Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

σημείο / αναγνώριση / αγάπη






Είχαμε όλο το χρόνο στη διάθεση μας να αναρωτηθούμε,  να αμφισβητήσουμε,  να απορρίψουμε και να αποδεχτούμε..
Στο σημείο ακριβώς που ο κύκλος κλείνει συνειδητοποιήσαμε τι ακριβώς είναι και κυρίως τι δεν είναι αγάπη.
Μεγάλα κομμάτια αμφιβολιών μετατοπίστηκαν δίπλα,  παραδίπλα ή μπήκαν στο τούνελ του πουθενά.
Απόλυτη πλέον η αναγνώριση και η αξία.

Σταθερά..

-

Θέλω να βλέπω της βροχής τα χρώματα !

η πόρτα







Συνήθως,  παραμένουμε στην είσοδο της πόρτας,  αδύναμοι να τραβήξουμε την κουρτίνα,  είτε επειδή η κουρτίνα είναι βαριά,  είτε επειδή μας φαίνεται βρώμικη,  κυριώτερη αιτία όμως είναι ο φόβος.  Απροσδιόριστος,  ασαφής κι ασυνείδητος βοηθάει να παραμείνουμε στην επιφάνεια,  στο φαίνεσθαι,  το οποίο σχεδόν πάντα,  διατηρεί μια ψεύτικη γαλήνη και νηφαλιότητα μια που μόνο εσωτερικά συμβαίνουν ''τα πάντα''.  Και το ''λίγο πιο βαθιά''  του άλλου,  ίσως μας συνταράξει,  ίσως μας κάνει να αναθεωρήσουμε ώστε να χρειαστεί να αλλάξουμε,  να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι,  ή πάλι ίσως μας γεμίσει ενοχές όταν βρούμε εκείνα τα κομμάτια που μοιραία έχει συμβάλλει κι η δική μας συμπεριφορά..
Δύσκολες διαδικασίες ειδικά όταν αυτός που έχεις απέναντι σου δεν απαιτεί αυτό το ''προσέγγισε με σωστά''..

Σημασίες που χάθηκαν. . .




Σημασίες που χάθηκαν

στα καταφύγια των ματιών.

Φωνές που περάσανε αφήνοντας

να γείρει επάνω μου

ο ίσκιος των λέξεων.

Μ. Ζευγόλης

Θα ήθελα να φωνάξω το όνομά σου , αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη…!!!!!



Θα ΄θελα να φωνάξω το όνομά σου , αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να το ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο, 
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα,
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να 'ρχεται πιο γρήγορα,
να το μάθουν τα παιδιά για να μην φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές, τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες,
να τ’ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου και να το ξαναπούνε μ’ όλες τις καμπάνες τους.
Να το φωνάξω τόσο δυνατά ,
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει  αγάπη μου , ποτέ.


                                                                    Τάσος Λειβαδίτης

ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ

Έ ρ ω τ α ς ε ί ν α ι !!!!





Έρωτας είναι και πετάει, 
κι όπου πας σε κυνηγάει.


Τοξότης είναι και στοχεύει,
θέλει πάντοτε να φεύγει.

Μες τα δάση τριγυρνάει,
σε ρυάκια ξεδιψάει.

Δέντρα με καρδιές πληγώνει
και με δάκρυ το πληρώνει.

Κι όλο έρχεται και φεύγει
κι όλες τις καρδιές μαγεύει.

Έρωτας είναι και θυμάται
και τις νύχτες δεν κοιμάται.

Καθρεφτίζεται στις λίμνες,
τρέφεται και ζει με μνήμες.

Μέρες τα κύματα μετράει,
όλα ή τίποτα ζητάει.

Κι όλο στην άμμο κάτι γράφει,
θέλει ό,τι δεν υπάρχει.

Κι όλο έρχεται και φεύγει
κι όλες τις καρδιές μαγεύει.

Κει που αγαπάει τα νώτα στρέφει
και στα όνειρα επιστρέφει.

Μα πάλι θέλει κι επιμένει
και στο τέλος μόνος μένει.

Στίχοι: Ορφέας Περίδης
Μουσική: Ορφέας Περίδης
Πρώτη εκτέλεση: Ορφέας Περίδης

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ !!!!!!!!!!!!



Η θάλασσα των αναμνήσεων, είναι καλά κρυμμένη στην ψυχή κάθε ανθρώπου.
Τις στιγμές που το επιζητούμε, βουτάμε στο βυθό της και αναγνωρίζουμε χρώματα
που ποτέ δεν ξέραμε πως είχαμε δει. Μπαίνουμε σ’ ένα παράλληλο σύμπαν
που η καρδιά πλέον δεν αγγίζει και δεν πληγώνεται.
Μόνο κρατά ό,τι την ωθεί στα μακρινά της ταξίδια. (Μ.Α.)

MY IMMORTAL !!! - EVANESCENCE




Κουράστηκα τόσο να είμαι εδώ, Κατασταλαγμένη απ' όλους τους Παιδικούς μου φόβους.
Κι αν πρέπει να φύγεις, εύχομαι απλά να φύγεις, γιατί η παρουσία σου παρατείνεται εδώ
Και δε θα με αφήσει μόνη.

Αυτές οι πληγές δε φαίνεται να θεραπεύονται, αυτός ο πόνος είναι απλά τόσο αληθινός.
Υπάρχουν απλά τόσα πολλά που ο χρόνος δεν μπορεί να τα σβήσει.
Όταν έκλαιγες,έπαιρνα μακριά όλα τα δάκρυά σου, όταν φώναζες, απομάκρυνα όλους τους φόβους σου
Και κρατούσα το χέρι σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά έχεις ακόμα όλο μου το εγώ.

Συνήθιζες να με γοητεύεις με το ανησυχητικό σου μυαλό, τώρα έχω δεθεί με τη ζωή που άφησες πίσω,
το πρόσωπό σου κυνηγάει τα μοναδικά ευχάριστα όνειρά μου, η φωνή σου απομάκρυνε όλη τη λογική μου.

Αυτές οι πληγές δε φαίνεται να θεραπεύονται, αυτός ο πόνος είναι απλά τόσο αληθινός.
Υπάρχουν απλά τόσα πολλά που ο χρόνος δεν μπορεί να τα σβήσει.
Όταν έκλαιγες, έπαιρνα μακριά όλα τα δάκρυά σου, όταν φώναζες, απομάκρυνα όλους τους φόβους σου
Και κρατούσα το χέρι σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά έχεις ακόμα όλο μου το εγώ.

Προσπάθησα τόσο σκληρά να πω στον εαυτό μου ότι έχεις φύγει, όμως παρ' όλο που είσαι ακόμα μαζί μου,
είμαι ολομόναχη συνέχεια.

Όταν έκλαιγες έπαιρνα μακριά όλα τα δάκρυά σου, όταν φώναζες, απομάκρυνα όλους τους φόβους σου
και κρατούσα το χέρι σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά έχεις ακόμα όλο μου το εγώ.

Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία !!!!!!



" Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι, 
χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι  σαν ένα γαλάζιο λουλούδι,
χωρίς εσύ να περπατάς πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους.
Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι,
που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει, 
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει 
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου.
 Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις, 
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου, 
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου.
Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι, 
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε, 
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε."
                                                 (  Πάμπλο Νερούντα )

«Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία

«Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

bluerose.gif


Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

244100-187431-Red%20Rose.jpg

Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,

253224-500-August.JPG

Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι, 
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε, 
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»

2183538064_be93b1e838.jpg

νοτιοδυτικά της λείπεις...


Τα πρωινά ξυπνάω θαρρείς και σηκώνομαι από χειμερία νάρκη.
Με τα μάτια κλειστά σηκώνομαι, αρκουδίζοντας σαν μωρό που φοβάται να εξερευνήσει την καινούρια μέρα.
"Μη! Κακό" μου είπαν κάποτε φαίνεται με μεταλλική φωνή κι έτσι με κάθε βήμα λες και με χτυπούν χιλιάδες μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Ανατριχιάζω.
Στον λαιμό μου κάθε πρωί σκαλωμένη μια πίκρα. Βήχω, ξεροβήχω μα δεν...
Είναι που μου λείπεις θαρρώ. Θαρρώ μα δεν έχω θάρρος να στο δείξω.
Άσε δε το να στο πω.
Περιφέρομαι μέσα στο σπίτι επιμένοντας να έχω κλειστά τα μάτια. 
Σκοντάφτω στα έπιπλα κι ο νεαρός πόνος του αναπάντεχου χτυπήματος - αλλά τόσο ηθελημένου - μοιάζει με έρωτα.
Το σκέφτομαι και τρελαίνομαι...
Φτιάχνω καφέ μ' ένα τσιγάρο κολλημένο στα χείλη. Πιο εύκολο αυτό.
Θα ήθελα να πω το όνομά σου μα αντί γι' αυτό καπνίζω. Δύσκολο! Δύσκολα όλα που γίνανε πια.
Είναι που μεγαλώνω; Αναρωτιέμαι πάλι.
Ανατριχιάζω.
Δοκιμάζω τη γεύση των γραμμάτων. Ανάμεικτα σύμφωνα, φωνήεντα και καφές μέτριος, πρωινός.
Το όνομά σου έχει την γεύση της βιασύνης. Και του μη χορτασμένου.
Ξέρω τη συνέχεια.
Θα ντυθώ και θα βγω στον δρόμο. Θα σε ψάχνω με το βλέμμα παντού. 
Οι περαστικοί με κοιτάζουν με μια μόνιμη απορία. 
Δεν έχουν συνηθίσει σ' αυτήν τη μορφή ελεημοσύνης.
Ούτε κι εγώ.
Κι ύστερα δουλειά. 
Πάλι θα σε ψάχνω. 
Μέσα στην τσέπη μου, στο γραφείο που βουλιάζει από χαρτιά, στις σκάλες που μου θυμίζουν ένα σιωπηλό, άλυτο σταυρόλεξο.
Στο σύννεφο που μπορεί να τρυπώσει απ' το παράθυρο του δευτέρου. 
Από 'κει συνήθως τρυπώνουν τα σύννεφα.
Έρχονται για λίγο, βιαστικά - η λέξη κλειδί είναι βιαστικά - σου ανακατεύουν τη ζωή, σε αναγκάζουν να μάθεις να πορεύεσαι με τη βροχή κι ύστερα μόλις την συνηθίσεις φεύγουν. Γαμημένα σύννεφα!
Ανατριχιάζω.
Χρόνια είχα να κρυώνω πάλι τόσο πολύ. 
Κι ήμουνα τόσο σίγουρος πως είχα μάθει πια καλά να κλειδώνω τα καλοκαίρια μου. 
Είχα ξεχάσει βλέπεις πως η ζωή κάνει κύκλους κι ανασαίνει και τους χειμώνες.
Και την ανάσα με τι τρόπο να καταφέρεις να την κλειδώσεις;
Είναι που μου λείπεις θαρρώ. Παράξενο ε; Ναι, σαν τις αμυγδαλιές ανθίζουν και τα παράξενα.
Καταχείμωνο και με μια κρυμμένη πίκρα στον ανθό τους. 
Αυτή που δεν θα γίνει καρπός ποτέ. Γιατί το τέλος της είναι προδιαγεγραμμένο.
  ...
 
Σαν τη φυγή σου.

Το ήξερα .



Άρχισα να λέω χτες, πως σε γνώρισα.
Μούλιαζε η ώρα μέσα σε στενά ρακοπότηρα κι όσο βάθαινε η αρμύρα, τα άστρα δεν μας ήτανε απαραίτητα πια.
 Έφεγγαν εφτά ουρανοί για πάρτη μας κι άλλοι τέσσερεις περιμένανε να πάρουνε σειρά.
Μα τι ιστορία κι αυτή! Σαν παραμύθι.
Ξέρεις πόσο μ' αρέσει άλλωστε να την αφηγούμαι με ξυλάκια κανέλλας στολισμένη, μπαχάρι, μοσχοκάρυδο και λιλιπούτειες υδρόγειες σφαίρες πιπεριού.
Αυτές που κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου σαν σε φιλώ. Κι αχνίζουν όλα τα πε θαμένα ηφαίστεια της γης.
Σιροπιασμένη λάβα.
Λέω για τότε που μπήκες στο οπτικό μου πεδίο τρέχοντας.
Σαν κάπου να 'θελες να πας κι είχες αργήσει.
Μισή ματιά, ξεκούρδιστο χαμόγελο, ανάσα. Πέρασες μέσα.
Η αιθάλη γεννούσε πρόωρες παραισθήσεις. Ξεκλείδωτες σκέψεις.
Κι η νύχτα έσκαβε απαλά με τα καλοβαμμένα νύχια της το μέλλον βγάζοντας στον αφρό σκουριές κι επιθυμίες.
 "Χαίρω πολύ!" "Κι εγώ παρομοίως!" χέρια κουπιά κι η θάλασσα απούσα.
Ξύλινες συνερεύσεις του τυχαίου. Ακούς τους αγέρηδες που ροβολάνε την πλαγιά;
Εμάς ψάχνουν! Δεν μίλησα.


 Διπλώναν τα γόνατά τους οι γραμμές του χεριού σου και προκαλούσαν το μοιραίο φονικό. Ξεμάκρυνες! Όχι πολύ, ίσα για να γίνει η απόσταση βολής ιδανική κι ωραία.
Σπάνια φορώ πουκάμισο λευκό.
Αποσταμένος απ' τις μάχες είπα να μη δίνω περισσότερη αίγλη στο αίμα της λαβωματιάς καθώς θα ανθίζει σε άσπρο φόντο.
Μα εσύ, ούτε το λευκό μου πουκάμισο δε νοιάστηκες.
Κεντούσες μπαλκονάκια χρυσά ζωσμένα με κισσούς κι ολοκόκκινα βάτα στους χτύπους της καρδιάς μου επάνω.
Ρυθμικά ήταν τα χτυπήματα. Κι ο εχθρός παραδομένος από ώρα.
Διάλειμμα. Επιτέλους υπάρχει Θεός.
Μια ανάπαυλα, μια ιερή σιγή, ένα ποτήρι με κρύο νερό.
Το βαλσαμόχορτο με αγνοούσε επιδεικτικά.
"Σου πάει τόσο άλλωστε να είσαι πληγιασμένος!" μου έλεγε κοροϊδευτικά βγάζοντάς μου τη γλώσσα! Μισή ματιά, σπασμένο χαμόγελο, ανάσα.
Κόμπος ναυτικός δεμένος κι αόρατος.
Ευτυχώς που το τρίτο μου μάτι διαθέτει άριστη όραση.
Σε μια άλλη χώρα έπαιρνε να ξημερώνει.
 Σε μια άλλη χώρα τρεις ήλιοι συνωμοτούσαν εναντίον των χαλαρών προσδοκιών.
Σε μια άλλη χώρα το μπουκάλι με το μήνυμα "κλέψε με" είχε ήδη φτάσει στον παραλήπτη του, μετά από άπειρα θαλασσοδαρμένα μερόνυχτα.
Πριν η ώρα φτάσει στη μέση σηκώθηκα να φύγω.
Η συμφωνία είχε σφραγιστεί με σώμα κι αίμα.
Τους αόρατους  κόμπους τους λύνει αποτελεσματικά ένα νοητικό σπαθί.
Καλοακονισμένο.
 Ευτυχώς υπάρχουν πάντα πρόθυμες πεταλούδες να κοινωνήσουν την πρόθεση.
Τα υπόλοιπα ήταν προδιαγεγραμμένα.
Οι δρόμοι, τα παγκάκια, το μπλε της θάλασσας, το δαντελένιο κουρτινάκι στο παράθυρο, οι κούπες με το τσάι του βουνού, το ανατρίχιασμα της καληνύχτας, οι κύκλοι που ενώνονται και φτιάχνουν νάματα για αλύτρωτα φιλιά, το χάδι στα μαλλιά σου, ο αχινός που ξεκαρδίστηκε απ' το ύφος σου, το φεγγάρι που συμφώνησε σε όλα εκτός απ' την παραδοχή.
"Να κατακτάς - μου είπε εκείνο το βράδυ - είναι τέχνη!
Και γενναιότητα μαζί!"
Το ήξερα όμως έτσι κι αλλιώς. Μόλις σε είδα.
Αμέσως.
Πως υπήρχαμε από πάντα στο σχέδιο του κόσμου σαν δυο κοχύλια διπλανά στον ίδιο βυθό.

 Ήτανε ζήτημα χρόνου να συναντηθούμε. Χωρίς πίστωση. 

Κατάθεση απλά!

Μπορεί να 'χω πεθάνει από τα χτες





Όνειρο ήταν.
 Απ' αυτά τα λιγοστά που ζει ο άνθρωπος στη ζωή του με ανοιχτά τα μάτια.
Και πέρασε.
Κι έφυγε.

Άφησε μονάχα πίσω του μια γραμμή στο Αιγαίο, μια μπλε χαρακιά στο δέρμα της θάλασσας.
Να ξεγελά τα γλαρόνια που ψάχνουν για μπούσουλα.
Να αφήνει περιθώριο στο ρήμα "ελπίζω".

Μα πόσο μπορείς να τιθασέψεις τη θάλασσα;
Να την πείσεις με λόγια και κουβέντες γλυκές να μείνει ακίνητη,
 να μη χαλάσει το σημάδι, να υπάρξει λίγο ακόμα το όνειρο;

Δεν μπορείς.

Ανάβεις τσιγάρο με 'κείνη τη θλίψη των στωικών.
Μέσα σου μια φωνούλα αχνά ψελλίζει "στο 'χα πει".
Παλεύεις να ανασάνεις και δεν μπορείς.
Τούτος ο πόνος, βαθύς και αμίλητος εγκαταστάθηκε με το έτσι θέλω στα πνευμόνια σου.
 Μάθε τον το καλό που σου θέλω.
Συνήθισέ τον.
Θα μείνει μαζί σου για καιρό.
Θα γίνετε φίλοι.
Θα αγαπηθείτε και θα μαλώσετε πολλές φορές.
 Έτσι είναι μάτια μου.

Άμα τελειώνει το όνειρο έρχεται τούτος απρόσκλητος και θρασσύς.
Κι άμε να τα βγάλεις πέρα μαζί του.

/Μπορεί να 'χω πεθάνει από τα χτες/

Ροζ, μωβ, μενεξελί, θαλασσί, βαθύ πράσινο, κοραλί, σμαραγδί, τυρκουάζ, πετρόλ,πορφυρό του έρωτα και μαύρο του θανάτου.

Όλα τα χρώματα τα είχε.
 Από εκείνη την πρώτη βραδιά του Μαγιού.
Τότε που ανθίζανε φούλια και γιασεμιά καταμεσής του δρόμου.
Και μπορούσες να είσαι πάλι δεκατέσσερα.

Μα δε γίνονται θαύματα μάτια μου.
 Λάθος κατάλαβες.
Κι οι θεοί της Στοργής έχουν από χρόνια τώρα μεταναστεύσει.
Με χάρτινα καραβάκια πόσο μακριά να πας;
 Έχει μια σκληράδα το νερό που δεν την ξέρεις.
Και μια επιμονή να διαβρώνει τα συμπαγή.
 Και τι είναι ο πνιγμός θαρρείς;
Μια αλλαζονική βουτιά στο άτεγκτο της συνήθειας.
Χάνεσαι πριν να το καλοκαταλάβεις.

/Μπορεί να 'χω πεθάνει από τα χτες/

Κι εσύ να πήγες βόλτα στο δάσος με τα ξωτικά γυρεύοντας τα μαγικά σου ξόρκια.
 Πιάνουν καμιά φορά άμα τα πεις με την καρδιά σου την ώρα τη σωστή.

Αυτό με κατάτρεχε μια ζωή μέχρι τα σήμερα.
Η λέξη "σωστός", "σωστή", "σωστό". Που δεν με χωρούσε.

Γι' αυτό και δεν τη γλίτωσα.
 Η ώρα αν ήταν η σωστή τότε σίγουρα δεν ήταν για μένα.
Και πέρασε χωρίς να με αγγίξει η μαγική της επιρροή.
Σαν το όνειρο κι αυτή.
Τέλειωσε αφήνοντας μια πικρή γεύση στο στόμα.
 Κι έναν θάνατο από αμέλεια.
Γιατί στ' αλήθεια μπορεί να έχω πεθάνει από τα χτες.
Μα είναι αργά για να το πληροφορηθούμε στο ενθάδε.

Ετών σαραντατέσσερα + ένα αμελής και αφελής. Αντίο!


Μαρία Στρίγγου .

μπορείς;


Συναντιόμαστε πάνω στο τεντωμένο σκοινί του ακροβάτη

 Έμεινε αυτό χωρίς το δίχτυ που με ασφάλεια έλκει την πτώση.


Μιλάμε καμιά φορά.
 Άλλες πάλι όχι.


 Ανάμεσά μας κυκλοφορούνε σύννεφα που κουβαλάνε βροχές, κρυμμένους ήλιους και χαρωπά ουράνια τόξα


Ανάμεσά μας τόσα κάστρα, άλλα ετοιμόρροπα κι άλλα εντελώς οχυρωμένα, ο καβαλάρης άγιος και μια Παναγιά με αδειανά χέρια.

 Μη με φοβάσαι... Σου μοιάζω, μου μοιάζεις, δεν το βλέπεις;

Στεκόμαστε στην ίδια γωνία κι αγναντεύουμε το πέλαγο, αναζητούμε το ίδιο ηλιοβασίλεμα να αγκαλιάσει τους ώμους μας και μας κατατρέχουν ολόιδια μοναχικά βράδια


Μη με φοβάσαι.

Μιλάς με τα νερά, μιλώ με τους ανέμους.

 Μιλάς με τις μουσικές.

 Μιλώ με τις βροχές.

Ζούμε μαζί πάνω στην ίδια ευθεία.

Το αν θα συναντηθούμε δεν εξαρτάται απ' το μαγικό ραβδί κάποιας μάγισσας.

 Εξαρτάται μονάχα από τις αντοχές μας.

Κι απ' την πανάρχαια ανάγκη των ανθρώπων να ανταμώνουν τη μοίρα τους στο βλεφάρισμα των χρόνων.


 Έλα λοιπόν! Δεν θέλω να σου κάνω κακό, μόνο να σ' αγαπήσω θέλω!
 Εσύ;
 Αντέχεις εσύ; 
Εσύ, θέλω Εσύ να μ' αγαπήσεις μέχρι θανάτου.

 Μπορείς;

Γι' αυτό σου λέω..




Κάθε πρωί ξυπνώ μ' ένα ρίγος. 
Κοιμάμαι με την άνοιξη, ξυπνώ στο χειμώνα. Λες και χιονίζει στο σαλόνι μου όλη νύχτα. 
Τι χρώμα άραγε να έχει το κρύο; 
Και να πεις πως δεν χορτάσαμε παγωνιές φέτος; 
Τόσο που η μέσα μας ζωή κρυστάλιασε και κάνουμε αγωνιώδεις προσπάθειες να τη ζεστάνουμε. 
Μια με τα μάτια μια με τα λόγια.
"Με τον έρωτα ξεπαγώνει η ψυχή πουλάκι μου" λέει μια γιαγιά απέναντι. 
Τα παιδιά της την έχουνε ξεγράψει. Θαρρούνε πως το 'χασε. Κουνάνε το κεφάλι όταν μιλάει. 
Κι είναι αλήθεια πως δεν μιλάει συχνά. 
Από καιρό σε καιρό μονάχα εκτοξεύει λόγια απ' το μπαλκόνι που μοιάζουν με χάρτινες σαϊτιές. 
Κι άμα σε πετύχουνε στην καρδιά νιώθεις πως η άκρη τους μονάχα χάρτινη δεν είναι.
Δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους ποτέ. Ζητούνε την αγάπη παντού. 
Κι όταν τη βρούνε την παρατάνε στη μέση του δρόμου κι αρχίζουν να κυνηγάνε χαρταετούς και ανεμόμυλους.
 Ή κλειδαμπαρώνονται σαν άλλες μαγεμένες πριγκίπισσες στον πύργο του "πρέπει" τους και πέφτουνε σε αιώνια νάρκη περιμένοντας κάθε φορά κι από έναν καινούριο πρίγκιπα. 
Να σκαρφαλώσει τους κισσούς και τ' αγκάθια, να εξοικειωθεί με την ακαμψία του θανάτου, να τους δώσει το πολυπόθητο φιλί. 
Για να τον σπρώξουν ύστερα με δύναμη απ' τα τείχη του κάστρου φωνάζοντας οργισμένα "γιατί με ξύπνησες;"
Δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους ποτέ. 
Ονειρεύονται με μάτια κλειστά νοητικές αποδράσεις στα αφύλαχτα σύνορα της ψυχής κι ύστερα, όταν επιτέλους ανοίξουν τα μάτια δε βαριούνται να μετρούν συρματοπλέγματα και πόρτες θωρακισμένες γύρω τους. 
Λαχταράνε ήλιο και φως κι ένα κόκκινο μήλο, διαλαλούνε παντού την επιθυμία τους σαν προσευχή, ικετεύουν τις προσταγές της μοίρας, αγωνιούν κι όταν έρθει η ώρα τους για το ταξίδι στο Επιθυμητό ακυρώνουν μεμιάς το εισιτήριο και σένα.
 "Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου" λένε. 
Λες κι η Αγάπη να 'ναι Θάνατος και να τρομάζει. 
Κι ύστερα γίνονται κακοί κι εκδικητικοί. 
Ή όλοι στο κάστρο ή κανένας μοιάζει να λένε. 
Και είτε κλειδώνουν την καστρόπορτα και μαζί και σένα είτε αρχίζουν να παραδέρνουν στις ερημιές εξορίζοντας σε στο απόλυτο κρύο. 
 Γι' αυτό σου λέω...δεν καταλαβαίνω! 
Αλλά μη νομίζεις πως σώνομαι κι εγώ. 
Γιατί όσο δεν καταλαβαίνω, αγαπώ. 
Κι όσο αγαπώ, κρυώνω!

Λόγων Παίγνια.

Λ


Ωραία λοιπόν! Την πατήσαμε και μας κάθισε η κρίση στο σβέρκο σα βαριά κοτρώνα.
Η κατάθλιψη κάνει βόλτες σε πρόσωπα και μυαλά και η αεργία ανδρώνει σκέψεις δυσάρεστες.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ, υπάρχει ορατή η ανάγκη να συνευρίσκονται οι άνθρωποι, να συζητούν, να συνυπάρχουν, να συν-δημιουργούν και συγχρόνως να συν-διασκεδάζουν.

Γι’ αυτό το λόγο γεννήθηκε το Λόγων Παίγνια.
 Για να συν-ενώσει σκέψεις, λέξεις, όνειρα και διαθέσεις.
 Για να πυροδοτήσει διαλόγους, να αναδιαμορφώσει εκφράσεις, να «παίξει» με τις καθημερινές μας συνήθειες.
 Κυνηγούμε τον χαρταετό μιας παιδικότητας που συνθλίβεται καθημερινά από τις αντιξοότητες της κοινωνίας και της πολιτείας. 
Ποθούμε να αναδείξουμε τις ασήμαντες στιγμές του Τώρα κυρίαρχες στη λαίλαπα του αμφίβολου αύριο.
Θέλουμε να ξαναγνωριστούμε. 

Και ίσως να επαναπροσδιοριστούμε. Σα λογοτέχνες. Σαν πολίτες. Σα φίλοι. Σαν άνθρωποι.

Τι είναι το Λόγων Παίγνια;

 Ένα «τύπου» ηλεκτρονικό περιοδικό που θα περιλαμβάνει στήλες επί παντός. 
Πολιτική; Ναι. Λογοτεχνία; Ναι. Μαγειρική; Ναι. Υγεία; Ναι. Συνεντεύξεις; Ναι.

Κάθε ιδέα, άποψη, σκέψη είναι δεκτή με χαρά. 

Θέλουμε συνεργάτες μόνιμους και έκτακτους. Δέσμευση; Ένα άρθρο την εβδομάδα. 
Έτσι ώστε όλα μαζί, δέκα τον αριθμό – κατάλοιπα σχολείου διαγωγής αρίστης – να ανεβαίνουν ταυτόχρονα στη σελίδα μας, να διαβάζονται και να σχολιάζονται από φίλους και εχθρούς.
Στόχος μας κάποια στιγμή ο χαρταετός των λόγων μας να μυρίζει χαρτί, να γίνει χαρτί και να κυκλοφορήσει στους δρόμους. 

Είτε εξελίσσεται μία πορεία διαμαρτυρίας είτε απλά μια πεζοπορική διαδρομή.

Θα μας πείτε, μα έχει ο καθένας την προσωπική του σελίδα, το έργο του, την ηλεκτρονική περσόνα του.

 Τι θα προσφέρει κάτι ακόμα γραπτό στο ηλεκτρονικό σύμπαν; Εδώ είναι το παιχνίδι. 
Ας αλλάξουμε ρόλους, βηματισμό, αμφίεση.
Ας δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό απ’ το να ανακοινώνουμε νέες δουλειές ή νέες εμπνεύσεις. Στοχευμένη γραφή από καινούριο πόστο ο καθείς.

 Κι ας αφήσουμε τα παιχνιδίσματα των λόγων να μας συμπεριλάβουν στις ανατροπές τους.
Άλλωστε, αν δεν βρούμε μια καινούρια οπτική για τα πράγματα πώς θα παλέψουμε το αναποδογύρισμα της ίδιας μας της ζωής; 

Και το παιχνίδι αλήθεια μέσα στην υπερβολική σοβαρότητα των ημερών δεν είναι μια μορφή αντίστασης;

Ας παίξουμε! Ας Αντι – Σταθούμε!

Μ’ αυτό που ξέρουμε να κάνουμε όλοι μας. Με τη γραφή μας!


















 

Αγγελίνα Ρωμανού - Μαρία Στρίγκου

Γράμμα στο Θεό

Σ' όποιον Θεό πιστεύεις...


Στίχοι: Μαριεύη Μήτρου
Μουσική: Χρήστος Νινιός
Ερμηνεία: Χρήστος Νινιός


Στέλνω ένα γράμμα στο Θεό, σ' όποιον Θεό πιστεύεις
να με προσέχεις του ζητώ και να με προστατεύεις
να χάνεσαι στα μέσα μου, να μου κρατάς το χέρι
σ' όποια ανηφόρα ή χαρά τούτη η ζωή μου φέρει


Στέλνω ένα γράμμα στο Θεό, σ' όποιον Θεό πιστεύεις
να μ' αγαπήσεις του ζητώ, να με κατανοήσεις
όλα όσα έχω στην καρδιά να τα καλωσορίσεις
όλα όσα κρύβω μέσα μου γλυκά να τα φιλήσεις

Στέλνω ένα γράμμα στο Θεό, σ' όποιον Θεό πιστεύω
να μου χαρίσει δυο ζωές, εσένα να λατρεύω
να περπατήσω μέσα σου, να γίνω η πνοή σου
το δάκρυ σου, το γέλιο σου, καθρέφτης της ψυχής σου
η αντανάκλασή σου...

Στέλνω ένα γράμμα στο Θεό, σ' όποιον Θεό μας βλέπει
να μας χαρίσει μια στεριά κι ένα ουρανό μ' αστέρια
κι ένα λιμάνι, δυο σχοινιά
να δένω εγώ με σένα...


Ακυκλοφόρητο τραγούδι.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Κανείς


Κανείς








Στο σπίτι που μένουμε κανείς
στα πλοία που φεύγουνε κανείς
στα πρόσωπα που έχουμε κανείς
στους δρόμους που γεμίζουνε κανείς
στους λόφους της σιγής κανείς
στο δάσος της οργής κανείς
στη μνήμη της βροχής κανείς

σ’ όλη τη λησμονιά εμείς
σ’ όλη την εγκατάλειψη εμείς
σ’ όλη την φρίκη εμείς

στην επανάσταση κανείς

κανείς