Οι λυπημένες φράσεις ΧΑΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΕΣ...
Οι λυπημένες φράσεις
Κική Δημουλά
Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.
Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεταιμε ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.
Κική Δημουλά
+YouTube Video | |
Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.
Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεταιμε ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.
Ατενίζοντας το απρόσιτο
Τόσα χρόνια
καθόμαστε απέναντι, ουρανέ
και δε συστηθήκαμε.
Ονομάζομαι άπειρος.
«Δες σύμπτωση», μου απάντησε
«κι εγώ άπειρος είμαι.
Προγιαγιά μου η αιωνιότητα
και παππούς μου το χάος».
Μάλλον πρόκειται για συνωνυμία, του είπα.
Εγώ κατάγομαι απ' την έλλειψη πείρας.
Μητέρα μου ήταν η άγνοια.
Ορφανός.
Με μεγάλωσε η αναζήτηση.
Μιας και φαίνεσαι όμως άκληρος, ουρανέ
και τυχαίνει να 'χουμε ομόηχο όνομα
δε με υιοθετείς στο απέραντο
για ν' αλλάξω και σημασία;
Μη λικνίζεσαι επιδεικτικά, ουρανέ.
Σκανδαλίζεται η θνητότητά μου.
Κι όταν καλπάζεις
στους δρόμους του ανέφικτου
να φοράς τις οπλές σου συμπόνια
για ν' απορροφώνται
οι κραδασμοί της υπεροψίας σου.
Με τρομάζουν οι ήχοι του απρόσιτου.
Βρέχει.
Παραπονιέται πάλι ο ουρανός.
Σκληρή η μοναξιά του αχανούς.
Είσαι τουλάχιστον αιώνιος, ουρανέ.
Σκέψου λιγάκι και εμάς.
Και μόνοι και εφήμεροι.
Παναγιώτης Αργυρόπουλος
Πέμπτη, 9 Δεκεμβρίου 2010
Η Αλαφροΐσκιωτη
Είδα ένα δάσος μακρινό
έβαλα μπρος να φτάσω…
Μα κει ψηλά στον ουρανό
νέφη πλεγμένα αγέρα
Να σου προβάλει αλαργινά
μια παιχνιδιάρα αχτίδα
Την βλέπω και χαμογελώ
και δείχνω να πιστεύω
Ξάφνου ανοίγουν ουρανοί
και στάλες πλημμυρίζουν
Και τότε δάκρυα πυκνά
μάτωσαν την ψυχή μου
Και τρέχει ο νους μου μακριά…
Σε θάλασσες κοχύλια
και σ’ ένα απύθμενο γιατί
μες της ψυχής τα κύματα
χιονιάς και καταιγίδα
Και τότε πέταξε πουλί
και έσβησε τη σκέψη
Το βλέμμα μου τραβήχτηκε
απ’ της βροχής τη πλάνη
Κοίταξε το πετούμενο
και σκίρτησε η ψυχή μου
Τα δάκρυα στεγνώσανε
και σκέφτηκα πως θα’ ρθεις
Τότε πυκνό μυστήριο
εκάλυψε τη φύση
και εφάνης σαν μικρός Θεός
του έρωτα της δίψας
Και γω σε καλωσόρισα
ξανά μες την καρδιά μου
Αλήθεια πως δεν έφυγες
στιγμή απ’ τη ματιά μου
Θέλω να σφίξω εδώ σιμά
την άκρη του ματιού σου
που με κοιτά καρτερικά
και μιας μου γνέφει λάθη
Πότε δε μου συγχώρεσες
την έννοια που σου είχα
του αθάνατου τ’ αγκάλιασμα
και της σιγής τα πάθη
Ξέμακρη μ΄ αναζήτησες
μα σαν ήρθα κοντά σου
για μια φόρα μου ζήτησες
να μπω στην αγκαλιά σου
Μα να της άρνης το νερό
με τρόμαξε και είδα
πως σαν μυστήριο σκοτεινό
θε να ναι η γη μαζί σου
Έτσι πια μόνη θα διαβώ
το δάσος της ζωής μου
Θα βλέπω δέντρα λυγερά
με χέρια απλωμένα
Μα θα ναι απάτης φρένιασμα
απλά κλαδιά ριγμένα
Και έτσι πια ξεμάκρυνα
Στο δάσος ούτε μπήκα…
Δημιουργός: MIPS
Δημιουργός: MIPS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου