Eίναι κάτι νύχτες, που τ'αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν.
Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη.
Χωρίς να χτυπήσει ούτε την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις.
Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι.
Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεαι στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
"Αυτάαααα! Που είχαμε μείνει;"
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι.
Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είναι αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.
Αλκυόνη Παπαδάκη