Αλέξανδρος Δαμουλιάνος : Για τα Μάτια του Ωραίου Αδοκίμαστου
Κρυώνω.
Όχι μη κοιτάς την δύση,
μη κρυώσει κι άλλο το σκοτάδι μέσα μας
και γδύσουν τ’ άστρα την ελπίδα
για να ζεσταθούν.
Όχι μη κοιτάς την δύση.
Κοίταζε εμένα.
Κοίτα με να μαδάω τα ανοιξιάτικα δάκρυα
των δέντρων.
Να βλέπω δέντρα
και το βλέμμα μου να εννοεί θάλασσα.
Όχι μη κοιτάς την δύση.
Πες μία επιπολαιότητα των φιλιών.
Πες «ένστικτο» τώρα που χάλασε
η πυξίδα των ματιών.
Πες «χέρι» που επιπλέει
ακόμα επάνω στα μαλλιά μου.
Πες «νύχτα» που διαβάζει
ακόμα άυπνη χέρια ελάχιστα.
Πες ότι θέλει η άρνηση σου να πει
και δεν βρίσκει λόγια.
Μόνο πες.
Μην κοιτάς πόσο φεύγω.
Και φεύγω γιατί σ’ αγαπώ.
Και σ’ αγαπώ γιατί είσαι η ζωή
που ποτέ δεν θα ζήσω.
Κάθε μέρα η σκέψη μου
περνάει απ’ τα χείλη σου,
ύστερα ξεκουμπώνει το σώμα σου
κι αφήνει ένα άωρο ξημέρωμα
στην πόρτα σου.
Όχι μη κοιτάς την δύση.
Όλα όσα έχω διαλέξει ως εδώ που είμαι
κρυώνουν όταν εσύ διαλέγεις
να κοιτάς μια κοινή δύση.
Όχι μη κοιτάς,
πρόσωπα που ζουν μονάχα
για να δύουν μη τα κοιτάς.
Στρέψε το σώμα σου
στα βόρεια της θέλησης σου.
Ρίξε άγκυρες τις φλέβες σου
στα χλωμά κοράλλια των κυττάρων μου.
Στίχοι απόκληροι που χρόνια χαράζω
με τα χείλη μου στην πλάτη σου
σε τραβάνε μέσα μου.
Και η ώρα μια τεχνητή φλέβα του χεριού σου
που μετρά τα χιλιόμετρα που κάνει ο ιδρώτας σου στο στήθος μου,
που μετρά πόσο λίγο περπατάς
πάνω στο αίμα μου,
που μετρά πόσο αργά φεύγω.
Και φεύγω γιατί σ’ αγαπώ.
Και σ’ αγαπώ γιατί είσαι η ζωή
που ποτέ δεν θα ζήσω.
Κι όσο λέω πως φεύγω
τόσο μένω.
Κι όσο μένω
τόσο φεύγεις εσύ,
τόσο αφήνω να με καπνίζει
ένα τελευταίο σου τσιγάρο,
τόσο αφήνω να σε φυγαδεύει η σιωπή
κρυφά από τα όνειρα
-γιατί ούτε και τα όνειρα
δεν μας θέλουν μαζί.
Όχι μη κοιτάς την δύση.
Είναι ακόμα νωρίς να μ’ αγαπάς.
Μη μ’ αγαπάς.
Δεν έχει για σένα η κόλαση κρεβάτι.
Μη μ’ αγαπάς.
Δεν είναι έτοιμος ο κόσμος να μ’ αγαπάς.
Μη μ’ αγαπάς.
Δεν είναι έτοιμος ο καιρός να μ’ αγαπάς.
Μη μ’ αγαπάς.
Δεν είναι έτοιμος παράδεισος να μ’ αγαπάς.
Μη μ’ αγαπάς.
Είναι νωρίς και αργά να μ’ αγαπάς.
Μα ποιος θα ποτίζει τον ουρανό σου
με δάκρυα όταν θα ‘χω πεθάνει,
όταν θα ‘χει πεθάνει η αντανάκλαση μου
στον καθρέπτη σου,
όταν θα ‘μαι μόνο μια ανάμνηση
των ανέμων που ‘φεραν τη ζωή μου
στα χέρια σου,
όταν θα ‘μαι μια ανάμνηση
της ίδιας μου της ζωής
στο πάνω πάνω ράφι
της αδιάβαστης θνητότητας μας
που δε θα φτάνει καμιά μνήμη
ούτε η δική σου ούτε της μάνας
καθώς με γέννησε μονάχα για να φεύγω.
Και φεύγω γιατί σ’ αγαπώ.
Και σ’ αγαπώ γιατί είσαι η ζωή
που ποτέ δεν θα ζήσω.
Όχι μη κοιτάς την δύση.
Αντίο. Δεν θα σε ξαναδώ
με την καρδιά που έχω.
Δεν θα σε ξαναδώ
με την καρδιά που θέλω.
Αχ, αγάπη ήρθες πάλι σε λάθος ζωή να με βρεις.
Από το βιβλίο του Αλέξανδρου Δαμουλιάνου : 62 ΧΑΪΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΕΝΑ- Εκδόσεις: ΓΚΙΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου