Την αγάπη να ντυθώ
που είμαι γυμνή —
που μοιάζω πολιτεία
ακατοίκητη,
από ήχους βουβή,
κι από τριγμούς τερετίζω,
φύλλο ξεραμένο, αναιμικό του Μάρτη.
που είμαι γυμνή —
που μοιάζω πολιτεία
ακατοίκητη,
από ήχους βουβή,
κι από τριγμούς τερετίζω,
φύλλο ξεραμένο, αναιμικό του Μάρτη.
Την ηδονή να τυλιχτώ
αφού στον κόσμο αυτό δεν ήρθα για τη λύπη
που φαρδιά μου πέφτει
σαν ρούχο ξένο.
αφού στον κόσμο αυτό δεν ήρθα για τη λύπη
που φαρδιά μου πέφτει
σαν ρούχο ξένο.
Ξανά θέλω να νιώσω τη φλόγα,
την αλμύρα να ξεχάσω των δακρύων
–τις τρύπες στους κρίνους
και το χελιδόνι το νεκρό στο μπαλκόνι–.
την αλμύρα να ξεχάσω των δακρύων
–τις τρύπες στους κρίνους
και το χελιδόνι το νεκρό στο μπαλκόνι–.
Ξανά να με δροσίσει του χαμόγελου η αύρα,
κύμα όλο καμπύλες
θάλασσα πάνω στους βράχους της παιδικότητάς μου,
άστρο μες στα χέρια,
δάδα αιώνια του δρόμου προς τον καθρέφτη
όπου ξανά θα κοιταχτώ
ολόκληρη επάνω ως κάτω,
προστατευμένη
κρατημένη απ’ το χέρι,
απ’ το φως,
από χορτάρι καταπράσινο και υφαίστεια —
γεμάτα κολίβρια τα μαλλιά μου,
δάχτυλα, που βγαίνουν απ’ το κουκούλι πεταλούδες,
ο αέρας μπλεγμένος στα δόντια μου,
επιστρέφοντας στην τάξη του,
ένα σύμπαν κατοικημένο από κενταύρους.
κύμα όλο καμπύλες
θάλασσα πάνω στους βράχους της παιδικότητάς μου,
άστρο μες στα χέρια,
δάδα αιώνια του δρόμου προς τον καθρέφτη
όπου ξανά θα κοιταχτώ
ολόκληρη επάνω ως κάτω,
προστατευμένη
κρατημένη απ’ το χέρι,
απ’ το φως,
από χορτάρι καταπράσινο και υφαίστεια —
γεμάτα κολίβρια τα μαλλιά μου,
δάχτυλα, που βγαίνουν απ’ το κουκούλι πεταλούδες,
ο αέρας μπλεγμένος στα δόντια μου,
επιστρέφοντας στην τάξη του,
ένα σύμπαν κατοικημένο από κενταύρους.
Την αγάπη να ντυθώ
που ’μαι γυμνή.
που ’μαι γυμνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου