Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Θραύσματα Ψυχής



Σχέσεις …
Τι ενώνει δύο ανθρώπους ; Η χημεία θα απαντήσετε.

Και τι είναι η χημεία ;

Είναι αυτή η μυστηριώδης ελκτική δύναμη που τους φέρνει κοντά, αυτή η “κολλώδης ταινία”που τους δένει.

Οι σχέσεις, είτε είναι σχέσεις φιλίας, είτε ερωτικές δοκιμάζονται συχνά. Και έτσι είναι το σωστό. Εκεί φαίνεται η δύναμη της “κόλλας”. Αν η κόλληση αντέξει, μετά την ένταση θα επικρατήσει η ηρεμία, η γαλήνη. Αν η απωστική δύναμη είναι ισχυρή θα συμβεί ο χωρισμός. Και συνήθως, μόλις η ένταση καταλαγιάσει, θα επιχειρηθεί η επανένωση. Θα είναι το ίδιο ισχυρή όμως με την πρώτη φορά ;

Μπορείς να κολλήσεις ένα κομμάτι σελοτέιπ στο χέρι σου.

Αν το κάνεις με προσοχή η ένωση μένει σταθερή και διατηρείται.

Μπορείς να το ξεκολλήσεις και να το κολλήσεις ξανά, αλλά η αποτελεσματικότητα δε θα ‘ναι η ίδια με την πρώτη φορά.

Μπορείς να το επαναλάβεις πολλές φορές, αλλά κάθε φορά η κόλλα θα κρατάει λιγότερο.
Ο λόγος είναι προφανής… Κάθε φορά, κομματάκια από το δέρμα σου, μικρά και αόρατα, ξεριζώνονται από το τράβηγμα.

Είναι αυτά τα μικροσκοπικά θραύσματα που εμποδίζουν την ένωση να ξαναγίνει σταθερή και διαρκής.

Είναι το σύνολο αυτών των θραυσμάτων που τελικά, μια μέρα, κάνουν την ταινία να μην κολλάει πια.

Είναι αυτά τα απολεσθέντα θραύσματα της ψυχής μας, που αν δεν τα επανακτήσουμε, δεν επιτρέπουν την επανένωση να λειτουργήσει.
Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό ...

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Αιώνια μνηστή Βουρλάκης Κώστας


alt
Αιώνια μνηστή

Θυμάμαι ακόμη τα χέρια της
ήταν η πιο ωραία της αγάπης παρομοίωση.
Στεκόταν ακίνητη προς το λυκόφως
κι έγραφε με τα δάχτυλά της μια αιωνιότητα.

Εντελώς ξαφνικά προσκαλούσε το σκότος
ουρλιάζοντας μέσα σε άδειες στοές,
κι η νύχτα σαν σκοτεινός τυφλοπόντικας
ερωτευμένος με βαθιές κατακόμβες υπάκουε.

Άπλωνε κατακόρυφα τότε τα χέρια της
τέντωνε τα δάχτυλά της στον ουρανό
κι ανακάτευε τ' άστρα κι όλους τους πλανήτες.
Και τελικά έβρισκε πάντα η παλάμη της
το χρυσωμένο δαχτυλίδι του Κρόνου.

Μπερδεμένη έτσι ανάμεσα
στην αιωνιότητα του σύμπαντος
και στην παροδικότητα της γης
παρέμενε η αιώνια επίγεια μνηστή.

Πάντα γυρίζω Πολυδούρη Μαρία


Πάντα γυρίζω

Πάντα γυρίζω εκεί ρος τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχη,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχη
και φύγουν για τ' αγύριστα περάματα.

Θαρρώ ζωή της δίνω ανακαλώντας
τα πρωτινά φεγγοβολήματά της
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι' αναζητώ το βλέμμα σου γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη νάταν όλο μαγνητένια,
τόσο ομορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο.

Αχ! ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρα μας περισσεύουν τάνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει.

Μελαχρινός Απόστολος



Ταράζει με η φωνή σου

Παθητική: Τρέμει ως κρουσμένη βιόλα.
Ηδονική : Κρούει ως γυμνή σάρκα μυροβόλα.

Μου παίρνει τα συλλοϊκά και σαστισμένο
με φέρνει αλλού : Σε χώρες μαγικές διαβαίνω.

Ακούω μακάριος τον ήχο της φωνής σου,
σαν κάποιο αντίλαλο χαμένου Παραδείσου.

Και μέσα σε πανήδονο αποκάρωμα,
στην έκσταση μου χύνεται σαν άρωμα,

σαν τα βαριά τα μύρα της Ανατολής.
Για πες: Μεθούν με αρώματα, ή μιλείς; 

Δέηση (Petición)


Την αγάπη να ντυθώ
που είμαι γυμνή —
που μοιάζω πολιτεία
ακατοίκητη,
από ήχους βουβή,
κι από τριγμούς τερετίζω,
φύλλο ξεραμένο, αναιμικό του Μάρτη.
Την ηδονή να τυλιχτώ
αφού στον κόσμο αυτό δεν ήρθα για τη λύπη
που φαρδιά μου πέφτει
σαν ρούχο ξένο.
Ξανά θέλω να νιώσω τη φλόγα,
την αλμύρα να ξεχάσω των δακρύων
–τις τρύπες στους κρίνους
και το χελιδόνι το νεκρό στο μπαλκόνι–.
Ξανά να με δροσίσει του χαμόγελου η αύρα,
κύμα όλο καμπύλες
θάλασσα πάνω στους βράχους της παιδικότητάς μου,
άστρο μες στα χέρια,
δάδα αιώνια του δρόμου προς τον καθρέφτη
όπου ξανά θα κοιταχτώ
ολόκληρη επάνω ως κάτω,
προστατευμένη
κρατημένη απ’ το χέρι,
απ’ το φως,
από χορτάρι καταπράσινο και υφαίστεια —
γεμάτα κολίβρια τα μαλλιά μου,
δάχτυλα, που βγαίνουν απ’ το κουκούλι πεταλούδες,
ο αέρας μπλεγμένος στα δόντια μου,
επιστρέφοντας στην τάξη του,
ένα σύμπαν κατοικημένο από κενταύρους.
Την αγάπη να ντυθώ
που ’μαι γυμνή.

. Εμμονή (Permanencia)


Δύσκολο να πεις:
Σ’ αγαπώ,
κοίτα πόσο χρόνο, απόσταση και προσποίηση
επένδυσα εμπρός στον τρόμο της λέξης ετούτης,
ετούτης της λέξης σαν φίδι
που πλησιάζει αθόρυβα, παραμονεύει
και που αρνείσαι μια, δυο, τρεις, πολλές φορές,
διώχνοντάς την σαν σκέψη κακή,
αδυναμία
και παράπτωμα,
σαν κάτι που το λέμε ανεπίτρεπτο
 —αυτό το ρίγος το πρωταρχικό
που στου κόσμου τις απαρχές μάς πλησιάζει,
στο λεξιλόγιο το βασικό της ψαύσης και της επαφής,
στο σκοτάδι της σπηλιάς,
στον άντρα και τη γυναίκα
που διώχνουν γλείφοντας τον φόβο του σαματά—
Ν’ αναγνωρίζεις
εμπρός στον καθρέφτη
το ίχνος,
την απουσία κορμιών που συνομιλούν πλεγμένα.
Να νιώθεις πως υπάρχει
μια άγρια αγάπη
έγκλειστη για λόγους λογικής,
καταδικασμένη εις θάνατον από εξάντληση,
δίχως να δοθεί σε άλλον κανέναν
παρά κυριευμένη από ένα μόνο πρόσωπο αναπόφευκτο.
Μέρες να διαβαίνεις σηκώνοντας το χέρι,
σημαίνοντας την επόμενη συνάντηση,
μόνο και μόνο για να το μετανιώσεις.
Να μην αντέχεις το φόβο,
τη δειλία,
τον τρόμο στον ήχο της φωνής.
Να δραπετεύεις σαν ελάφι, τρομαγμένο απ’ την ίδια του την καρδιά,
κραυγάζοντας ένα και μόνο όνομα στη σιωπή
κι έτσι να κάνεις θόρυβο,
να γεμίζεις με φωνές άλλες,
μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να διαλύεσαι
και να αυξάνεις τον τρόμο
που προκαλεί ένας παντοτινά χαμένος ουρανός.

Η επιστροφή (El retorno)


Στο ημερολόγιο...
η απουσία.
Παράθυρα λευκά
απ’ όπου ξεγλιστρά
η μορφή σου.
Με ανακουφίζει η μοναξιά.
Τεντώνει το δέρμα μου.
Τους ήχους ξαναβρίσκω
της εσώτερης ζωής,
που τα λόγια σου τους είχαν σιγήσει.
Οι μέρες απορροφούν την πικρία.
Έξω πέφτουν οι πρώτες βροχές.
Η μοναξιά μου μυρίζει νοτισμένη γη.
Ανέμους γεμίζει η κοιλιά μου.
Λίγες ημέρες ακόμη και θα σβήσουν
οι γραμμές οι ακριβείς του προσώπου σου.
Και τότε απ’ την αρχή θα σε ποθώ
ξανά.
Θ’ αποκλείσω λήθη και οργή.
Η νοσταλγία θα με μουσκεύει
και εγώ η ίδια υγρασία θ’ αναδίνω.
Απ’ τα λευκά παράθυρα
τα μάτια σου θα με θωρούν τα πρότερα,
εκείνα της αγάπης.
Φθαρμένη θα προσμένω
την ανάσταση της σάρκας
αυτού που υπήρξαμε.
Η ψυχή μου θ’ αποσύρει τις βιτρίνες
της αισιοδοξίας.
Στα παράθυρα καναβούρι θα σκορπίσω
και θα προσμένω το σκληρό σου ράμφισμα,
το βλέμμα σου, βλέμμα πουλιού.
Σκιρτώντας.

Τα πάντα χάριν της αγάπης (Todo sea por el amor)


Πράγματα τόσα έχω κάνει για χάρη σου
που πρέπει ειδικά να προσέξω
μην και η ιστόρησή τους στ’ αφτιά σου ως παράπονο ηχήσει·
γιατί τα πάντα έχουν γίνει από αγάπη —
και αυτές ακόμη οι αστραπές και οι κυκλώνες που ελευθέρωσα
απ’ της Πανδώρας το κουτί
που ο ίδιος μια μέρα μου έβαλες στα χέρια,
ναι, αληθεύει πως πόνεσαν πολύ,
πως πολλές φορές τη σάρκα μου την ξέσκισαν απ’ τη ρίζα
και μένα μ’ έβαλαν να ψάχνω την καρδιά μου
με το φόβο μην δεν ακούσω το στρατιώτη βηματισμό της,
τα πάντα απόφαση δική μου και νηφάλια,
δική μου απώλεια κι απόλαυση δική μου,
και μέσα τους μ’ αντίκρισα πιότερο ακόμη γυναίκα
ικανή γι’ αναρριχήσεις κι ακροβασίες,
μ’ επιμονή όνου πεισμωμένου,
και που μ’ αυτά πορεύτηκα σε μονοπάτια άγνωστα,
συνεπαρμένη απ’ την οσμή την εγγύτατη της ευτυχίας,
ψάχνοντάς σε πίσω από χειρονομίες, πόρτες κλειστές
κι απ’ τον τρόπο που άφηνες τα ρούχα σου
κι όταν σε βρήκα
διάπλατα σου ανοίχτηκα
σαν κλουβί γεμάτο αηδόνια
γνωρίζοντας επίσης πώς είναι
ένα άστρο να έχεις εκτυφλωτικό στα σωθικά σου.
Λοιπόν, με παράπονα να σφάλλω δεν θέλω—
υπεύθυνη με κρίνω για τον ήλιο και τη σκιά,
όμως, αχ αγάπη μου, πόσο με πονά
που -όντας εγώ στον ουρανό σου
σαν αστέρι περιπλανώμενο,
άσπλαχνα αναρτημένο στο σύμπαν σου-,
τη λάμψη μου δεν ανακάλυψες,
ούτε με κατοίκησες
το φως μου κατακτώντας,
παρά τόλμησες μονάχα
να με ψηλαφήσεις —
σαν τον τυφλό
μες στα σκοτάδια.

Εγώ που σ’ αγαπώ (Yo, la que te quiere)


Εγώ είμαι η αδάμαστη γαζέλα σου,
ο κεραυνός που σχίζει το φως στο στήθος σου
Εγώ είμαι ο άνεμος ο ανήμερος στο βουνό
και η κάψα η πυκνωμένη της φωτιάς του πεύκου.
Εγώ τις νύχτες σου θερμαίνω,
ανάβοντας ηφαίστεια στα δυο μου χέρια,
μουσκεύοντας τα μάτια σου με τον καπνό των κρατήρων μου.
Εγώ ήρθα σε σένα ντυμένη την βροχή και την μνήμη,
γελώντας το γέλιο το αναλοίωτο των χρόνων.
Εγώ ο δρόμος ο ανεξερεύνητος,
το φως που διαλύει τα σκοτάδια.
Εγώ αστέρια αποθέτω ανάμεσα στη σάρκα τη δική σου και δική μου
και σε διατρέχω ολόκληρο,
δρομάκι το δρομάκι,
με την αγάπη μου ανυπόδητη,
και το φόβο μου ανένδυτο.
Εγώ είμαι ένα όνομα που τραγουδά και το ερωτεύεσαι
από την άλλη την πλευρά του φεγγαριού,
είμαι η προέκταση του χαμόγελου και του κορμιού σου όλου.
Εγώ είμαι κάτι που αυξάνει,
κάτι που γελάει και κλαίει.
Εγώ,
που σ’ αγαπώ.

Σύντομες παραδόσεις ερωτισμού (Pequeñas lecciones de erotismo)

Η μετάφραση είναι της Έλενας Σταγκουράκη
I
Να διατρέχεις ένα κορμί
σε όλην του την έκταση την αιολική
θα πει το γύρο να κάνεις του κόσμου
και δίχως πυξίδα στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία να περιδιαβαίνεις
νήσους κόλπους χερσονήσους φράγματα υδάτων μανισμένων
Υπόθεση εύκολη δεν είναι –παρότι ηδονική–
Μην θαρρείς πως μια μέρα, μόνο, ή νύχτα σε σεντόνια στρωμένα
για τούτο θα σου φτάσει
Οι πόροι μέσα κρύβουν μυστικά, πολλά φεγγάρια να γεμίσουν

II
Το κορμί, χάρτης αστρικός σε κώδικα μυστικό
Έν’ άστρο θ’ απαντήσεις κι ίσως θα πρέπει ν’ αρχινήσεις
τη ρότα σου να διορθώνεις όταν σύννεφο, τυφώνας ή κάποιο ουρλιαχτό βαθύ
ρίγη σε γεμίσουν
Μια χούφτα που ούτε καν την είχες υποψιαστεί

III
Φορές πολλές το ίδιο σημείο να επιμεληθείς
Συνάντησε τη λίμνη με τα νούφαρα
Χάιδεψε με την άγκυρά σου του κρίνου την καρδιά
Βυθίσου μέσα να πνιγείς κι απλώσου
Μην απαρνηθείς τη μυρωδιά τη ζάχαρη το αλάτι
τους ανέμους τους βαθείς το πλήθος τα φωτοστέφανα των πνευμόνων
Ομίχλη στο νου
και στα πόδια ρίγος
Θαλασσοχαλασμός γλαρωμένος τα φιλιά

IV
Δίχως φόβο στον χούμο να βαλθείς στη φθορά την αβίαστη
Μην ποθείς στην κορφή να αποφτάσεις
Καθυστέρησε στου παράδεισου την πύλη όσο μπορείς
Νανούρισε τον έκπτωτο άγγελό σου ανακατεύοντάς του τα πυκνά μαλλιά
με το ξίφος φωτιάς ασφετέριστης
Δάγκωσε το μήλο

V
Μύρισε
Πόνεσε
Αντάλλαξε βλέμματα σάλιο μουσκέψου
Κυλήσου εντύπωσε λυγμούς σάρκα που στάζει
Εύρημα το πόδι στο τελείωμα του άκρου
Καταδίωξέ το ψάξε μυστικό του βήματος μορφή της φτέρνας
Τόξο του βηματισμού που γεννά κολπίσκους βάδισμα τοξωτό
Απόλαυσέ τα

VI
Άκουσε εσύ κοχύλι της ακοής
πώς η υγρασία στενάζει
Λωβός που στα χείλη σιμώνει ήχος της ανάσας
Πόροι που φουσκώνουν και όρη μικροσκοπικά γεννούν
Αίσθηση σπασμού σάρκας επαναστατημένης στο ρυθμό
Πηγή απαλή του αυχένα που στη θάλασσα του στήθους ξεχύνεται
Παλίρροια της καρδιάς ψιθύρισέ του
Εντόπισε των νερών τη σπηλιά
VII
Διαπέρασε τη γη του πυρός την πίστη την καλή
και τρελός διάπλευσε το σμίξιμο των ωκεάνειων υδάτων
Διάσχισε τα φύκια και κοράλλια αρματώσου βόγκηξε στέναξε
Αναδύσου με κλάδον ελαίας κλάψε υπονομεύοντας χάδια κρυμμένα
Ξεγύμνωσε ματιές της έκπληξης
Γκρέμισε τον εξάντα από τα ύψη πάνω του ματόκλαδου
Τόξωσε τα φρύδια κι άνοιξε τα παράθυρα της μύτης

VIII
Ανάσανε στέναξε
Πέθανε λιγάκι
Γλυκά αργά πέθανε
Πάλεψε κόντρα στου ματιού την κόρη
Την ηδονή παράτεινε
Όρθωσε το κατάρτι κι άνοιξε πανιά
Βάλε ρότα και πλώρη προς την Αφροδίτη
το άστρο της πρωίας
–η θάλασσα ίδια με κρύσταλλο αδειανό υδραργυρικό–
κι αποκοιμήσου
ναυαγός.
**************************Η μετάφραση είναι της Έλενας Σταγκουράκη. Δεν επιτρέπεται να μην το αναφέρετε.