Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Επίσκεψη

Επίσκεψη





Τι καλά που ήρθες! Κάτσε εδώ. Να τα πούμε θέλω. Μου έλειψες πολύ. Να σου κάνω καφέ; Όχι; Καλά, όπως θες, δεν επιμένω. Κάτσε εδώ. Σε τούτη την πολυθρόνα, τη μανιώδη συλλέκτρια σκόνης. Μονάχα για σένα την ξεσκόνισα. Για σένα μονάχα.

Με ρωτάς γιατί; Μα δεν το βλέπεις; Άδειασαν ένα-ένα τα δωμάτια. Άχθος ανθίζει παντού σιωπής οχληρής. Ενδύθηκα κι εγώ τη ρυπαρότητα του τίποτα. Βυθίστηκα στη σιγή των άδειων δωματίων νιώθοντας πάντα μια υποψία παγωμένου αέρα να χαϊδεύει το, από καιρό, εκπατρισμένο σώμα. Με τον καιρό ήρθε και η σαπίλα. Αναπάντεχα. Μούχλα στους τοίχους. Κάθε τόσο την ψηλαφίζω. Μήπως έτσι κάτι κρατήσω. Μήπως κάτι κρατήσω ζωντανό. Γεμίζει η παλάμη ύαινες, άνεμους, ενίοτε και φίδια. Πέτρες πάνω στις πέτρες το σπίτι. Το γεμάτο σκάλες που ραγίσματα ανεβοκατεβαίνουν. Το γεμάτο πόρτες και σκάλες στο χάος. Όλα μισοτελειωμένα και τεράστια. Τι τα 'θελα τα τόσο μεγάλα; Τι τα 'θελα τα τόσο πολλά; Άστεγη κάτω από τούτη τη στέγη. Αλαφροΐσκιωτη σε γκρεμούς και φεγγάρια. Τα βράδια αγέρας άγριος κρούει τη θύρα μου. Και τότε, είναι φορές που πέφτω στα γόνατα. Ικετεύω την ώρα της ανατολής. Να πέσει στην αγκαλιά μου ο ήλιος. Ικετεύω και η ανάσα μου σέρνει από πίσω της σκόνη. Φωτιά η ανάσα μου που βρυχάται στο στήθος. Πληγή, άλλοτε, που χάσκει ανοιχτή και σιωπά. Σιωπά και βαδίζει ασθμαίνοντας. Στα υπόγεια περάσματα των ανθών και των γρίφων. Στη θύμηση την αφύλακτη. Στην άγονη γραμμή των απόκρυφων πόθων για μιαν ανατολή. Εύκολο δεν είναι. Δρόμος πολύς για να φτάσεις στην πηγή των δακρύων. Δρόμος πολύς ως τη σκήτη τους. Στο χείμαρρο αφήνομαι. Γλιστρώ και κρύβομαι. Ξεγελιέμαι και βγαίνω. Παραμονεύω. Θα βουτήξω; Θ' αποδράσω ως κατάδικος ή των πηγών αιχμάλωτη θα μείνω;

Μα τι φλύαρη που είμαι! Από τα μούτρα σ’ έπιασα ακόμα δεν ήρθες! Σίγουρα δε θες έναν καφέ; Να σου κάνω; Κόπος δε μου είναι. Όχι; Τι; Φεύγεις κιόλας; Κάτσε λίγο ακόμα μαζί μου. Μίλα μου για σένα.  Έχω κι εγώ τόσα ακόμα να σου πω…






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου