Η Μόσχα τής Άννας Καρένινα και του Δόκτορος Ζιβάγκο
Η Μόσχα τής Άννας Καρένινα και του Δόκτορος Ζιβάγκο.
Η Μόσχα της Άννας Καρένινα και του Δόκτορος Ζιβάγκο είναι αντίστοιχα η Μόσχα του Λέοντος Τολστόι και του Μπορίς Πάστερνακ. Ο πρώτος με τη ρωμαλέα γραφή του παρουσιάζει μια πόλη με έντονη κοινωνική ζωή, λέσχες, χορούς και έρωτες ανάμεσα στους προνομιούχους. Ταυτόχρονα, μέσω του ήρωά του Λιέβιν, εκφράζει και την αποστροφή του προς αυτήν, καθώς και την έλξη που τού ασκεί η πιο απλή και ξεκάθαρη αγροτική ζωή κοντά στη φύση, με τούς πιο στέρεους κώδικες συμπεριφοράς, χωρίς τις επιτηδευμένες νόρμες της μεγαλούπολης. Αντίθετα, η παρουσίαση της Μόσχας του Πάστερνακ ξεκινά από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το μεγάλο ρωσικό καζάνι βράζει, έτοιμο, κάθε στιγμή, να εκραγεί. Μέσα από τον πολυτάραχο βίο του γιατρού Ζιβάγκο, βλέπουμε τη Μόσχα σε διάφορες φάσεις, πριν την έναρξη της Οκτωβριανής επανάστασης, κατά τη διάρκειά της αλλά και μετά. Μια πόλη σε μια ταραγμένη εποχή, όπου τα πάντα καταρρέουν για να ξανακτιστούν, όπου οι βεβαιότητες είναι είδος προς εξαφάνιση, όπου παλιά και νέα τάξη πραγμάτων στροβιλίζονται σε μια ασταμάτητη μαζούρκα παθιασμένο βαλς, με τον θάνατο να παραμονεύει στην κάθε καινούρια στροφή.
ΆΝΝΑ ΚΑΡΈΝΙΝΑ ( εκδ.Γκοβόστη ).
Ο Τολστόι περιγράφει τον παγωμένο σιδηροδρομικό σταθμό της Μόσχας, την ώρα που το τρένο από την Πετρούπολη φέρνει μαζί του την Άννα Καρένινα, την μοιραία γυναίκα της ζωής του συνταγματάρχη Βρόνσκι, όπως αργότερα θα αποδειχθεί, ο οποίος περιμένει στον σταθμό τη γηραιά μητέρα του.
«Πως το τρένο κοντοζύγωνε γινόταν αισθητό ολοένα και πιο πολύ από την αυξανόμενη κίνηση στις προετοιμασίες του σταθμού, απ’τα τρεχάματα των αχθοφόρων, τη συγκέντρωση των αστυνομικών και του προσωπικού, καθώς και των διαφόρων, που είχαν κάποιον δικό τους να υποδεχτούν. Μέσα απ’την καταχνιά της παγωνιάς διακρίνονταν οι εργάτες με τα κοντογούνια τους και τα μαλακά από κετσέ ποδήματα, που περνούσαν πάνω απ’τις σιδηροτροχιές στις στροφές των γραμμών. Ακουγόταν το σφύριγμα της ατμομηχανής, κάπου μακριά, και ο θόρυβος του τρένου.
Ο καλοντυμένος ελεγκτής αφού σφύριξε προτού καλοσταματήσει το τρένο, πήδησε από το βαγόνι του και τον ακολούθησαν ένας ένας οι ανυπόμονοι επιβάτες: ένας αξιωματικός της φρουράς που στεκόταν αλύγιστος και κοίταζε γύρω του αυστηρά, ένας λυγιστός εμποράκος με το χαρτοφύλακα κάτω απ’τη μασχάλη, χαμογελαστός, κι ένας μουζίκος φορτωμένος με το δισάκι του».
Μια όμορφη, γραφική εικόνα της χειμωνιάτικης Μόσχας παρουσιάζεται από τον συγγραφέα κατά την πρώτη -στο βιβλίο-επίσκεψη του έτερου βασικού ήρωά, του Λιέβιν, σε αυτήν, προκειμένουνα συναντήσει την νεαρή Κίτι, με την οποία είναι ερωτευμένος: «Στις τέσσερις το απόγευμα, ο Λιέβιν, με τρομερό καρδιοχτύπι κατέβηκε απ’το αγοραίο αμάξι, που τον έφερε στην είσοδο του Ζωολογικού Κήπου και πήρε το δρομάκι που οδηγούσε στις παγοδρομίες, βέβαιος πως θα’βλέπε κει πέρα την Κίτι, γιατί το ιδιωτικό αμάξι των Στσερμπάτσκι περίμενε στη λεωφόρο.
Ήταν μια μέρα φωτεινή και ψυχρή. Στη λεωφόρο, μπροστά στην είσοδο, στέκονταν στη σειρά ιδιωτικά αμάξια και αγοραία, έλκηθρα, αστυφύλακες. Καλοντυμένοι άνθρωποι, που τα καπέλα τους άστραφταν στον λαμπερό ήλιο, συνωστίζονταν στην είσοδο και στα καθαρισμένα απ’το χιόνι δρομάκια, ανάμεσα στα ρούσικα σπιτάκια με τις σκαλιστές προσόψεις. Οι γέρικες, φουντωτές σημύδες, με τα κλαριά τους λυγισμένα απ’το βάρος του χιονιού, λες και είχαν περιβληθεί καινούρια, πανηγυρικά άμφια».
Στην τσαρική Μόσχα, δίνονται και μεγαλειώδεις χοροί. Ο Τολστόι περιγράφει με ακρίβεια έναν από αυτούς, στο σπίτι των Στσερμπάτσκι:
«Ο χορός μόλις είχε αρχίσει, όταν η Κίτι με τη μητέρα της ανέβαιναν τη μεγάλη σκάλα, τη φωτοπλημμυρισμένη και καταστόλιστη με άφθονα λουλούδια και λακέδες πουδραρισμένους και ντυμένους με κόκκινες λιβρέες. Απ’τα σαλόνια έφτανε η κανονική, σαν από κυψέλη, βοή της κίνησης που επικρατούσε. Κι ενώ ακόμα στο κεφαλόσκαλο, ανάμεσα στα λουλούδια, έφταναν μπροστά στον καθρέφτη τα μαλλιά και τα φουστάνια τους, αντήχησαν απαλοί και διαυγείς οι ήχοι των βιολιών της ορχήστρας, που άρχιζε να παίζει το πρώτο βαλς. Ένας γέρος με πολιτικά, που έσιαζε μπροστά σε άλλο καθρέφτη τα λευκά τσουλούφια του και μοσχομύριζε δυνατά αρώματα, καθώς τις συνάντησε στη σκάλα παραμέρισε, καμαρώνοντας προφανώς την ομορφιά της άγνωστής του νέας. Ένας αμούστακος νεαρός – από κείνους που ο πρίγκηπας Στσερμπάτσκι αποκαλούσε τιποτάκηδες – μ’ένα γελέκο υπερβολικά ανοιχτό στο στήθος, διόρθωσε βιαστικά την άσπρη του γραβάτα, τις χαιρέτησε με μια υπόκλιση, κι αφού τις προσπέρασε, ξαναγύρισε και κάλεσε την Κίτι στην καντρίλια. Η πρώτη καντρίλια ήταν δοσμένη στον Βρόνσκι από πριν, και η νέα αναγκάστηκε να δώσει τη δεύτερη στον κομψευόμενο νεαρό. Ένας αξιωματικός, κουμπώνοντας το γάντι του, παραμέρισε κοντά στην πόρτα και, χαϊδεύοντας το μουστάκι του, καμάρωνε την Κίτι. ( και μετά; Και μετά ήρθε ο Στάλιν και, λόγω ανασφάλειας, τα γάμησε όλα…).
ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ τού Μπορίς Παστερνάκ ( εκδ.Ποταμός ).
Η πρώτη περιγραφή του Μοσχοβίτικου χειμώνα υπάρχει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου εκεί όπου ο μικρός Γιούρα έχει μόλις χάσει τη μητέρα του και ο ιερέας θείος του Νικολάι Νικολάγεβιτς τον παίρνει μαζί του στα κελιά του μοναστηριού που είναι δίπλα στο νεκροταφείο για να περάσουν εκεί το βράδυ. Την επομένη θείος και ανιψιός θα έφευγαν μακριά στον Νότο, σε μια από τις πόλεις της επαρχίας του Βόλγα.
«Τη νύχτα ο Γιούρα ξύπνησε από ένα χτύπημα στο παράθυρο. Το σκοτεινό κελί έλαμπε από ένα λευκό υπερφυσικό φως. Ο Γιούρα έτρεξε με το πουκάμισο στο παράθυρο και κόλλησε το πρόσωπό του στο κρύο τζάμι. Δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε το δρόμο ούτε το νεκροταφείο ούτε τον κήπο. Εξω, μονάχα η μανιασμένη θύελλα και ο αέρας, που έκανε το χιόνι να καπνίζει. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως η θύελλα γινόταν επίτηδες τόσο φοβερή. Σφύριζε και ούρλιαζε και με κάθε τρόπο προσπαθούσε να κινήσει το ενδιαφέρον του Γιούρα, σαν να διασκέδαζε προκαλώντας τον. Από τον ουρανό ατέλειωτα νήματα από άσπρο ύφασμα έπεφταν ασταμάτητα στη γη και σκέπαζαν με πέπλα το νεκρικό κρεβάτι. Η θύελλα ήταν μονάχη στον κόσμο. Κανένας δεν μπορούσε να την ανταγωνιστεί».
Όσο προχωράει το βιβλίο, τόσο η Ρωσία “βράζει’. Την επεισοδιακή χρονιά του 1905, οι καλυμμένοι με χιόνι δρόμοι της Μόσχας γεμίζουν από αίμα. Ο Πάστερνακ περιγράφει μια σχετική σκηνή, πώς ο στρατός του τσάρου πνίγει στο αίμα μια διαδήλωση:
«Όλη αυτή την ώρα έξω έπεφτε χιόνι. Οι γέφυρες είχαν γίνει κάτασπρες. Το χιόνι έπεφτε όλο καιπιο πυκνό. Όταν οι δραγόνοι έκαναν την έφοδο, αυτοί που βρίσκονταν στις τελευταίες γραμμές δεν πήραν αμέσως είδηση τι είχε συμβεί. Ξαφνικά μια μεγάλη οχλοβοή άρχισε να φουντώνει τι ςπρώτες γραμμές. Νόμιζε κανείς πως φώναζαν «ζήτω!». Οι κραυγές όμω ςέλεγαν «βοήθεια!», «τον σκότωσαν!», και μέσα στη φασαρία μπερδεύονταν σ’ένα αλλοπρόσαλλο βουητό. Την ίδια σχεδόν στιγμή, μέσα σ’όλο τούτο το πανδαιμόνιο, από ένα πολύ στενό πέρασμα που σχηματίστηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος που παραμέρισε, εμφανίστηκαν αθόρυβα κεφάλια, χαίτες αλόγων και ιππείς με τις ξιφολόγχες τους υψωμένες.
Η περίπολος πέρασε κατά μήκος της διαδήλωσης, έκανε μεταβολή, ανασυντάχτηκε κι όρμησε σαν σφήνα προς την ουρά της πορείας. Η σφαγή άρχισε.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος. Άνθρωποι λοξοδρομούσαν στα στενά. Το χιόνι άρχισε να λιγοστεύει. Η βραδιά ήταν ξερή, σαν σκίτσο φτιαγμένο με κάρβουνο. Ξαφνικά, ο ήλιος που είχε κρυφτεί πίσω από τα σπίτια πρόβαλε από τηγ νωία και άρχισε να φανερώνει ό,τι κόκκινο υπήρχε στο δρόμο: τα κόκκινα κασκέτα των δραγόνων, το πανί μια ςπαρατημένης κόκκινης σημαίας, τα ίχνη από το αίμα που απλώνονταν στο χιόνι σαν λεπτές κόκκινες κλωστούλες και στίγματα».
Την εποχή των μεγάλων συγκρούσεων, τον Οκτώβριο του 1917, ο Ζιβάγκο επισκέπτεται έναν φίλο του στη Μόσχα.
«Ο Γιούρι Αντρέγιεβιτς περπατούσε γρήγορα. Το πρώτο χιόνι έπεφτε λεπτό σαν σκόνη. Ο αέρας άρχιζε να δυναμώνει και το πήγαινε για χιονοθύελλα. Ο Γιούρι Αντρέγιεβιτς έστριβε από το ένα δρομάκι στο άλλο κι έμοιαζε να’χει χάσει το λογαριασμό, όταν, ξαφνικά, το χιόνι πύκνωσε. ΈΝας δυνατός χιονοστρόβιλος ξέσπασε, σαν αυτούς που σφυρίζουν πάνω από τους κάμπους όταν είναι κατάλευκοι, και μέσα στην πόλη στριφογυρίζουν στα αδιέξοδα σαν να έχουν χάσει τον δρόμο τους. Κάτι κοινό συνέβαινε στον κόσμο της ηθικής και στον κόσμο των φυσικών φαινομένων, μακριά αλλά και κοντά, στη γη και στον ουρανό». Η επανάσταση, με γρήγορα βήματα, ερχόταν…
Γ.Τ.
Η Μόσχα της Άννας Καρένινα και του Δόκτορος Ζιβάγκο είναι αντίστοιχα η Μόσχα του Λέοντος Τολστόι και του Μπορίς Πάστερνακ. Ο πρώτος με τη ρωμαλέα γραφή του παρουσιάζει μια πόλη με έντονη κοινωνική ζωή, λέσχες, χορούς και έρωτες ανάμεσα στους προνομιούχους. Ταυτόχρονα, μέσω του ήρωά του Λιέβιν, εκφράζει και την αποστροφή του προς αυτήν, καθώς και την έλξη που τού ασκεί η πιο απλή και ξεκάθαρη αγροτική ζωή κοντά στη φύση, με τούς πιο στέρεους κώδικες συμπεριφοράς, χωρίς τις επιτηδευμένες νόρμες της μεγαλούπολης. Αντίθετα, η παρουσίαση της Μόσχας του Πάστερνακ ξεκινά από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το μεγάλο ρωσικό καζάνι βράζει, έτοιμο, κάθε στιγμή, να εκραγεί. Μέσα από τον πολυτάραχο βίο του γιατρού Ζιβάγκο, βλέπουμε τη Μόσχα σε διάφορες φάσεις, πριν την έναρξη της Οκτωβριανής επανάστασης, κατά τη διάρκειά της αλλά και μετά. Μια πόλη σε μια ταραγμένη εποχή, όπου τα πάντα καταρρέουν για να ξανακτιστούν, όπου οι βεβαιότητες είναι είδος προς εξαφάνιση, όπου παλιά και νέα τάξη πραγμάτων στροβιλίζονται σε μια ασταμάτητη μαζούρκα παθιασμένο βαλς, με τον θάνατο να παραμονεύει στην κάθε καινούρια στροφή.
ΆΝΝΑ ΚΑΡΈΝΙΝΑ ( εκδ.Γκοβόστη ).
Ο Τολστόι περιγράφει τον παγωμένο σιδηροδρομικό σταθμό της Μόσχας, την ώρα που το τρένο από την Πετρούπολη φέρνει μαζί του την Άννα Καρένινα, την μοιραία γυναίκα της ζωής του συνταγματάρχη Βρόνσκι, όπως αργότερα θα αποδειχθεί, ο οποίος περιμένει στον σταθμό τη γηραιά μητέρα του.
«Πως το τρένο κοντοζύγωνε γινόταν αισθητό ολοένα και πιο πολύ από την αυξανόμενη κίνηση στις προετοιμασίες του σταθμού, απ’τα τρεχάματα των αχθοφόρων, τη συγκέντρωση των αστυνομικών και του προσωπικού, καθώς και των διαφόρων, που είχαν κάποιον δικό τους να υποδεχτούν. Μέσα απ’την καταχνιά της παγωνιάς διακρίνονταν οι εργάτες με τα κοντογούνια τους και τα μαλακά από κετσέ ποδήματα, που περνούσαν πάνω απ’τις σιδηροτροχιές στις στροφές των γραμμών. Ακουγόταν το σφύριγμα της ατμομηχανής, κάπου μακριά, και ο θόρυβος του τρένου.
Ο καλοντυμένος ελεγκτής αφού σφύριξε προτού καλοσταματήσει το τρένο, πήδησε από το βαγόνι του και τον ακολούθησαν ένας ένας οι ανυπόμονοι επιβάτες: ένας αξιωματικός της φρουράς που στεκόταν αλύγιστος και κοίταζε γύρω του αυστηρά, ένας λυγιστός εμποράκος με το χαρτοφύλακα κάτω απ’τη μασχάλη, χαμογελαστός, κι ένας μουζίκος φορτωμένος με το δισάκι του».
Μια όμορφη, γραφική εικόνα της χειμωνιάτικης Μόσχας παρουσιάζεται από τον συγγραφέα κατά την πρώτη -στο βιβλίο-επίσκεψη του έτερου βασικού ήρωά, του Λιέβιν, σε αυτήν, προκειμένουνα συναντήσει την νεαρή Κίτι, με την οποία είναι ερωτευμένος: «Στις τέσσερις το απόγευμα, ο Λιέβιν, με τρομερό καρδιοχτύπι κατέβηκε απ’το αγοραίο αμάξι, που τον έφερε στην είσοδο του Ζωολογικού Κήπου και πήρε το δρομάκι που οδηγούσε στις παγοδρομίες, βέβαιος πως θα’βλέπε κει πέρα την Κίτι, γιατί το ιδιωτικό αμάξι των Στσερμπάτσκι περίμενε στη λεωφόρο.
Ήταν μια μέρα φωτεινή και ψυχρή. Στη λεωφόρο, μπροστά στην είσοδο, στέκονταν στη σειρά ιδιωτικά αμάξια και αγοραία, έλκηθρα, αστυφύλακες. Καλοντυμένοι άνθρωποι, που τα καπέλα τους άστραφταν στον λαμπερό ήλιο, συνωστίζονταν στην είσοδο και στα καθαρισμένα απ’το χιόνι δρομάκια, ανάμεσα στα ρούσικα σπιτάκια με τις σκαλιστές προσόψεις. Οι γέρικες, φουντωτές σημύδες, με τα κλαριά τους λυγισμένα απ’το βάρος του χιονιού, λες και είχαν περιβληθεί καινούρια, πανηγυρικά άμφια».
Στην τσαρική Μόσχα, δίνονται και μεγαλειώδεις χοροί. Ο Τολστόι περιγράφει με ακρίβεια έναν από αυτούς, στο σπίτι των Στσερμπάτσκι:
«Ο χορός μόλις είχε αρχίσει, όταν η Κίτι με τη μητέρα της ανέβαιναν τη μεγάλη σκάλα, τη φωτοπλημμυρισμένη και καταστόλιστη με άφθονα λουλούδια και λακέδες πουδραρισμένους και ντυμένους με κόκκινες λιβρέες. Απ’τα σαλόνια έφτανε η κανονική, σαν από κυψέλη, βοή της κίνησης που επικρατούσε. Κι ενώ ακόμα στο κεφαλόσκαλο, ανάμεσα στα λουλούδια, έφταναν μπροστά στον καθρέφτη τα μαλλιά και τα φουστάνια τους, αντήχησαν απαλοί και διαυγείς οι ήχοι των βιολιών της ορχήστρας, που άρχιζε να παίζει το πρώτο βαλς. Ένας γέρος με πολιτικά, που έσιαζε μπροστά σε άλλο καθρέφτη τα λευκά τσουλούφια του και μοσχομύριζε δυνατά αρώματα, καθώς τις συνάντησε στη σκάλα παραμέρισε, καμαρώνοντας προφανώς την ομορφιά της άγνωστής του νέας. Ένας αμούστακος νεαρός – από κείνους που ο πρίγκηπας Στσερμπάτσκι αποκαλούσε τιποτάκηδες – μ’ένα γελέκο υπερβολικά ανοιχτό στο στήθος, διόρθωσε βιαστικά την άσπρη του γραβάτα, τις χαιρέτησε με μια υπόκλιση, κι αφού τις προσπέρασε, ξαναγύρισε και κάλεσε την Κίτι στην καντρίλια. Η πρώτη καντρίλια ήταν δοσμένη στον Βρόνσκι από πριν, και η νέα αναγκάστηκε να δώσει τη δεύτερη στον κομψευόμενο νεαρό. Ένας αξιωματικός, κουμπώνοντας το γάντι του, παραμέρισε κοντά στην πόρτα και, χαϊδεύοντας το μουστάκι του, καμάρωνε την Κίτι. ( και μετά; Και μετά ήρθε ο Στάλιν και, λόγω ανασφάλειας, τα γάμησε όλα…).
ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ τού Μπορίς Παστερνάκ ( εκδ.Ποταμός ).
Η πρώτη περιγραφή του Μοσχοβίτικου χειμώνα υπάρχει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου εκεί όπου ο μικρός Γιούρα έχει μόλις χάσει τη μητέρα του και ο ιερέας θείος του Νικολάι Νικολάγεβιτς τον παίρνει μαζί του στα κελιά του μοναστηριού που είναι δίπλα στο νεκροταφείο για να περάσουν εκεί το βράδυ. Την επομένη θείος και ανιψιός θα έφευγαν μακριά στον Νότο, σε μια από τις πόλεις της επαρχίας του Βόλγα.
«Τη νύχτα ο Γιούρα ξύπνησε από ένα χτύπημα στο παράθυρο. Το σκοτεινό κελί έλαμπε από ένα λευκό υπερφυσικό φως. Ο Γιούρα έτρεξε με το πουκάμισο στο παράθυρο και κόλλησε το πρόσωπό του στο κρύο τζάμι. Δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε το δρόμο ούτε το νεκροταφείο ούτε τον κήπο. Εξω, μονάχα η μανιασμένη θύελλα και ο αέρας, που έκανε το χιόνι να καπνίζει. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως η θύελλα γινόταν επίτηδες τόσο φοβερή. Σφύριζε και ούρλιαζε και με κάθε τρόπο προσπαθούσε να κινήσει το ενδιαφέρον του Γιούρα, σαν να διασκέδαζε προκαλώντας τον. Από τον ουρανό ατέλειωτα νήματα από άσπρο ύφασμα έπεφταν ασταμάτητα στη γη και σκέπαζαν με πέπλα το νεκρικό κρεβάτι. Η θύελλα ήταν μονάχη στον κόσμο. Κανένας δεν μπορούσε να την ανταγωνιστεί».
Όσο προχωράει το βιβλίο, τόσο η Ρωσία “βράζει’. Την επεισοδιακή χρονιά του 1905, οι καλυμμένοι με χιόνι δρόμοι της Μόσχας γεμίζουν από αίμα. Ο Πάστερνακ περιγράφει μια σχετική σκηνή, πώς ο στρατός του τσάρου πνίγει στο αίμα μια διαδήλωση:
«Όλη αυτή την ώρα έξω έπεφτε χιόνι. Οι γέφυρες είχαν γίνει κάτασπρες. Το χιόνι έπεφτε όλο καιπιο πυκνό. Όταν οι δραγόνοι έκαναν την έφοδο, αυτοί που βρίσκονταν στις τελευταίες γραμμές δεν πήραν αμέσως είδηση τι είχε συμβεί. Ξαφνικά μια μεγάλη οχλοβοή άρχισε να φουντώνει τι ςπρώτες γραμμές. Νόμιζε κανείς πως φώναζαν «ζήτω!». Οι κραυγές όμω ςέλεγαν «βοήθεια!», «τον σκότωσαν!», και μέσα στη φασαρία μπερδεύονταν σ’ένα αλλοπρόσαλλο βουητό. Την ίδια σχεδόν στιγμή, μέσα σ’όλο τούτο το πανδαιμόνιο, από ένα πολύ στενό πέρασμα που σχηματίστηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος που παραμέρισε, εμφανίστηκαν αθόρυβα κεφάλια, χαίτες αλόγων και ιππείς με τις ξιφολόγχες τους υψωμένες.
Η περίπολος πέρασε κατά μήκος της διαδήλωσης, έκανε μεταβολή, ανασυντάχτηκε κι όρμησε σαν σφήνα προς την ουρά της πορείας. Η σφαγή άρχισε.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος. Άνθρωποι λοξοδρομούσαν στα στενά. Το χιόνι άρχισε να λιγοστεύει. Η βραδιά ήταν ξερή, σαν σκίτσο φτιαγμένο με κάρβουνο. Ξαφνικά, ο ήλιος που είχε κρυφτεί πίσω από τα σπίτια πρόβαλε από τηγ νωία και άρχισε να φανερώνει ό,τι κόκκινο υπήρχε στο δρόμο: τα κόκκινα κασκέτα των δραγόνων, το πανί μια ςπαρατημένης κόκκινης σημαίας, τα ίχνη από το αίμα που απλώνονταν στο χιόνι σαν λεπτές κόκκινες κλωστούλες και στίγματα».
Την εποχή των μεγάλων συγκρούσεων, τον Οκτώβριο του 1917, ο Ζιβάγκο επισκέπτεται έναν φίλο του στη Μόσχα.
«Ο Γιούρι Αντρέγιεβιτς περπατούσε γρήγορα. Το πρώτο χιόνι έπεφτε λεπτό σαν σκόνη. Ο αέρας άρχιζε να δυναμώνει και το πήγαινε για χιονοθύελλα. Ο Γιούρι Αντρέγιεβιτς έστριβε από το ένα δρομάκι στο άλλο κι έμοιαζε να’χει χάσει το λογαριασμό, όταν, ξαφνικά, το χιόνι πύκνωσε. ΈΝας δυνατός χιονοστρόβιλος ξέσπασε, σαν αυτούς που σφυρίζουν πάνω από τους κάμπους όταν είναι κατάλευκοι, και μέσα στην πόλη στριφογυρίζουν στα αδιέξοδα σαν να έχουν χάσει τον δρόμο τους. Κάτι κοινό συνέβαινε στον κόσμο της ηθικής και στον κόσμο των φυσικών φαινομένων, μακριά αλλά και κοντά, στη γη και στον ουρανό». Η επανάσταση, με γρήγορα βήματα, ερχόταν…
Γ.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου