IV
Σαν σε προθάλαμο χειρουργείου,
η φρίκη
βηματίζει νευρικά στον οισοφάγο μου,
τα παιδιά της ανασταίνονται,
που έλεγες, χθες,
είχαν πεθάνει.
Φοβάμαι
και τούτο
είναι όλο.
Χ
Αδέρφια μου,
ακούστε καλά,
μια μέρα θα φτιάξουμε
τον γυάλινο κήπο που ονειρευόμαστε,
μια μέρα από το γυάλινο πηγάδι του
θα αντλήσουμε
ζεστή σοκολάτα
και λουλούδια εντελβάις,
πολύτιμο δώρο
γι' αυτούς που παλεύουνε
για να γίνουν παραμυθένιοι,
ίσως για μια γυναίκα,
ίσως, απλά, για την καύλα τού
παραμυθιού,
ίσως, αλλόκοτα,
γιατί αλλιώς δεν θα
μπορούσαν.
Εκδίκηση,
στ' όνομα καθετί εύθραυστου!
Μόνος θεατής
(απόσπασμα)
Ένα φυλλαράκι
πέφτει φθινοπωριάτικα
και το κινηματογραφώ
με τα μάτια μου
σε ρόλο φλουταρισμένης κάμερας,
και ανοίγει την αυλαία
στο θέατρο του παροξυσμού:
ξεπροβάλλει
ένας ολόκληρος θίασος
που εκτελεί με ονειρική ακρίβεια,
με βελούδινη πολυτέλεια
την παράσταση της ουτοπίας
και το έργο λέγεται
«Η μυρωδιά σου».
Η σκηνή είναι
ένα γιγάντιο απολιθωμένο έντομο
σε στάση προσευχής
που ονομάζεται «Ακρόπολη»,
και κάθε φορά
που ανατριχιάζει
το χνούδι της φωνής σου
τρίζει προσπαθώντας
να ζωντανέψει.
Αυτή την αναρχική στιγμή
εσύ αλλού,
αλλού κι εγώ,
είμαστε λιγάκι πιο κοντά,
είμαστε λιγάκι
ο εαυτός μας.
Μόνος θεατής
είναι η νύχτα
που έχει γείρει
στο κιγκλίδωμα
μιας υπερσύγχρονης κρεμαστής γέφυρας,
πιάνοντας σιγανή κουβεντούλα
με την άκρη του κόσμου,
η μισή γκρεμισμένη,
η άλλη μισή
υπό κατασκευή,
σαν την ανάσα μου
όταν γυρεύω
το καλύτερο κομμάτι της
για να στροβιλίσω
έναν τυφώνα
σε μια ελάχιστη περιοχή
στο λαιμό σου.
Κι αυτό το μεγάλο θέατρο
είναι χτισμένο
πάνω στα σκασμένα,
σεισμογενή χείλη
του πολιτισμού μας,
που τόσους αιώνες
υποκρίνεται μια παθιασμένη
συνουσία,
μα χωρίς πια
να μας τρομάζει,
χωρίς πια να μας τρομάζει.
Γαλάζια μηχανή
(απόσπασμα)
III
Σαν το νερό,
πηγαίνοντας που σχίζει το βαπόρι,
χόρευε η σκόνη
στην πρώτη αχτίδα της Μέρας.
Ήμουν
ολότελα μόνος.
Έπειτα ένιωσα το φως υφασμένο
στους μαύρους κύκλους
κάτω απ' τα μάτια μου,
ένα ψιθύρισμα,
μια φωνή
στραφταλιστή πίσω απ' τις λέξεις:
«Φύγαν οι νύμφες.
Στο νοτισμένο 'ναι πια
κήπο σταγόνες».
Κράταε στο χέρι ψηλά
μια λεπίδα στομωμένη με τον πολτό του ήλιου:
«Είμαι ο άγγελος
ταξιδιών απίθανων,
του νόστου πουλί.
Θε να 'ναι κρυφό
τ' όνομα μου για πάντα,
σβησμένο στο φως».
Άξαφνα τινάχτηκαν οι ψηφιδωτές εικόνες,
ένα σμήνος πυγολαμπίδες,
μια έκρηξη.
Μετά
το δειλινό των αισθήσεων
Γκρίζο
(απόσπασμα)
Όλα ξεκίνησαν μιαν αυγή που γκρίζεψε η θάλασσα και χλόμιασαν τα πεύκα. Χαλάσανε όλα τότε και η γη γέμισε δάκρυα που στάζουν μαζί με τον φόβο, τον φόβο, τον φόβο. Κάτι πέτρες, που πρωτύτερα τις πλάθαμε στις παλάμες μας, γίνανε βράχια. Μερικοί κιόλας, μοναχά που τις βλέπουν, σκέφτονται τώρα πόνο και αξίνα και φτυάρι. Πώς έτσι έγινε και όλα τα πλοία έχουνε άξαφνα μια πατρίδα και σε κανένα δεν μπορείς να βάλεις τα όνειρα σου να τα πάει στ' αστέρια, καθόλου δεν καταλάβαμε και ούτε μας είχε περάσει ποτέ από τον νου πως κάτι τέτοιο μπορούσε να είχε συμβεί.
Νυχτοκόπος
Θέλω να βυθίσω εμέναν,
μακριά στη νορβηγική θάλασσα
θα κοιτάζω τα φιορδ,
στα ρουθούνια μου θα μπαίνει νερό
και σιγά
σιγά θα βυθιστώ με την όμορφη εικόνα των φιορδ
στο μυαλό μου
[....]
Θέλω να παίξω ποδόσφαιρο
μ' αυτή την μπάλα,
όπως τα παιδιά στις όχθες της Γκαμπόν,
στην αμμουδιά
-δύο λεπτά να σκουπίσω το μέτωπο μου απ' τον
ιδρώτα,
κάνει ζέστη σ' αυτή τη θάλασσα-
και να την κλοτσήσω
στον ήλιο
και να γυρίσει,
μήπως και καταλάβει κανείς
πόσο πολύ δεν με νοιάζει
αν καούν όλα
τα δολάρια
και τα μάρκα
και τα γιεν του κόσμου
ή σφαχτούν στην ποδιά μιας καινούριας μέρας
που θ' αγαπά άλλον,
για να γυρίσω κι εγώ να κοιμηθώ
της προκοπής,
στην Αθήνα.
Γιώργος Φιλιππίδης (1977-1997)
Μια μέρα του Ιουλίου, στο σπίτι του, στο Παγκράτι. Με απαγχονισμό και αυτοπυρπόληση ταυτοχρόνως
* Τα ποιήματα, το κείμενο και η φωτογραφία είναι από το βιβλίοΓιώργος Φιλιππίδης, Γαλάζια μηχανή - Εκδόσεις Κατανιώτη, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου