-Γιάννης Ρίτσος, «Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή»
(απόσπασμα)
Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.
Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία- Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου