Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΕΘΟΥΣΑ.



      Η Κυριακή Χριστοδούλου είναι μια απλή φιλόλογος με μεταπτυχιακά στη Γαλλία, που αγαπά το λόγο κι όλες τις σημασίες που περικλείονται σ’ αυτόν. Γεννήθηκε στις 14 Απρίλη 1984 στη Λευκωσία. Ακούει, τραγουδά μουσική, διαβάζει σελίδες από βιβλία και περιοδικά, μιλά με τους ανθρώπους γύρω της, γράφει...

----------------------------------------------------------------
 Αλήθειες Μυστικές...
Μόνη ζω σε κάτι σπηλιές,
το άνοιγμά τους μικρό,
αλλά το βάθος τους μεγάλο.
Στο βράχο λαξευμένοι στίχοι
κι η φωνή να κεντάει μουσικές,
ψέλνει «πονάω, δεν μπορώ»
ψέλνει «αγαπάω, ευχαριστώ»
κι η ηχώ διαπεραστική ταξιδεύει
μέχρι να σβήσει στου Θεού τη γειτονιά...

Διαβάζω, Ακούω, Ταξιδεύω...

Σκόρπιες γραφές
αφήνουν τα σημάδια τους σιωπηλά,
χτίζουν ανθρώπους,
χαράσσουν ευθείες,
φυτεύουν συναισθήματα.
Κι εγώ συνεχίζω να διαβάζω...
Νότες γλυκές
σκαλίζουν τους κήπους της καρδιάς,
διώχνουν κακίες,
ζεσταίνουν το πνεύμα,
στήνουνε αγάλματα.
Κι εγώ συνεχίζω να ακούω...
Συνεχίζω να ταξιδεύω.
Συνεχίζω να προσεύχομαι.
Συνεχίζω να γεμίζω με όλα τούτα...

Ρυθμός - Αρμονία
Γράμματα, λέξεις, λογισμοί
όλα κινούνται ρυθμικά,
βαδίζουν ίσως φοβισμένα,
μα έχουν τα μάτια τους ψηλά.
Βήματα ισορροπημένα,
βήματα αρμονικά
μέσα στο χρόνο αφημένα
ζητούν ταυτότητα επιτακτικά.
Σύμβολα, νότες, καημοί
στις πέντε γραμμές επάνω
σμίγουν, χορεύουν με ρυθμό
κι όλο ανεβαίνουνε πιο πάνω.
Ακούσματα ισορροπημένα,
ακούσματα αρμονικά
μέσα στο Σύμπαν πεταμένα
ζητούν ψυχές να μπουν μέσα κρυφά. 
Άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί
όνειρα φτιάχνουν μυθικά,
παλεύουν κρατώντας τα σφιχτά,
ζουν κι έχουν το χέρι στην καρδιά.
Βιώματα ισορροπημένα,
βιώματα αρμονικά
μέσα στο σώμα φυλαγμένα
του δίνουν χρώμα και φτερά.
Το ξαναλέω, με ρυθμό...
Να της ζωής το μυστικό,
για να υπάρχει στο νόημά της μελωδία!
Μια Νύχτα «Βροχερή»
Τρεμοπαίζει το δάκρυ μέσα στα μάτια
πίσω είναι ένα άλλο που σπρώχνει
πιο πίσω κι άλλο...
Ένα ένα γλιστρούν
και κάθε φορά
εύχεσαι να ‘ναι το τελευταίο.
Όμως δεν είναι...
Πάντα εμφανίζεται ένα άλλο
κι αυτό ταλαιπωρημένο
απ' τα σπρωξίματα κάποιου άλλου.
Και τα δάκρυα σε διασχίζουν ασταμάτητα...
Περίμενε λίγο ακόμα, περίμενε…
Θα φανεί και το τελευταίο. Δε θα φανεί;
Βλέπω σου μούσκεψαν για τα καλά το μαξιλάρι.

Και να που η «βροχή» σταμάτησε!
Κοιμήσου τώρα...

         Άτιτλο
Είναι πολύ σκληρός.
Είναι πολύ σκληρός αυτός ο πόνος!
Παρ’ τον Θεέ μου... Σου τον χαρίζω.
Ήταν η ψυχή μου γι’ αυτόν αναπαυτική πολυθρόνα.
Εκείνος όμως ένας κουραστικός επισκέπτης.
Παρ’ τον και πέταξε τον στα σκουπίδια.
Πρόσεξε!
Μη σου πέσει κατά λάθος και θρονιαστεί κάπου αλλού.
Μόνο στα σκουπίδια...
  Ένοχος
«Αιδώς Αργείοι» τραντάζει μέσα μια φωνή.
Γυμνός γυρεύω κάπου να κρυφτώ.
Δε λήστεψα, δε σκότωσα, δεν έκρινα.
Αλλά ποιος είπε πως μόνο αυτά σε ξεγυμνώνουν;
Ποιος είπε πως μόνο αυτά σε ξεφτελίζουν;
Πάλι το βράδυ δε θα κοιμηθώ.
Πάλι για μήνες δε θα μπορώ να ονειρευτώ...
-Μα τι συμβαίνει;
-Τι είναι αυτό που δεν αντέχεις;
Ήξερα πόσο ακριβό ήταν το τραγούδι μου
και το σκόρπισα...
Ήξερα πόσο ακριβή ήταν η ψυχή μου
και τη μάτωσα...
Αυτό!
  Θ' Αντέξω;
Δεν μπορώ μέσα μου να πιστέψω, πως αυτή η θλίψη θα μείνει εκεί αιώνια...
Πάει πολύς καιρός όμως που δε λέει να φύγει.
Κάποτε βέβαια βγαίνει έξω για μια βόλτα.
Είναι τόσο ανυπόφορη που ούτε και η ίδια αντέχει τον εαυτό της,
έτσι ένας περίπατος ίσως την ξεκουράζει κι αυτήν...
Πάντα όμως επιστρέφει...
Κι εγώ «ευγενική» και «φιλόξενη»,
πάντα της ανοίγω την πόρτα,
ανήμπορη να αντιδράσω αλλιώς.
Θέλω να φύγει.
Πρέπει να κάνω κάτι για να τη διώξω,
αλλά να μην επιστρέψει την επόμενη φορά.
Πες μου τί;

Τί κι αν έχει χρώμα γαλανό;
Τί κι αν είναι γκρίζα, εκείνο το γκρίζο το θολό;
Τί κι αν έχει όψη σκοτεινή;
Τί κι αν μ' ένα χαμόγελο με ξεγελά;
Τί κι αν μοιάζει με αϊτό;
Τί κι αν μοιάζει με σπουργίτη;
"Θλίψη" μου είπε πως τη λένε.
Θέλει κι αυτή λίγη συντροφιά...
Δε λέω... με κρατάει,
αλλά με πάει πού;
Κι όλο τη ρωτάω:
-Θ' αντέξω;

Υπομονή
Ύ πνος
Π υρωμένος
Ό νειρα
Μ οναχικά
Ο δύνη
Ν υχτερινή
Η μερησίως
Αλήθεια, γιατί τη λένε αρετή;
...

Όχι, δεν είναι αυτό υπο-μονή
Tης λείπει το χαμόγελο
εκείνο το καρτερικό.

Τώρα είναι απλά
μια στεγνή ανα-μονή.

Πάντα Βιαστικός
Πάντα βιάζεσαι να κλάψεις,
στα μαύρα ρούχα να ντυθείς.
Βιάζεσαι εσύ να ορίσεις
ποια θα 'ν' τα λόγια της επόμενης στιγμής.

Βιάζεσαι συχνά τα "θέλω" σου να πνίξεις,
χλωμός και κουρασμένος,
σα γερασμένος μίσχος να λυγίσεις.

Δεν περιμένεις να δεις τι κρύβει η σιωπή,
πως τυχερός και πάλι εσύ θ’ αρπάξεις το φλουρί!
Άλλοτε πάλι σπεύδεις να χαρείς.

Νομίζεις κάτι ωραίο αρχίζει,
βιάζεσαι να το γευτείς.
Κι όταν έρθει η ώρα 
ν' ανοίξει η Πανδώρα το κουτί
με δυσκολία αντέχεις
τη λύπη αυτή που θ’απλωθεί.

«Μη βιάζεσαι» στο λέω απλοϊκά.
Θα μπουν στην ώρα τους τελείες και θαυμαστικά.

Άσε Τη Μπόρα Να Περάσει

Πώς να δουλέψει ο χτίστης
όταν ο άνεμος φυσάει;
Πώς να φτιαχτεί το σπίτι
όταν η γη βροντοκοπάει;
Στάσου λοιπόν για λίγο ανθρωπάκο.
Άσε τη μπόρα να περάσει…
Δώσε της χρόνο ν’ ακουστεί,
να εκφραστεί και να φωνάξει.
Όπως το πλοίο
που αργεί να φτάσει στο λιμάνι
κι αυτή
πριν να κοπάσει ζητά να ξεθυμάνει.
Τα υλικά φυλάγονται.
Οι μηχανές σιωπούν.
Ψυχές και σώματα προσμένουνε,
ώσπου ξανά ν' αγωνιστούν

      Ησυχία

Μόνο στη σιωπή μπορώ να γράψω.
Μόνο στη σιωπή μπορώ να ρίξω πινελιές.
Μόνο στη σιωπή μπορώ να φτιάξω
πύργους ψηλούς κι αστροφεγγιές.

Τη μοναξιά μην τη φοβάσαι.
Εκεί είναι αρχόντισσα η σιωπή
που θα σε κάνει καλλιτέχνη,
επαναστάτη ποιητή.
Δε λησμονώ το θόρυβο της πόλης.
Κάθε άλλο...
Εκεί είναι αρχόντισσα η ζωή
που θα σου δώσει έμπνευση,
μια άλλη γαλήνη μυστική.

      Εν-όραση
Ψευδαισθήσεις, εμμονές
ακόμη και όνειρα ορθώνονται μπροστά,
σου κόβουν τη θέα...
Πώς να δεις τώρα καθαρά;
Η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη!
Καν’ τα όλα σύννεφα.
Το νέφος εύκολα μπορείς να το διαπεράσεις.
Πού ξέρεις;
Στο δρόμο μπορεί και να εξανεμιστεί.
Κάνε γρήγορα. Η αλήθεια περιμένει.
Η όραση αίσθηση υψηλή.
Η εν-όραση όμως ύψιστη αρετή.

    Κύκλοι
Ήρθες κι εσύ ξαφνικά,
όχι τυχαία
κι ας σωριάζονται χάμω τα «γιατί»,
όχι μοιραία
αφού ήσουν δικιά μου επιλογή.

Κι εσύ ένας υπηρέτης του χιλιοειπωμένου αυτού ρητού:
«Άνοιξε ο κύκλος, έκλεισε, ας πάμε τώρα κάπου αλλού...»
Δεν έτυχε ν’ ακούσεις για εκείνους τους κύκλους τους χρυσούς
που ανοίγουν μα δεν κλείνουν
μήτε στους άγριους καιρούς.

Φύγε!
Φύγε μακριά…
να πάρουνε τη θέση σου
άλλα... αληθινά...

Άνθρωποι «Σιωπηλοί»
Παράξενοι αυτοί οι άνθρωποι.
Η αλήθεια τους κάπως στο βάθος στριμωγμένη,
πάντα θολή,
στη θέαση των ματιών μου μπερδεμένη.
Το κολύμπι στη θάλασσα τους επικίνδυνο.
Πού να πιαστώ;
Τί να κρατήσω για σωσίβιο;
Τους βλέπω στα μάτια,
αλλά και πάλι
κάθε μου σκέψη
μια αναπάντητη ερώτηση.
Καμία ασφάλεια.
Καμία σιγουριά.
Εμπιστοσύνης χρώμα πουθενά.
Δε λέω, η μυστική διάθεση γοητευτική.
Φτάνει όμως ποτέ στ’ αυτιά μου ακέραια
της ψυχής τους η φωνή;
Τί να πιστέψω
και τί ν' αφήσω να χαθεί;
Τί να φυλάξω
και τί να διώξω απ' το σακί;
Αυθόρμητα απλώνω εγώ το χέρι,
θέλω ν' ακούσω, να νοιαστώ.
Το καμπανάκι όμως χτυπάει
και φωνάζει μοναχά ν’ αφουγκραστώ...
   Δώρο Ακριβό
Λεν για τη φωνή της
είναι ωραία,
σαν δώρο τυλιγμένο στο κουτί,
πανάκριβη
και πώς να μην είναι;

Θεός την έχει χαρίσει!
Αλλά αυτή η φωνή
δεν τραγουδάει μονάχα...
Θυμωμένη ουρλιάζει.
Πικραμένη ειρωνεύεται.
Φοβισμένη αμύνεται,
μα τρέμει.

Κι η "τυχερή" εκείνη
που κάποτε είχε ανοίξει το κουτί,
να την ακούει δεν αντέχει.
Κι όμως...
Δε σταματά να την ξοδεύει
μ’ αυτό τον τρόπο
ανελέητα.

...

Φύλαξε κοριτσάκι την ακριβή φωνή σου,
σκόρπα μονάχα τη ζεστασιά της.
Η φασαρία μόνο φασαρία κάνει...

     Έμφυτα Χαρίσματα

Αυτά μόνο υπάρχουν μέσα μας,
εκείνα τα καλά που μας χαρίστηκαν,
εκείνα τα καλά που αυθόρμητα δουλεύουν.
Γιατί τα άλλα που αποκτήσαμε,
ή βάλαμε στόχο να κερδίσουμε
κάποια στιγμή θα κλονιστούν
Και ποιος αντέχει τη μυρωδιά του κλονισμού;


"Ευχαριστώ" Είπε Μια Φωνή...
Δεν έφυγε το ευχαριστώ,
ταλαντεύεται ακόμη σε κάποιων το λαρύγγι.
Δε σκούριασε από τον καιρό,
λάμπει ακόμη σαν κρυστάλλινο ποτήρι.
Είχα δει τα μάτια της καθώς μ’ αναζητούσε,
κάτι ήθελε να πει,
κανένας δισταγμός δεν την κρατούσε.
Και τότε με πλησίασε,
το χαμόγελο ήταν γλυκό.
Απλά με ευχαρίστησε
κι ήταν το ‘ευχαριστώ’ αληθινό.
Δεν ήταν ο λόγος της φανταχτερό στολίδι
που ίσως να με έσπρωχνε για υποκλίσεις στο σανίδι.
Δεν ήταν χειροκρότημα που ο ήχος του φαντάζει
και μέχρι να σβήσει, να χαθεί, γελαστός ο εγωισμός γιορτάζει.
Είπε μονάχα ευχαριστώ, για εκείνη τη σιωπηλή στιγμή
που ένα «τραγούδι» ζωντανό για λίγο της έδωσε πνοή.
    Νομίσματα

νόμισμα ~ νομίζω
Νομίζουν πως τα ξέρουν όλα και πως πάντα θα νικάνε.
Νομίζουν πως  λαμποκοπώντας το χρόνο μας θα κυβερνάνε.
Νομίζουν πως αξία σημαίνει αριθμός.
Νομίζουν πως  ο πλούσιος είναι ο ισχυρός.
Νομίζουν...
Ας τους πει κάποιος την αλήθεια,
πως όλα αυτά είναι παραμύθια!
Νόμισμα...
Ένα κούφιο μέταλλο είναι.
Θα επιπλεύσει αν το ρίξεις στο νερό.

    Ολιγάρκεια
Φωνάξτε, βρίστε, οργιστείτε,
χτυπήστε τα πόδια σας στο πάτωμα,
ρίξτε σαϊτιές, πύρινα βέλη,
σκίστε τετράδια, παρτιτούρες.
Κλάψτε με όλη σας τη δύναμη.
Κάποτε μια λέξη θα σας είναι αρκετή.
Ποιά; Η σιωπή...
Η Πίκρα Που Γίνεται Συγχώρεση
 
Μέρες τώρα πικραμένος
σαν τσακισμένο στάχυ.
Θέλεις να σβήσεις το άδικο
που σε βαράει στην πλάτη.

Πνιγμένος στο παράπονο
γυρεύεις τρόπους να αμυνθείς,
μα πίσω γυρνάει «μπούμερανγκ»
και πού να τρέξεις να κρυφτείς;
Σταμάτα λοιπόν!
Μην την χαϊδεύεις άλλο!
Το βλέπεις... σε στοιχειώνει.
Πώς πλάθουν το ζυμάρι και του αλλάζουν σχήμα;
Έτσι κι εσύ την πίκρα σου άλλαξε.
Καν' την "συγγνώμης" ποίημα.
Άνθρωποι Που Αγαπούν
-Υπάρχουν;
-Υπάρχουν κάπου, δε μπορεί...
Είναι εκείνοι που τολμούν.
Εκείνοι που κοιτάνε μέσα...
αλλά πρώτα έχουν κοιτάξει ψηλά!
Εκείνοι που τα μάτια ανοιγοκλείνουν
μπροστά στην ομορφιά,
μπροστά στην ασκήμια.
Ανοιγοκλείνουν τα μάτια
χωρίς να φοβηθούν...
Είναι εκείνοι που τραγουδούν,
αλλά δεν ξεχνούν τα λόγια.
Κι η φωνή τους σε ταξιδεύει
σ’ ένα κόσμο αλλιώτικο.
Σίγουρα υπάρχουν!
Φέρνω κάποιους στο μυαλό...

       Άτιτλο ΙΙ
Μια εικόνα χίλιες λέξεις.
Μια εικόνα χίλια ποιήματα.
Μια εικόνα χίλιες σκέψεις.
Μια εικόνα χίλια βήματα.
    Νηρηίδα Νύμφη
Κλείνω τα μάτια κι αρχίζω το υδάτινο ταξίδι.
Ρυάκια και πηγές με ξελογιάζουν
κι ας είναι το τραγούδι τους αλαργινό.
Δε μου φτάνει όμως το άκουσμα.
Ζητούν κι οι κόρες των ματιών παρηγοριά.
Είναι ωραία να βλέπεις το νερό...
Είναι ωραία να βλέπεις κάτι που συνέχεια κινείται.
Αυτό ζηλεύω πιο πολύ που συνέχεια κινείται.
Για λίγο στέκομαι στη γέφυρα
εκείνη την αγαπημένη
σκυφτή να βλέπω το ποτάμι
που στη ράχη των Άλπεων ανεβαίνει.
Θαύμα!
Η ώρα όμως πέρασε.
Η θάλασσα της Μεσογείου με περιμένει.
Θέλει κι αυτή κάτι να μου πει! 
  Μάθημα Μουσικής

Εμείς ψελλίζαμε τις νότες
και με το κύμα Εσύ κρατούσες το ίσο.
Ταβάνι του ωδείου ο ουρανός
κι o αέρας μαζί μας κοινωνός.
Πώς να συγκεντρωθώ εγώ στο μάθημα;  
Είναι κάποιες στιγμές μοναδικές
που κρύβουν μέσα τους αλήθειες μυστικές...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου