|
Η Κυριακή Χριστοδούλου είναι μια απλή φιλόλογος με μεταπτυχιακά στη Γαλλία, που αγαπά το λόγο κι όλες τις σημασίες που περικλείονται σ’ αυτόν. Γεννήθηκε στις 14 Απρίλη 1984 στη Λευκωσία. Ακούει, τραγουδά μουσική, διαβάζει σελίδες από βιβλία και περιοδικά, μιλά με τους ανθρώπους γύρω της, γράφει...
Μόνη ζω σε κάτι σπηλιές,---------------------------------------------------------------- Αλήθειες Μυστικές... το άνοιγμά τους μικρό, αλλά το βάθος τους μεγάλο. Στο βράχο λαξευμένοι στίχοι κι η φωνή να κεντάει μουσικές, ψέλνει «πονάω, δεν μπορώ» ψέλνει «αγαπάω, ευχαριστώ» κι η ηχώ διαπεραστική ταξιδεύει μέχρι να σβήσει στου Θεού τη γειτονιά... Διαβάζω, Ακούω, Ταξιδεύω... Σκόρπιες γραφές αφήνουν τα σημάδια τους σιωπηλά, χτίζουν ανθρώπους, χαράσσουν ευθείες, φυτεύουν συναισθήματα. Κι εγώ συνεχίζω να διαβάζω... Νότες γλυκές σκαλίζουν τους κήπους της καρδιάς, διώχνουν κακίες, ζεσταίνουν το πνεύμα, στήνουνε αγάλματα. Κι εγώ συνεχίζω να ακούω... Συνεχίζω να ταξιδεύω. Συνεχίζω να προσεύχομαι. Συνεχίζω να γεμίζω με όλα τούτα... Ρυθμός - Αρμονία Γράμματα, λέξεις, λογισμοί όλα κινούνται ρυθμικά, βαδίζουν ίσως φοβισμένα, μα έχουν τα μάτια τους ψηλά. Βήματα ισορροπημένα, βήματα αρμονικά μέσα στο χρόνο αφημένα ζητούν ταυτότητα επιτακτικά. Σύμβολα, νότες, καημοί στις πέντε γραμμές επάνω σμίγουν, χορεύουν με ρυθμό κι όλο ανεβαίνουνε πιο πάνω. Ακούσματα ισορροπημένα, ακούσματα αρμονικά μέσα στο Σύμπαν πεταμένα ζητούν ψυχές να μπουν μέσα κρυφά. Άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί όνειρα φτιάχνουν μυθικά, παλεύουν κρατώντας τα σφιχτά, ζουν κι έχουν το χέρι στην καρδιά. Βιώματα ισορροπημένα, βιώματα αρμονικά μέσα στο σώμα φυλαγμένα του δίνουν χρώμα και φτερά. Το ξαναλέω, με ρυθμό... Να της ζωής το μυστικό, για να υπάρχει στο νόημά της μελωδία! Μια Νύχτα «Βροχερή» Τρεμοπαίζει το δάκρυ μέσα στα μάτια πίσω είναι ένα άλλο που σπρώχνει πιο πίσω κι άλλο... Ένα ένα γλιστρούν και κάθε φορά εύχεσαι να ‘ναι το τελευταίο. Όμως δεν είναι... Πάντα εμφανίζεται ένα άλλο κι αυτό ταλαιπωρημένο απ' τα σπρωξίματα κάποιου άλλου. Και τα δάκρυα σε διασχίζουν ασταμάτητα... Περίμενε λίγο ακόμα, περίμενε… Θα φανεί και το τελευταίο. Δε θα φανεί; Βλέπω σου μούσκεψαν για τα καλά το μαξιλάρι. Και να που η «βροχή» σταμάτησε! Κοιμήσου τώρα... Άτιτλο Είναι πολύ σκληρός. Είναι πολύ σκληρός αυτός ο πόνος! Παρ’ τον Θεέ μου... Σου τον χαρίζω. Ήταν η ψυχή μου γι’ αυτόν αναπαυτική πολυθρόνα. Εκείνος όμως ένας κουραστικός επισκέπτης. Παρ’ τον και πέταξε τον στα σκουπίδια. Πρόσεξε! Μη σου πέσει κατά λάθος και θρονιαστεί κάπου αλλού. Μόνο στα σκουπίδια... Ένοχος «Αιδώς Αργείοι» τραντάζει μέσα μια φωνή. Γυμνός γυρεύω κάπου να κρυφτώ. Δε λήστεψα, δε σκότωσα, δεν έκρινα. Αλλά ποιος είπε πως μόνο αυτά σε ξεγυμνώνουν; Ποιος είπε πως μόνο αυτά σε ξεφτελίζουν; Πάλι το βράδυ δε θα κοιμηθώ. Πάλι για μήνες δε θα μπορώ να ονειρευτώ... -Μα τι συμβαίνει; -Τι είναι αυτό που δεν αντέχεις; Ήξερα πόσο ακριβό ήταν το τραγούδι μου και το σκόρπισα... Ήξερα πόσο ακριβή ήταν η ψυχή μου και τη μάτωσα... Αυτό! Θ' Αντέξω; Δεν μπορώ μέσα μου να πιστέψω, πως αυτή η θλίψη θα μείνει εκεί αιώνια... Πάει πολύς καιρός όμως που δε λέει να φύγει. Κάποτε βέβαια βγαίνει έξω για μια βόλτα. Είναι τόσο ανυπόφορη που ούτε και η ίδια αντέχει τον εαυτό της, έτσι ένας περίπατος ίσως την ξεκουράζει κι αυτήν... Πάντα όμως επιστρέφει... Κι εγώ «ευγενική» και «φιλόξενη», πάντα της ανοίγω την πόρτα, ανήμπορη να αντιδράσω αλλιώς. Θέλω να φύγει. Πρέπει να κάνω κάτι για να τη διώξω, αλλά να μην επιστρέψει την επόμενη φορά. Πες μου τί; Τί κι αν έχει χρώμα γαλανό; Τί κι αν είναι γκρίζα, εκείνο το γκρίζο το θολό; Τί κι αν έχει όψη σκοτεινή; Τί κι αν μ' ένα χαμόγελο με ξεγελά; Τί κι αν μοιάζει με αϊτό; Τί κι αν μοιάζει με σπουργίτη; "Θλίψη" μου είπε πως τη λένε. Θέλει κι αυτή λίγη συντροφιά... Δε λέω... με κρατάει, αλλά με πάει πού; Κι όλο τη ρωτάω: -Θ' αντέξω; Υπομονή Ύ πνος Π υρωμένος Ό νειρα Μ οναχικά Ο δύνη Ν υχτερινή Η μερησίως Αλήθεια, γιατί τη λένε αρετή; ... Όχι, δεν είναι αυτό υπο-μονή Tης λείπει το χαμόγελο εκείνο το καρτερικό. Τώρα είναι απλά μια στεγνή ανα-μονή. Πάντα Βιαστικός Πάντα βιάζεσαι να κλάψεις, στα μαύρα ρούχα να ντυθείς. Βιάζεσαι εσύ να ορίσεις ποια θα 'ν' τα λόγια της επόμενης στιγμής. Βιάζεσαι συχνά τα "θέλω" σου να πνίξεις, χλωμός και κουρασμένος, σα γερασμένος μίσχος να λυγίσεις. Δεν περιμένεις να δεις τι κρύβει η σιωπή, πως τυχερός και πάλι εσύ θ’ αρπάξεις το φλουρί! Άλλοτε πάλι σπεύδεις να χαρείς. Νομίζεις κάτι ωραίο αρχίζει, βιάζεσαι να το γευτείς. Κι όταν έρθει η ώρα ν' ανοίξει η Πανδώρα το κουτί με δυσκολία αντέχεις τη λύπη αυτή που θ’απλωθεί. «Μη βιάζεσαι» στο λέω απλοϊκά. Θα μπουν στην ώρα τους τελείες και θαυμαστικά. Άσε Τη Μπόρα Να Περάσει Πώς να δουλέψει ο χτίστης όταν ο άνεμος φυσάει; Πώς να φτιαχτεί το σπίτι όταν η γη βροντοκοπάει; Στάσου λοιπόν για λίγο ανθρωπάκο. Άσε τη μπόρα να περάσει… Δώσε της χρόνο ν’ ακουστεί, να εκφραστεί και να φωνάξει. Όπως το πλοίο που αργεί να φτάσει στο λιμάνι κι αυτή πριν να κοπάσει ζητά να ξεθυμάνει. Τα υλικά φυλάγονται. Οι μηχανές σιωπούν. Ψυχές και σώματα προσμένουνε, ώσπου ξανά ν' αγωνιστούν Ησυχία Μόνο στη σιωπή μπορώ να γράψω. Μόνο στη σιωπή μπορώ να ρίξω πινελιές. Μόνο στη σιωπή μπορώ να φτιάξω πύργους ψηλούς κι αστροφεγγιές. Τη μοναξιά μην τη φοβάσαι. Εκεί είναι αρχόντισσα η σιωπή που θα σε κάνει καλλιτέχνη, επαναστάτη ποιητή. Δε λησμονώ το θόρυβο της πόλης. Κάθε άλλο... Εκεί είναι αρχόντισσα η ζωή που θα σου δώσει έμπνευση, μια άλλη γαλήνη μυστική. Εν-όραση Ψευδαισθήσεις, εμμονές ακόμη και όνειρα ορθώνονται μπροστά, σου κόβουν τη θέα... Πώς να δεις τώρα καθαρά; Η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη! Καν’ τα όλα σύννεφα. Το νέφος εύκολα μπορείς να το διαπεράσεις. Πού ξέρεις; Στο δρόμο μπορεί και να εξανεμιστεί. Κάνε γρήγορα. Η αλήθεια περιμένει. Η όραση αίσθηση υψηλή. Η εν-όραση όμως ύψιστη αρετή. Κύκλοι Ήρθες κι εσύ ξαφνικά, όχι τυχαία κι ας σωριάζονται χάμω τα «γιατί», όχι μοιραία αφού ήσουν δικιά μου επιλογή. Κι εσύ ένας υπηρέτης του χιλιοειπωμένου αυτού ρητού: «Άνοιξε ο κύκλος, έκλεισε, ας πάμε τώρα κάπου αλλού...» Δεν έτυχε ν’ ακούσεις για εκείνους τους κύκλους τους χρυσούς που ανοίγουν μα δεν κλείνουν μήτε στους άγριους καιρούς. Φύγε! Φύγε μακριά… να πάρουνε τη θέση σου άλλα... αληθινά... Άνθρωποι «Σιωπηλοί» Παράξενοι αυτοί οι άνθρωποι. Η αλήθεια τους κάπως στο βάθος στριμωγμένη, πάντα θολή, στη θέαση των ματιών μου μπερδεμένη. Το κολύμπι στη θάλασσα τους επικίνδυνο. Πού να πιαστώ; Τί να κρατήσω για σωσίβιο; Τους βλέπω στα μάτια, αλλά και πάλι κάθε μου σκέψη μια αναπάντητη ερώτηση. Καμία ασφάλεια. Καμία σιγουριά. Εμπιστοσύνης χρώμα πουθενά. Δε λέω, η μυστική διάθεση γοητευτική. Φτάνει όμως ποτέ στ’ αυτιά μου ακέραια της ψυχής τους η φωνή; Τί να πιστέψω και τί ν' αφήσω να χαθεί; Τί να φυλάξω και τί να διώξω απ' το σακί; Αυθόρμητα απλώνω εγώ το χέρι, θέλω ν' ακούσω, να νοιαστώ. Το καμπανάκι όμως χτυπάει και φωνάζει μοναχά ν’ αφουγκραστώ... Δώρο Ακριβό Λεν για τη φωνή της είναι ωραία, σαν δώρο τυλιγμένο στο κουτί, πανάκριβη και πώς να μην είναι; Θεός την έχει χαρίσει! Αλλά αυτή η φωνή δεν τραγουδάει μονάχα... Θυμωμένη ουρλιάζει. Πικραμένη ειρωνεύεται. Φοβισμένη αμύνεται, μα τρέμει. Κι η "τυχερή" εκείνη που κάποτε είχε ανοίξει το κουτί, να την ακούει δεν αντέχει. Κι όμως... Δε σταματά να την ξοδεύει μ’ αυτό τον τρόπο ανελέητα. ... Φύλαξε κοριτσάκι την ακριβή φωνή σου, σκόρπα μονάχα τη ζεστασιά της. Η φασαρία μόνο φασαρία κάνει... Έμφυτα Χαρίσματα Αυτά μόνο υπάρχουν μέσα μας, εκείνα τα καλά που μας χαρίστηκαν, εκείνα τα καλά που αυθόρμητα δουλεύουν. Γιατί τα άλλα που αποκτήσαμε, ή βάλαμε στόχο να κερδίσουμε κάποια στιγμή θα κλονιστούν Και ποιος αντέχει τη μυρωδιά του κλονισμού; "Ευχαριστώ" Είπε Μια Φωνή... Δεν έφυγε το ευχαριστώ, ταλαντεύεται ακόμη σε κάποιων το λαρύγγι. Δε σκούριασε από τον καιρό, λάμπει ακόμη σαν κρυστάλλινο ποτήρι. Είχα δει τα μάτια της καθώς μ’ αναζητούσε, κάτι ήθελε να πει, κανένας δισταγμός δεν την κρατούσε. Και τότε με πλησίασε, το χαμόγελο ήταν γλυκό. Απλά με ευχαρίστησε κι ήταν το ‘ευχαριστώ’ αληθινό. Δεν ήταν ο λόγος της φανταχτερό στολίδι που ίσως να με έσπρωχνε για υποκλίσεις στο σανίδι. Δεν ήταν χειροκρότημα που ο ήχος του φαντάζει και μέχρι να σβήσει, να χαθεί, γελαστός ο εγωισμός γιορτάζει. Είπε μονάχα ευχαριστώ, για εκείνη τη σιωπηλή στιγμή που ένα «τραγούδι» ζωντανό για λίγο της έδωσε πνοή. Νομίσματα νόμισμα ~ νομίζω Νομίζουν πως τα ξέρουν όλα και πως πάντα θα νικάνε. Νομίζουν πως λαμποκοπώντας το χρόνο μας θα κυβερνάνε. Νομίζουν πως αξία σημαίνει αριθμός. Νομίζουν πως ο πλούσιος είναι ο ισχυρός. Νομίζουν... Ας τους πει κάποιος την αλήθεια, πως όλα αυτά είναι παραμύθια! Νόμισμα... Ένα κούφιο μέταλλο είναι. Θα επιπλεύσει αν το ρίξεις στο νερό. Ολιγάρκεια Φωνάξτε, βρίστε, οργιστείτε, χτυπήστε τα πόδια σας στο πάτωμα, ρίξτε σαϊτιές, πύρινα βέλη, σκίστε τετράδια, παρτιτούρες. Κλάψτε με όλη σας τη δύναμη. Κάποτε μια λέξη θα σας είναι αρκετή. Ποιά; Η σιωπή... Η Πίκρα Που Γίνεται Συγχώρεση Μέρες τώρα πικραμένος σαν τσακισμένο στάχυ. Θέλεις να σβήσεις το άδικο που σε βαράει στην πλάτη. Πνιγμένος στο παράπονο γυρεύεις τρόπους να αμυνθείς, μα πίσω γυρνάει «μπούμερανγκ» και πού να τρέξεις να κρυφτείς; Σταμάτα λοιπόν! Μην την χαϊδεύεις άλλο! Το βλέπεις... σε στοιχειώνει. Πώς πλάθουν το ζυμάρι και του αλλάζουν σχήμα; Έτσι κι εσύ την πίκρα σου άλλαξε. Καν' την "συγγνώμης" ποίημα. Άνθρωποι Που Αγαπούν -Υπάρχουν; -Υπάρχουν κάπου, δε μπορεί... Είναι εκείνοι που τολμούν. Εκείνοι που κοιτάνε μέσα... αλλά πρώτα έχουν κοιτάξει ψηλά! Εκείνοι που τα μάτια ανοιγοκλείνουν μπροστά στην ομορφιά, μπροστά στην ασκήμια. Ανοιγοκλείνουν τα μάτια χωρίς να φοβηθούν... Είναι εκείνοι που τραγουδούν, αλλά δεν ξεχνούν τα λόγια. Κι η φωνή τους σε ταξιδεύει σ’ ένα κόσμο αλλιώτικο. Σίγουρα υπάρχουν! Φέρνω κάποιους στο μυαλό... Άτιτλο ΙΙ Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Μια εικόνα χίλια ποιήματα. Μια εικόνα χίλιες σκέψεις. Μια εικόνα χίλια βήματα. Νηρηίδα Νύμφη Κλείνω τα μάτια κι αρχίζω το υδάτινο ταξίδι. Ρυάκια και πηγές με ξελογιάζουν κι ας είναι το τραγούδι τους αλαργινό. Δε μου φτάνει όμως το άκουσμα. Ζητούν κι οι κόρες των ματιών παρηγοριά. Είναι ωραία να βλέπεις το νερό... Είναι ωραία να βλέπεις κάτι που συνέχεια κινείται. Αυτό ζηλεύω πιο πολύ που συνέχεια κινείται. Για λίγο στέκομαι στη γέφυρα εκείνη την αγαπημένη σκυφτή να βλέπω το ποτάμι που στη ράχη των Άλπεων ανεβαίνει. Θαύμα! Η ώρα όμως πέρασε. Η θάλασσα της Μεσογείου με περιμένει. Θέλει κι αυτή κάτι να μου πει! Μάθημα Μουσικής Εμείς ψελλίζαμε τις νότες και με το κύμα Εσύ κρατούσες το ίσο. Ταβάνι του ωδείου ο ουρανός κι o αέρας μαζί μας κοινωνός. Πώς να συγκεντρωθώ εγώ στο μάθημα; Είναι κάποιες στιγμές μοναδικές που κρύβουν μέσα τους αλήθειες μυστικές... |
Γεννημένος στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου του 1925 και σε ηλικία 7 ετών,
μετά το χωρισμό των γονιών του, έρχεται να ζήσει στην Αθήνα με τη μητέρα
του, ενώ ήδη λαμβάνει μαθήματα μουσικής από τα τέσσερά του χρόνια. Στην
Αθήνα συνεχίζει τις σπουδές του και γνωρίζεται με καλλιτέχνες και
διανοούμενους όπως οι Ν. Γκάτσος, Γ. Σεφέρης, Ο. Ελύτης, Α. Σικελιανός
και Γ. Τσαρούχης. Το 1944 ο Μάνος Χατζιδάκις πραγματοποιεί την πρώτη
του εμφάνιση ως συνθέτης στο θέατρο, συμμετέχοντας στο έργο του Αλέξη
Σολωμού «O Τελευταίος Ασπροκόρακας», στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Την επόμενη χρονιά συνθέτει την πρώτη του μουσική επένδυση για ταινία,
για το κινηματογραφικό έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι».
Τα επόμενα χρόνια, ο Χατζηδάκις εργάζεται σε θέατρο και κινηματογράφο
και μέσα στη δεκαετία του 1950 παρουσιάζει τα πρώτα του μπαλέτα. Το 1960
κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά»,
στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», με πρωταγωνίστρια την
αγαπημένη του φίλη Μελίνα Μερκούρη. Tο τραγούδι αυτό συμπεριλαμβάνεται
και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα αλλά ο ίδιος ο
Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του
προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία ο ίδιος απεχθάνεται και
καταλήγει να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της. Τα επόμενα δυο χρόνια
διατελεί διευθυντής της «Πειραματικής Ορχήστρας Αθηνών» την οποία ίδρυσε
ο ίδιος.
Το 1966 ο Ζυλ Ντασσέν, η Μελίνα Μερκούρη και ο Μάνος Χατζηδάκις
βρίσκονται στην Αμερική για να ανεβάσουν τη θεατρική εκδοχή του «Ποτέ
την Κυριακή» στο Μπρόντγουεϊ – και εκεί τους βρίσκουν τα νέα για το
στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. «Ούτε φοβάμαι τον τόπο
μου ούτε την κυβέρνησή του κι ούτε έχω πάρει τη θέση του εξόριστου.
Γνωρίζω καλά πως και ο Καραμανλής να ‘τανε στην Ελλάδα κυβερνήτης, εγώ
θα ‘μουν εδώ που βρίσκομαι. Θέλω να καταλάβεις: Δεν μπορεί να υπάρχει
συνέχειά μου στην Αθήνα (…) Καιρός πια να "παντρέψω" την ελληνική μου
ουσία με το παγκόσμιο σήμερα, όπως ακριβώς υπάρχει στις μέρες μας και
όχι να επαναλαμβάνω τα "γραφικά" στοιχεία της "μεγαλοφυΐας" μου (…) Δεν
ζω την Αμερική τυχοδιωκτικά ή τουριστικά. Την ζω σαν Έλληνας με παράδοση
όσο χιούμορ κι αν έχει στο μεταξύ αποκτήσει η φράση αυτή» γράφει ο
ίδιος για τους λόγους που βρίσκεται στο εξωτερικό.
Η στάση του πληγώνει την επιστήθια φίλη του Μελίνα Μερκούρη και για λίγα
χρόνια δεν έχουν καμία επικοινωνία. Δυο χρόνια αργότερα, όμως, οι
επιστολές του έχουν διαφορετικό ύφος: «Η απόφασή μου είναι να μην
ξαναπατήσω στην Ελλάδα όσο θα υπάρχουν αυτοί οι αλήτες που κυβερνάνε
σήμερα. Κάθε μέρα κι αποκαλύπτεται μια πιο εφιαλτική πραγματικότητα, που
οι "κύριοι" αυτοί ανεξέλεγκτα επιβάλλουν». «Οι δίκες, οι ποινές που
επιβάλλουν, τα γεγονότα της Κύπρου, η βαθιά ανηθικότητά τους, μ’ έχουν
κάμει βαθιά απελπισμένο για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας….Θα
ησυχάσω μόνο σαν τους δω κρεμασμένους στο Σύνταγμα, τους σημερινούς
παράγοντες και κυβερνήτες. Όχι μόνον τους Παπαδόπουλο και Σία, αλλά και
όλα τα ανώνυμα ζωύφια που χρόνια τώρα και μ’ όλες τις καταστάσεις,
κυβερνάν πραγματικά την χώρα. Γι’ αυτό και δεν υποστηρίζω θνησιγενείς
αλλαγές. Γι’ αυτό και υπήρξα εναντίον κάθε "προοδευτικής" κινήσεως. Το
κράτος δεν λειτουργούσε με προοδευτικές κυβερνήσεις. Γιατί είναι
φτιαγμένο από χωροφύλακες. Με τον Παπαδόπουλο βρήκε την ταυτότητά του.
Να μια ευκαιρία να ξεριζωθεί. Η Μόνη».
Ο Μάνος Χατζηδάκις έχει χαρακτηριστεί ως «δεξιών» πολιτικών πεποιθήσεων,
γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η προσωπική φιλία του με τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή. Ωστόσο, ο μεγάλος καλλιτέχνης αποκαλεί τον εαυτό του
«φιλελεύθερο αστό» και η στάση του προς πρόσωπα και καταστάσεις τον
τοποθετεί πάνω από οποιοδήποτε στενόμυαλο χαρακτηρισμό. «Περιφρονώ
αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα,
τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους
συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε
λογής χυδαιότητα» γράφει ο ίδιος.
«Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την
ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και
απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής
μουσικής, των Ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα
σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά,
προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις
ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο
Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές
διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι
από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να
με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ' όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό
γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα».
Επόμενο βήμα του Μάνου Χατζηδάκι, μετά το Τρίτο Πρόγραμμα που έγινε
σημείο αναφοράς στο ελληνικό ραδιόφωνο, η «Ορχήστρα των Χρωμάτων» την
οποία διευθύνει μέχρι το τέλος της ζωής του, δίνοντας 20 συναυλίες
ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Όλα αυτά τα χρόνια το όνομά του δεν
απουσιάζει από την ελληνική δισκογραφία, ενώ από τη μέρα του θανάτου του
έως σήμερα, έχουν κυκλοφορήσει τουλάχιστον 19 δίσκοι με το όνομά του.
Αναδημοσιεύουμε
το άρθρο του Μάνου Χατζηδάκι, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Το
Τέταρτο» με αφορμή τα επεισόδια που έγιναν το Μάιο του 1986, λίγους
μήνες μετά τη δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά από αστυνομικό.
«Μια μωβ σκιά Μαΐου ξάπλωσε στον τόπο. Όσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και
στη Νομική Σχολή. Και στην οδό Σκουφά και Σόλωνος, Μαυρομιχάλη και
Ιπποκράτους ενόχλησαν τους Έλληνες πολίτες και αγανάκτησαν τον Τύπο
ολόκληρο. Γιατί δεν τους εξολοθρεύουν και δεν τους σπάνε το κεφάλι.
Γιατί δεν ρίχνουν δακρυγόνα. Και η Σύγκλητος και οι φοιτητές όλων των
παρατάξεων, όλοι αγανακτισμένοι με τα τριάντα-εκατό παιδιά που δεν το
βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει
μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους.
Που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα,
προπηλακίζονται ατελείωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται
εξευτελισμούς. Κι ο προπηλακισμός αρχίζει από τον δάσκαλο, τον επιστάτη
του σχολείου, από τον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, απ’ τον
καθηγητή και τον δημόσιο λειτουργό ως τον δημόσιο υπάλληλο, από τους
αξιωματικούς κι εκπαιδευτές στο κέντρο κατατάξεως ως τον τυχαίο
μοτοσικλετιστή της τροχαίας που θα του ζητήσει άδειες, ταυτότητες και
πιστοποιητικά. Ως τον γιατρό του νοσοκομείου που θα τον πάνε σηκωτό,
ύστερα από τη γροθιά του οργάνου της τάξεως. Και το γνωρίζουμε πολύ
καλά. Εξύβριση αρχής – έτσι ονομάζεται η απαίτηση εξηγήσεων. Χειροδικία
κατά της αρχής – έτσι είθισται να αποκαλείται η ενστικτώδης κίνηση του
αμυνόμενου νέου. Και η ιστορία δεν έχει τέλος. Η ανωνυμία και η
εισαγγελική αρχή θα του προσφέρει ή μια τραυματική αγανάκτηση ισόβια ή
τον επιζητούμενο από την πολιτεία ευνουχισμό του.
Αυτή είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και, δυστυχώς, γνησίως ελληνική
τα πρόσφατα και τελευταία σαράντα χρόνια – όσα είχα δηλαδή την ευτυχία
να ζήσω σαν επώνυμος πολίτης εις τούτον τον ένδοξον κατά τα άλλα τόπον
μας. Μια μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα. Κι όμως δεν βρέθηκε ένας
δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν’ αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να
καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους. Σκουφά,
Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους. Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη
σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων. Οι νεαροί των Εξαρχείων να
παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους
χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη,
με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι
αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών
ή εμπρησμών.
Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή
είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί με «επιτυχία», να πάρει τις
διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου… κατά του εγκλήματος. Την ίδια ώρα
που δολοφονούνται εκδότες και οι δολοφόνοι δεν ανευρίσκονται.
Δολοφονούνται πολίτες και οι δολοφόνοι δεν αποκαλύπτονται. Πεθαίνουν
νέοι από ξυλοδαρμούς και οι δράστες κυκλοφορούν ανενόχλητοι και, τέλος,
δεν… ανακαλύπτονται. Την ίδια ώρα η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν
μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’
αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε
τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δε συνήθισαν στην «παρουσία του
τέρατος». (…) Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με
απορία κι αγανάκτηση για ό, τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και
σας αγαπώ.»
Ο Μάνος Χατζηδάκις έφυγε το 1994, αλλά είναι και πάλι τα δικά του λόγια
που ταιριάζουν καλύτερα για να περιγράψουν την προσωπικότητα και το έργο
του: «Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο
σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει
τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την
οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια. Δεν είναι το
τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία.
Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη
του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια
μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες
λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες...».
Πηγή: tvxs
.