρεξήγηση




Ξαφνικά 

δύο αφηνιασμένοι ταύροι 
μπήκαν στην αίθουσα του χορού 
οι άντρες παρίσταναν τους γενναίους
οι κυρίες ούρλιαζαν υστερικά 
τα ποτήρια έσπασαν 
σε χιλιάδες κρυστάλλινες σταγόνες
μέσα στο σκοτάδι
κάποιος πυροβόλησε κάποιον στο κεφάλι
όμως
οι πολυέλαιοι μεγαλόπρεπα έλαμπαν 
οι άντρες αναστέναζαν μ’ ανακούφιση
οι κυρίες στροβιλίζονταν σιωπηλά
και στη κορφή ενός βουνού
δύο ταύροι τη γη πότιζαν με το αίμα τους
κοιτάζοντας αδιάφορα την καταιγίδα που ξεσπούσε




 






Όλα όσα άκουσα


Όλα όσα άκουσα

Αφουγκράστηκα
τον ήχο της σκύλας
της σφίγγας
της βρώμικης νύχτας
της  βάρκας που ανέμιζε
τα βήματα του αγορασμένου έρωτα
άκουσα ψίθυρους
στις πιάτσες των  φτωχοδιάβολων
στα βρώμικα δωμάτια των κοριτσιών
στο λιμάνι στα κανάλια
μάσκες να φοράνε είδα
στολές χρυσοποίκιλτες
το δάχτυλο του δικαστή να δικάζει είδα
στο υπόγειο ταβερνείο
μια παρέα να πίνει κρασί
να βρίζει και να γελάει
ένα καράβι δίχως θάλασσα να σαλπάρει
ένα τραίνο δίχως ράγες να κυλά
την γυναίκα των κάστρων είδα
στις κρύπτες των αλχημιστών 
να καραδοκεί
με μάτι αγριεμένο
με τρίχα ορθή
να φωνάζει
εδώ θα φιλήσω τη βροχή
εδώ τη νύχτα θα ξεχάσω

ησυχάστε
ησυχάστε
είναι όλα όσα άκουσα
μελισσόκερο που λειώνει
εκλιπαρώ

άνοιξε γη! άνοιξε!

οι πέτρες θυμηθείτε με
ανοίγουν τους ασκούς του πόνου

Όλα όσα άκουσα


Όλα όσα άκουσα

Αφουγκράστηκα 
τον ήχο της σκύλας
της σφίγγας
της βρώμικης νύχτας
της  βάρκας που ανέμιζε
τα βήματα του αγορασμένου έρωτα
άκουσα ψίθυρους
στις πιάτσες των  φτωχοδιάβολων
στα βρώμικα δωμάτια των κοριτσιών
στο λιμάνι στα κανάλια
μάσκες να φοράνε είδα
στολές χρυσοποίκιλτες
το δάχτυλο του δικαστή να δικάζει είδα
στο υπόγειο ταβερνείο
μια παρέα να πίνει κρασί
να βρίζει και να γελάει
ένα καράβι δίχως θάλασσα να σαλπάρει
ένα τραίνο δίχως ράγες να κυλά
την γυναίκα των κάστρων είδα
στις κρύπτες των αλχημιστών 
να καραδοκεί
με μάτι αγριεμένο
με τρίχα ορθή
να φωνάζει
εδώ θα φιλήσω τη βροχή
εδώ τη νύχτα θα ξεχάσω

ησυχάστε
ησυχάστε
είναι όλα όσα άκουσα
μελισσόκερο που λειώνει
εκλιπαρώ

άνοιξε γη! άνοιξε!

οι πέτρες θυμηθείτε με
ανοίγουν τους ασκούς του πόνου

Θυμηθείτε


Θυμηθείτε




































Μορφές απελπισμένων 
μορφές ανελέητες σαν λέξεις
οι δίνες των λυπημένων

θυμηθείτε
είμαι μαζί σας
κάθε που με καλείτε
λύνω τους κάβους μου κι έρχομαι
ακούστε το κλάμα του θηρίου
την ώρα της αναχώρησης 

τσακισμένο το θηρίο  
το αίμα δείτε στον ωκεανό 
την πόρτα σας ανοίξτε
μαζί να μείνουμε ως την καινούργια άνοιξη
χρόνια κι εγώ σ' αυτή την πέτρα κάθομαι 

τόπο μην αλλάξετε
μόνο κλείστε τα καινούργια στη ντουλάπα
στη στέγη του κόσμου
αρκεί ντυμένοι στα μαύρα να είμαστε

μπροστά μας αστράφτουν μαχαίρια
οι ασκοί του πόνου ανοίγουν
ξεσηκώνεται κλαίει το αίμα
τυφλώνεται ψελλίζει αγριεύει
δεν κρατιέται το αίμα ξεχειλίζει
σπάει το γυαλί και πνίγεται
κύματα βουνά δεμένα μ' αλυσίδες
καράβι ακυβέρνητο το αίμα
 

σιωπηλά γεμίζουν τα ποτήρια
με κόκκινο κρασί



Θυμηθείτε


Θυμηθείτε




































Μορφές απελπισμένων 
μορφές ανελέητες σαν λέξεις
οι δίνες των λυπημένων

θυμηθείτε
είμαι μαζί σας
κάθε που με καλείτε
λύνω τους κάβους μου κι έρχομαι
ακούστε το κλάμα του θηρίου
την ώρα της αναχώρησης 

τσακισμένο το θηρίο  
το αίμα δείτε στον ωκεανό 
την πόρτα σας ανοίξτε 
μαζί να μείνουμε ως την καινούργια άνοιξη
χρόνια κι εγώ σ' αυτή την πέτρα κάθομαι 

τόπο μην αλλάξετε
μόνο κλείστε τα καινούργια στη ντουλάπα
στη στέγη του κόσμου
αρκεί ντυμένοι στα μαύρα να είμαστε

μπροστά μας αστράφτουν μαχαίρια
οι ασκοί του πόνου ανοίγουν
ξεσηκώνεται κλαίει το αίμα
τυφλώνεται ψελλίζει αγριεύει
δεν κρατιέται το αίμα ξεχειλίζει
σπάει το γυαλί και πνίγεται 
κύματα βουνά δεμένα μ' αλυσίδες
καράβι ακυβέρνητο το αίμα 
 

σιωπηλά γεμίζουν τα ποτήρια
με κόκκινο κρασί



Διάλογοι


Διάλογοι






Στέκεται στις ράγες του τρένου  
με τα πόδια ανοιχτά
καταμεσής της νύχτας
έλα, μου γνέφει
κι ύστερα
περνάει απέναντι
χορεύει μπλουζ και γελάει.
η ζωή είναι ένα βεγγαλικό, λέει
κι ανάβει τσιγάρο σέρτικο
γελάω
προχωράω σύρριζα
στους δρόμους και τα νεκροταφεία
τραγουδάω φάλτσα
έρωτας είναι η ζωή,
λέω

Η αγάπη θέλει δουλειά πολλή!


Η αγάπη θέλει δουλειά πολλή!




Πάντα πίστευα πως είναι η αγάπη, όχι ο χρόνος,
γιατρεύει όλες τις πληγές.

Η αληθινή αγάπη προτάσσει στη προσφορά μονάχα, 
δίχως τη προσμονή απολαβής, απλά και μόνο γιατί 
τα πρόσωπα πουαγαπιούνται αληθινά, γίνονται 
ένα σε ψυχή και πνεύμα και σύσσωμοι σαν σφικτή 
γροθιά βιώνουν, νιώθουν, δημιουργούν σαν μια 
και μοναδική οντότητα, που τείνει ενστικτωδώς 
να προστατευθεί διατηρώντας άθικτη και αδιάσπαστη 
τη συμπαγή της σύσταση.

Η αληθινή αγάπη χαίρει άκρας υγείας, 
απουσίας εγωισμών, φιλαυτίας, άλλων πικρόχολων 
και ποταπών συναισθημάτων που μπορούν να 
θρυψαλιάσουν το μοναδικό αυτό θείο δώρο, 
ικανό να δεχτεί πυρά φωτιάς και λαύρας και να επιβιώσει 
παρθένο και αναλλοίωτο, έτσι όπως γεννήθηκε, 
ανεπηρέαστο στη φθορά του χρόνου.

Απαιτεί, όμως, πληθώρα αυτογνωσίας. απαιτεί 
την πραγματική αγάπη του ανθρώπου προς τον ίδιο του 
τον εαυτό, που καθημερινά ταλαιπωρεί, μειώνει, 
εξουθενώνει και βασανίζει. 
αν κανείς δεν αγαπήσει τον ίδιο του τον εαυτό, από 
τον οποίο θα αποπειραθεί να γεννηθεί η πολυπόθητη αγάπη, 
πως μπορεί να πιστεύει πως κάποτε θα αγαπήσει αληθινά 
το ταίρι του? πως πιστεύει ότι μπορεί να αγαπηθεί αληθινά, 
τη στιγμή που δεν γνωρίζει ούτε το δρόμο, ούτε το τρόπο 
να ανοίξει τη πύλη της καρδιάς του, όπου αρμονικά 
θα φωλιάσει η αδελφή ψυχή?

Ως τότε θα πλανιόμαστε και θα περιπλανιόμαστε. 
θα πληγώνουμε και θα πληγωνόμαστε. 
θα ελπίζουμε και θ’ απελπιζόμαστε…

Ως τότε… θέλει δουλειά πολλή…

Μη μ’ αφήσεις


Μη μ’ αφήσεις



























Θαρρώ  πως δεν θ’ αντέξουν
τα παλιά τριμμένα όνειρα
που με τάξη τόση έβαλα
σε συρτάρια και ράφια
σε ντουλάπια και τσέπες
σαθρά τριμμένα όνειρα
έβαλα με τάξη τόση

μη με αφήσεις κι εσύ
το χέρι γλιστρά
ιδρώτας το λούζει
το χέρι πονά και στάζει
μη μ’ αφήσεις κι εσύ
στάσου κοντά
τον ρόγχο ν’ ακούω της σιωπής
άκου
αλυχτούν τ’ αγριεμένα όνειρα  
ανελέητα θεριά ανήμερα
καταβροχθίζουν δάκρυα
άκου
ποτέ δεν σε είχα
μα στάσου πλάι μου
δεν αργώ
θα ντυθώ τα φθαρμένα
μη και κρυώσω
με ακούς;
δεν είμαστε λίγοι οι ζωντανοί
μα κι αν οι νεκροί πιο πολλοί  
ας τους αναστήσουμε
ας αναστηθούμε

μη μ’ αφήσεις κι εσύ
μη μ' αφήσεις




Είμαι εγώ


Είμαι εγώ



Μπλε
ο ουρανός είναι μπλε
όχι     είναι κόκκινος σαν τα χέρια μου
μα όχι τα χέρια μου είναι λευκά
πολύ λευκά σχεδόν διάφανα σχεδόν χέρια
αρχίζω να έρπω με το σώμα μου
γρήγορα κουράζομαι
στο βάθος κάποιες κραυγές ανθρώπων σαν βασανιστήρια
οι κραυγές πιο έντονες πιο δυνατές πιο κουρασμένες  
στο τέλος     στο τέλος αυτού του διαδρόμου
ένα κίτρινο φως με οδηγεί σε ένα μαύρο δωμάτιο
βγάζω διστακτικά το κεφάλι μου και βλέπω
τον γυμνό βασανιστή και τον γυμνό βασανιζόμενο
είμαι εγώ
αυτός  που μου βγάζει αργά-αργά το τελευταίο νύχι του δεξιού ποδιού
είμαι εγώ
ο βασανιστής είμαι εγώ
μου βγάζω το τελευταίο νύχι
ο καθρέφτης μου
εκεί όπου έβλεπα τον εαυτό μου          έσπασε
τώρα ζω χωρίς ψυχή
όχι       δεν ζω            ο εαυτός μου πέθανε
συνεχίζω προσπαθώ
να βρω τα κομμάτια να τα συναρμολογήσω
δεν ξέρω αν θα με ξαναβρώ ποτέ
λείπουν τα δόντια μου
εγώ
εγώ τα έσπασα ένα-ένα
εγώ κάθομαι στην καρέκλα
εγώ τρέφω την πείνα μου 
εγώ χτυπάω τον εαυτό μου
εγώ
βγάζω ένα όπλο και το τοποθετώ στο κρόταφο   
τραβάω την σκανδάλη

κι ούτε ένας γύπας ψηλά στον ουρανό μου

Είμαι εγώ


Είμαι εγώ



Μπλε
ο ουρανός είναι μπλε
όχι     είναι κόκκινος σαν τα χέρια μου
μα όχι τα χέρια μου είναι λευκά
πολύ λευκά σχεδόν διάφανα σχεδόν χέρια
αρχίζω να έρπω με το σώμα μου
γρήγορα κουράζομαι
στο βάθος κάποιες κραυγές ανθρώπων σαν βασανιστήρια
οι κραυγές πιο έντονες πιο δυνατές πιο κουρασμένες  
στο τέλος     στο τέλος αυτού του διαδρόμου
ένα κίτρινο φως με οδηγεί σε ένα μαύρο δωμάτιο
βγάζω διστακτικά το κεφάλι μου και βλέπω
τον γυμνό βασανιστή και τον γυμνό βασανιζόμενο
είμαι εγώ
αυτός  που μου βγάζει αργά-αργά το τελευταίο νύχι του δεξιού ποδιού
είμαι εγώ
ο βασανιστής είμαι εγώ
μου βγάζω το τελευταίο νύχι
ο καθρέφτης μου
εκεί όπου έβλεπα τον εαυτό μου          έσπασε
τώρα ζω χωρίς ψυχή
όχι       δεν ζω            ο εαυτός μου πέθανε
συνεχίζω προσπαθώ
να βρω τα κομμάτια να τα συναρμολογήσω
δεν ξέρω αν θα με ξαναβρώ ποτέ
λείπουν τα δόντια μου
εγώ
εγώ τα έσπασα ένα-ένα
εγώ κάθομαι στην καρέκλα
εγώ τρέφω την πείνα μου 
εγώ χτυπάω τον εαυτό μου
εγώ
βγάζω ένα όπλο και το τοποθετώ στο κρόταφο   
τραβάω την σκανδάλη

κι ούτε ένας γύπας ψηλά στον ουρανό μου

Μικρές χαρές


Μικρές χαρές



Μια φορά κι έναν καιρό… Σε μια χώρα μακρινή… Ζούσε ένα αγόρι, διαφορετικό απ΄όλα τ΄άλλα… Τον έλεγαν Ευτύχη… Όλα κυλούσαν ήρεμα στη ζωή του… Ώσπου κάποτε… πριν πολλά πολλά χρόνια… Ένα γεγονός έγινε η αιτία για να δει τη ζωή με άλλα μάτια… Τότε… του αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο μυστικό…
Πως...

Η ευτυχία δεν είναι τίποτα άλλο από στιγμές, μικρές, ασήμαντες, αδιόρατες στιγμές.
Όπως να σε σκεπάζει κάποιος μέσα στη νύχτα.
Να ονειρεύεσαι.
Να ξυπνάς από το τραγούδι ενός σπουργιτιού, πάνω σε φρεσκοπλυμένα μυρωδάτα σεντόνια, δίπλα σε κάποιον που αγαπάς.
Να τον αγγίζεις.
Να τον μυρίζεις.
Να αισθάνεσαι το ζεστό νερό να πέφτει με δύναμη στο πρόσωπο σου.
Το σπίτι να γεμίζει με μυρωδιά από φρεσκοψημένο κέικ.
Να κρατάς μια ζεστή κούπα, όταν έξω κάνει κρύο.
Να κόβεις ένα λεμόνι κατευθείαν από το δέντρο σου.
Να νοιώθεις τον δροσερό φθινοπωρινό άνεμο να σου χτυπάει στο πρόσωπο.
Να αισθάνεσαι ελαφρύς και άδειος από σκέψεις, μέσα από την απόλυτη ηρεμία κάτω από το νερό.
Να συνεχίζεις να κάνεις πράγματα που έκανες μικρός.
Όταν όλοι στέκονται κάτω από τις ομπρέλες, εσύ να στέκεσαι κάτω από την βροχή.
Να περπατάς ξυπόλητος πάνω στο φρεσκοβρεμένο – δροσερό γρασίδι.
Να βγάζεις βόλτα ένα μπαλόνι.
Να πιστεύεις σε πράγματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν – πως μια πασχαλίτσα είναι ένας καλός οιωνός.
Να μη φοβάσαι.
Να κάνεις πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου.
Ν΄ ακούς τα κύματα να σκάνε στην ακτή, να νοιώθεις τη γη κάτω από τα πόδια σου.
Να μην σκέφτεσαι τίποτα.
Να σου ψιθυρίζει κάποιος ένα μυστικό.
Να βλέπεις ένα ηλιοβασίλεμα...