Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Ο ΝΙΤΣΕ ΩΣ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ & ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ & ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.


 Νίτσε ως κριτικός της κοινωνίας του χρήματος και του κράτους




Ο Νίτσε ως κριτικός της κοινωνίας του χρήματος και του κράτους


«Ο εκδικητικός τον λέει Νόμο,
κι ο τρελός Παιχνίδι,
Επιτακτικό , το Παιχνίδι του κόσμου,
Αναδύει το ον και την επίφαση»
Φ.ΝΙΤΣΕ




Ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Φ.Νίτσε την αστική κοινωνία , την κοινωνία που θέτει ως αξιακή προτεραιότητα το χρήμα , καθορίζεται από την ποιητικότητα της γραφής του και την απουσία συστηματικότητας στην σκέψη του.
Αν αναμένουμε απ’ αυτόν τις εκτενείς αναλύσεις της αστικής κοινωνίας , που συνδυάζουν διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους (όπως οικονομία , δίκαιο , ιστορία ,φιλοσοφία και συχνά θεολογία ) , σαν αυτές που συναντούμε στα έργα του Μάρξ ή του Μ.Βέμπερ , θα απογοητευτούμε. Ο λόγος του Νίτσε , υπαινικτικός ή αποφθεγματικός , περισσότερο χρησιμεύει ως έναρξη παρά ως κλείσιμο συζητήσεων. Η κριτική του κατευθύνεται προς τις αξίες , αποθεμελιώνοντας τις αξιακές προυποθέσεις του πρώιμου καπιταλισμού , ιδιαίτερα δε την εγκόσμια ασκητική του δυτικού χριστιανισμού.
Όσο επικριτικός είναι ο Νίτσε προς την κοινωνία του χρήματος, τόσο επιθετικός είναι προς τον ισχυρότερό αντίπαλό της , τον σοσιαλισμό , δίνοντας έτσι την βάση στον Λούκατς και σε άλλους να τον θεωρήσουν ως «ξεμοναχιασμένο πρόδρομο του Χίτλερ » , «θεμελιωτή του ιρασιοναλισμού της ιμπεριαλιστικής περιόδου » και ως «εχθρό του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού». Βεβαίως , σήμερα , οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι κατηγορίες αυτές είναι αβάσιμες ή αποτελούν προϊόν διαστρέβλωσης των σκέψεων του Νίτσε , από την αντισημίτρια αδελφή του Ε.Φόρστερ- Νίτσε. Ήδη ,από το 1941, ο Δ.Γληνός αποφαινόταν ότι στον λόγο του γερμανού φιλοσόφου καθρεφτίζονταν και προβάλλονταν δυναμικά «οι πόθοι και τα ιδανικά ενός νέου κόσμου που εξορμούσε για την κατάχτηση της ζωής ».
Οι αντιρρήσεις του Νίτσε προς τον καπιταλισμό είναι ουσιαστικά ίδιας ποιότητας με τις αντιρρήσεις του προς τον σοσιαλισμό. Ο δεύτερος αποτελεί την λογική προέκταση και όχι την αντίθεση στον πρώτο. Τα δύο κοινωνικά ρεύματα ευνοούν την ισοπέδωση του ανθρώπου , την λεηλασία της φύσης στο όνομα της προόδου και την αποθέωση του κράτους. Κατά τα άλλα , η νιτσεϊκή κριτική προς την παιδεία των κερδοσκόπων ,προς την μηχανική εργασία , προς τον ασφυκτικό έλεγχο του πολιτικού από το οικονομικό , προς το πολυεθνικό κεφάλαιο αλλά και προς τον εθνικισμό και τον γερμανικό σωβινισμό είναι ανάλογη προς την μαρξιστική. Συμμετέχουν συνεπώς και οι δύο σκέψεις στο μεγάλο ρεύμα κριτικής του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας , το οποίο χρωματίζεται από την ποικιλία όσο και την έλλειψη ομοφωνίας και σύμπνοιας για το τι πρόκειται ή πρέπει να διαδεχθεί τον καπιταλισμό.
Ο Νίτσε στους «Ανεπίκαιρους Στοχασμούς», και κυρίως στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον «Σοπενάουερ ως παιδαγωγό » , επιτίθεται στον «εγωισμό των κερδοσκόπων» , που στοχεύουν σ’ έναν «καταχρασμένο και εκμισθωμένο πολιτισμό».Οι κερδοσκόποι και ο χρηματοκρατούμενος πολιτισμός υπάγουν την παιδεία , αποκλειστικά στην υπηρεσία του κέρδους : «Γιατί υπάρχει ένα είδος καταχρασμένου και εκμισθωμένου πολιτισμού – ας κοιτάξουμε γύρω μας !Και ακριβώς οι εξουσίες , οι οποίες τώρα υποστηρίζουν , όσο πιο δραστήρια γίνεται τον πολιτισμό , έχουν υστερόβουλες σκέψεις , και δεν επικοινωνούν μαζί του με καθαρή αφιλόκερδη διάθεση .Εδώ βρίσκεται κατ’ αρχήν , ο εγωισμός των κερδοσκόπων , ο οποίος χρειάζεται τη συνδρομή του πολιτισμού , και , για να τον ευχαριστήσει γι’ αυτό , ανταποδίδει τη βοήθεια. Όμως , στο σημείο αυτό , θέλει βέβαια να δώσει δείγματα γραφής , συνάμα για το σκοπό και το μέτρο .Απ’ αυτήν την πλευρά προέρχεται εκείνη η δημοφιλής πρόταση και το αλυσιδωτό συμπέρασμα , το οποίο έχει περίπου ως εξής : όσο το δυνατό περισσότερο γνώση και εκπαίδευση , συνεπώς όσο το δυνατό μεγαλύτερη ανάγκη , γι’ αυτό όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος και ευτυχία – έτσι ηχεί ο απατηλός τύπος .Η μόρφωση θα προσδιοριζόταν απ’ τους οπαδούς της ως φρόνηση με την οποία , κάποιος , στις ανάγκες και την ικανοποίησή τους , θα γίνεται όλο και πιο επίκαιρος , αλλά και με την οποία , συγχρόνως , θα διαθέτει κάλλιστα όλα τα μέσα και τους δρόμους , για να κερδίσει , όσο το δυνατό πιο εύκολα , χρήματα. Το να εκπαιδεύουμε όσο το δυνατό περισσότερους τρέχοντες (courante) ανθρώπους , με την έννοια εκείνου , το οποίο ονομάζουν τρέχον σ΄ ένα νόμισμα .Αυτό επομένως θα ήταν ο σκοπός και σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη , τόσο πιο ευτυχισμένος θα είναι ένας λαός , όσο περισσότερο διαθέτει τέτοιους τρέχοντες ανθρώπους ».
Η Παιδεία στην υπηρεσία της παραγωγής και η παραγωγή στην υπηρεσία των κερδοσκόπων ( ή του κεφαλαίου κατά την μαρξιστική ορολογία ), αυτή είναι η κρυφή όψη της επέκτασης της παιδείας. Ο αστικός πολιτισμός απαιτεί να ταυτίσουμε την ευφυΐα με την ιδιοκτησία και τον πλούτο με τον πολιτισμό , ώστε : « κάθε μόρφωση , η οποία οδηγεί στη μοναχικότητα , η οποία θέτει σκοπούς πέρα από τα χρήματα και το κέρδος , η οποία καταναλώνει πολύ χρόνο , γίνεται εδώ αντικείμενο μίσους .Φροντίζουν επιμελώς να κατηγορήσουν τα σοβαρότερα είδη της μόρφωσης ως «λεπτότερο εγωισμό» , ως «ανήθικο επικουρισμό της μόρφωσης». Βέβαια , σύμφωνα με την εδώ ισχύουσα ηθικότητα ,εκτιμάται ακριβώς το αντίθετο , δηλαδή μια ταχεία μόρφωση , για να μπορέσει να γίνει μία ύπαρξη που να κερδίζει πάρα πολλά χρήματα. Τόσο μόνο θα επιτραπεί στον άνθρωπο πολιτισμός , όσο εμπίπτει στο ενδιαφέρον της γενικής κερδοσκοπίας και της παγκόσμιας επικοινωνίας , τόσα όμως θα απαιτήσει κι αυτός » .
Ο εγωισμός των κερδοσκόπων εναρμονίζεται με τον εγωισμό του κράτους, «που επιθυμεί παρομοίως την όσο το δυνατό μεγαλύτερη εξάπλωση και γενίκευση του πολιτισμού , και έχει στα χέρια του το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του». Χρήμα και κράτος αποτελούν δύο στοιχεία που αλληλοτροφοδοτούνται .Το κράτος δημιουργεί το είδος της παιδείας «έτσι ώστε οι πνευματικές δυνάμεις να μπορέσουν να υπηρετήσουν τους υφιστάμενους θεσμούς» .
Κατά τον Νίτσε ο έλεγχος του πνεύματος από το κράτος , αποτελεί αιτία διαφθοράς του. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι η διαφθορά του χριστιανισμού: «Ας φέρουμε μόνο στη μνήμη μας , τι προέκυψε βαθμιαία από τον Χριστιανισμό υπό τον εγωισμό του κράτους. Ο Χριστιανισμός είναι ασφαλώς ένα από τα πιο καθαρά φανερώματα εκείνης της τάσης προς τον πολιτισμό και , ακριβώς προς την πάντα ανανεούμενη γέννηση του αγίου. Επειδή , αυτό, όμως , χρησιμοποιούταν εκατονταπλάσια , για να κινήσει τους μύλους των κρατικών εξουσιών , αρρώστησε βαθμιαία ως μέσα στην καρδιά , έγινε υποκριτικό και ψεύτικο και εκφυλίστηκε ως την αντίφαση μαζί με τους αρχικούς σκοπούς του ».
Ο Νίτσε έχει κατονομάσει στους «Ανεπίκαιρους Στοχασμούς», τρείς αρνητικούς εγωισμούς : των εγωισμό των κερδοσκόπων , τον εγωισμό του κράτους καθώς και τον εγωισμό «όλων εκείνων , οι οποίοι έχουν λόγο να προσποιούνται και να κρύβονται πίσω από τη μορφή». Κοντά σε αυτούς θα προσθέσει και τον εγωισμό της επιστήμης και του λογίου .Η επιστήμη κατηγορείται διότι «σχετίζεται με τη σοφία , όπως η αρετή με τον αγιασμό : είναι ψυχρή και πληκτική , δεν τρέφει καμιά αγάπη , και δεν ξέρει τίποτε απ’ το βαθύ συναίσθημα της ανεπάρκειας και της λαχτάρας .Είναι τόσο ωφέλιμη για τον εαυτό της , όσο είναι επιζήμια για τους υπηρέτες της στο βαθμό που μεταδίδει σ’ αυτούς το χαρακτήρα της και , έτσι , κοκαλιάζει τρόπο τινά την ανθρωπιά της ». Ο Νίτσε είναι αναγκασμένος να χαράξει μια γραμμή ανάμεσα στις αποδοτικές αλήθειες, που αφοσιώνονται οι πιο πολλοί και στις μη αποδοτικές αλήθειες ,που επιλέγουν οι λίγοι. Αλλά μία δεύτερη διάκριση είναι πιο σημαντική ,εκείνη ανάμεσα στον άνθρωπο της επιστήμης , τον λόγιο και από την άλλη τον ιδιοφυή .Οι δύο διαφορετικοί ιδεότυποι είναι σε διαρκή σύγκρουση , διότι οι λόγιοι «θέλουν να σκοτώσουν , να διαλύσουν και κατανοήσουν τη Φύση» ενώ οι ιδιοφυείς «θέλουν να ενισχύσουν τη Φύση με νέα ζωντανή Φύση» .Σε κάθε εποχή αντιστοιχεί ο διαφορετικός ιδεότυπος : «Εποχές που ήταν απόλυτα ευτυχισμένες , δε χρειάζονταν και δεν ήξεραν το λόγιο .Εποχές ολοκληρωτικά άρρωστες και δύσθυμες , τον εκτιμούσαν ως τον ανώτερο και πιο αξιοσέβαστο άνθρωπο , και του έδιναν την πρώτη θέση ».
Τελικά ο Νίτσε συμπεραίνει : «Το κράτος προσφέρει τόσο μεγαλόφωνα την υπηρεσία του , ώστε να καθιερώσει τον πολιτισμό .Τον υποστηρίζει , για να στηρίξει τον εαυτό του , και δε συλλαμβάνει ένα σκοπό , που να βρίσκεται ψηλότερα από την ευημερία του και την ύπαρξή του .Αυτό που οι κερδοσκόποι θέλουν , όταν αδιάκοπα επιθυμούν την διδαχή και την εκπαίδευση , είναι τελικά πάλι το κέρδος » Το πλαίσιο αυτό δεν επιτρέπει να υπάρξουν ,τουλάχιστον για πολύ, ιδιοφυείς και αυθεντικές υπάρξεις .Έτσι γράφει , αν είχε γεννηθεί ο Σωκράτης στην εποχή μας «σε κάθε περίπτωση ,δε θα είχε φτάσει τα εβδομήντα χρόνια ». Είναι τόσο απαισιόδοξη η προοπτική του πολιτισμού ώστε : «Η πίστη σε μια μεταφυσική σημασία του πολιτισμού στο τέλος δε θα ’ταν καθόλου τόσο τρομακτική : ίσως όμως να ήταν κάποια συμπεράσματα , τα οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε απ’ αυτή για την αγωγή και την δημόσια εκπαίδευση ».
Ενάντια στον «κοντόφθαλμο εγωισμό του κράτους , την επίπεδη σκέψη των κερδοσκόπων , την πληκτική ολιγάρκεια των λογίων» , θα προτείνει ως λύση τον «Σοπενάουερ ως παιδαγωγό». Βεβαίως αυτός ο μεγάλος αντίπαλος του Χέγκελ , δεν θα είναι παρά μια προσωρινή διέξοδος για τον Νίτσε .Στα επόμενα κείμενα ο Σοπενάουερ, όπως και ο Βάγκνερ θα καταδικαστούν ως μέρος μίας αρνητικής φιλοσοφίας .
Ρεαλιστική είναι η διάγνωση που κάνει για το είδος της φιλοσοφίας ,που ευνοεί το κράτος «Επειδή κάθε κράτος τους φοβάται και , πάντα , θα ευνοεί μόνο τους φιλοσόφους τους οποίους δε φοβάται » Η φιλοσοφία τίθεται στην υπηρεσία του κράτους καθώς « το κράτος επιλέγει για λογαριασμό του τους φιλόσοφους υπηρέτες του , και μάλιστα τόσους , όσους χρειάζεται για τα ιδρύματά του » Η αναγκαία προυπόθεση για να έχει η φιλοσοφία σοβαρότητα είναι να απαγκιστρωθεί από το κράτος και τον ακαδημαϊσμό «Όσο συνεχίζει να υφίσταται το κρατικά αναγνωρισμένο σινάφι των ψευτοστοχαστών , θα ματαιώνεται ή , τουλάχιστον , θα εμποδίζεται κάθε σημαντική επίδραση μιας αληθινής φιλοσοφίας , και μάλιστα , όχι από τίποτε άλλο , όσο από την κατάρα του γελοίου , την οποία έχουν προκαλέσει οι αντιπρόσωποι εκείνου του μεγάλου πράγματος και η οποία , όμως , έχει κτυπήσει το ίδιο το πράγμα .Γι’ αυτό , το θεωρώ μια απαίτηση του πολιτισμού , να απαλλάξουμε τη Φιλοσοφία από κάθε κρατική και ακαδημαϊκή αναγνώριση , και , γενικά το κράτος και η Ακαδημία , να εγκαταλείψουν το άλυτο γι’ αυτά ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα σε αληθινή και ψευδή φιλοσοφία » . Τελικά το πρόβλημα της σχέσης του κράτους με την φιλοσοφία αποσαφηνίζεται «το κράτος δεν ενδιαφέρεται ποτέ για την αλήθεια , αλλά πάντα , μόνο για τη χρήσιμη σ’ αυτό αλήθεια».
Σε ένα κόσμο όπου η «πορεία των ανθρωπίνων πραγμάτων καθορίζεται από βία , απάτη και αδικία» ο Νίτσε βλέπει την ελπίδα στο γεγονός ότι δεν πεθαίνει ο τραγικός λόγος .Αντίθετα «δεν υπάρχει καμιά πιο ευφραντική χαρά απ’ το να ξέρει κανείς αυτό που εμείς ξέρουμε , πώς η τραγική σκέψη γεννήθηκε και πάλι μέσα στον κόσμο». Το τραγικό στοιχείο δεν επιτρέπει στην σκέψη να εκτραπεί στην εσχατολογία δηλαδή στην « πίστη ότι , κάποτε , η ανθρωπότητα θα βρει οριστικές ιδεώδεις διευθετήσεις» Συγχρόνως θα απορρίψει τον εγελιανισμό , που είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρνητικής σχέσης της φιλοσοφίας και του κράτους . Επισημαίνει ειρωνικά ,ότι αυτό που τελικά κατάφερε ο Χέγκελ είναι να κατανοήσει την εξέλιξη του παγκόσμιου γίγνεσθαι ως ταύτιση με «την δική του βερολινέζικη ύπαρξη» .Ενώ στρέφεται κατά του ευρωκεντρισμού της εποχής του: «Άμετρα περήφανε Ευρωπαίε του δέκατου ενάτου αιώνα , παραληρείς !Η γνώση σου δεν ολοκληρώνει τη Φύση ,αλλά σκοτώνει μόνο τη δική σου » .
Η άμετρη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του επιστημονικού λόγου θα είναι τελικά για την σκέψη τόσο επιζήμια «όσο είναι η οικονομική θεωρία του laisser faire για τα ήθη ολόκληρων λαών» .
Ο Νίτσε θεωρεί ότι ο μοναχικός φιλόσοφος είναι ο κύριος εχθρός της κοινωνίας του χρήματος και του ισχυρού κράτους. Είναι η ύπαρξη που έχοντας γαλβανίσει ένα εσωτερικό εγώ, μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε επιθετική πραγματικότητα: «Όπου υπήρξαν ισχυρές κοινωνίες , κυβερνήσεις , θρησκείες , κοινές γνώμες ,εν ολίγοις όπου υπήρχε μια τυραννία , εκεί αυτή μίσησε το μονήρη φιλόσοφο .Γιατί η φιλοσοφία εγκαινιάζει για τον άνθρωπο ένα άσυλο , όπου δεν μπορεί να εισβάλλει καμιά τυραννία , τη σπηλιά του εσώτερου , το λαβύρινθο του στήθους και αυτό δυσαρεστεί τους τυράννους : όμως εκεί ,επίσης , παραμονεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος των μοναχικών. Αυτοί οι άνθρωποι , οι οποίοι έχουν φυγαδεύσει την ελευθερία τους στο εσώτερο , πρέπει επίσης να ζήσουν εξωτερικά , να γίνουν ορατοί , να εκτεθούν στη θέα των άλλων .Έχουν αναρίθμητες επαφές μέσω καταγωγής , κατοικίας ,εκπαίδευσης , πατρίδας , σύμπτωσης , φορτικότητας των άλλων».
Διαρκώς επανέρχεται σε έναν σφοδρό αντικρατισμό, που είναι συγχρόνως και αντιεγελιανισμός , ως φιλοσοφίας που εκπροσωπεί και δικαιώνει το πρωσικό , κατ’ αρχάς, κράτος : «Εδώ όμως , ζούμε τις συνέπειες εκείνης της διδασκαλίας , που πρόσφατα διακηρύχθηκε απ’ όλες τις στέγες , ότι, δηλαδή , το κράτος είναι ο υψηλότερος σκοπός της ανθρωπότητας , και ότι , για έναν άνθρωπο , δεν υπάρχει κανένα υψηλότερο καθήκον , απ’ το να υπηρετεί το κράτος : στο οποίο , εγώ , δεν αναγνωρίζω μια υποτροπή στην ειδωλολατρία , αλλά στη βλακεία . Μπορεί να ισχύει , ότι ένας τέτοιος άνθρωπος , που βλέπει το ύψιστο καθήκον του στην υπηρεσία στο κράτος , δε γνωρίζει , επίσης , πραγματικά κανένα υψηλότερο καθήκον .Όμως , εξ αιτίας του , υπάρχουν άνθρωποι και καθήκοντα και πέρα απ’ αυτό. Και ένα απ’ αυτά τα καθήκοντα , το οποίο , για μένα τουλάχιστον , βρίσκεται ψηλότερα από την υπηρεσία στο κράτος , απαιτεί την καταστροφή της βλακείας σε κάθε μορφή , επομένως και της βλακείας αυτής »
Η κοινωνία του χρήματος ταυτίζεται με την βαρβαρότητα .Η επιστήμη έχοντας γίνει ενεργό στοιχείο της χρηματοκρατίας πολλαπλασιάζει το πρόβλημα .Η κριτική του Νίτσε δεν περιορίζεται στον χώρο της οικονομίας ή των παραγωγικών σχέσεων – κατά το μαρξιστικό παράδειγμα , αλλά διευρύνεται στο χώρο των αξιών και συνολικά στο χώρο που δημιουργούνται οι αξίες»: «Οι επιστήμες , λειτουργώντας δίχως το οποιοδήποτε μέτρο και με το πιο τυφλό laisser faire, κατακομματιάζουν και διαλύουν κάθε στερεή πεποίθηση .Οι διαμορφωμένες θέσεις και τάξεις , θα παρασυρθούν από μια μεγαλόπρεπα περιφρονητική οικονομία του χρήματος. Ουδέποτε ο κόσμος ήταν περισσότερο κόσμος , ποτέ φτωχότερος σε αγάπη και καλοσύνη … όλα υπηρετούν την επερχόμενη βαρβαρότητα , συμπεριλαμβανομένης της σύγχρονης τέχνης και επιστήμης »
Επίσης θα αναρωτηθεί :« πώς δίνουμε την καρδιά μας , βιαστικά , χάρισμα στο κράτος , στην κερδοσκοπία , στην κοινωνικότητα ή στην επιστήμη , μόνο για να μην την κατέχουμε πια , πως αφοσιωνόμαστε στην ίδια τη βαριά ημερήσια εργασία με περισσότερο πάθος και αναισθησία , σα να ήταν απαραίτητο για να ζήσουμε » Η απάντησή του είναι «Η βιασύνη είναι καθολική , γιατί καθένας φεύγει μπρος στον εαυτό του .Καθολική , επίσης , η έντρομη απόκρυψη αυτής της βιασύνης , γιατί θέλουμε να δείχνουμε ικανοποιημένοι , και να ξεγελούμε τους οξυδερκέστερους παρατηρητές σχετικά με την αθλιότητά μας ».
Στην εποχή που έγραψε ο Νίτσε το «Ανεπίκαιρους Στοχασμούς» την απάντηση στην κοινωνία του χρήματος την βλέπει σε μια ισχυρή κοινότητα , που δεν θα συγκροτηθεί μέσω εξωτερικών τύπων αλλά « κυρίως με μια ιδρυτική ιδέα ».Έτσι γράφει « η ιδέα αυτή , είναι η ιδρυτική ιδέα του πολιτισμού , στο βαθμό που αυτός ένα μόνο καθήκον ξέρει να αναθέτει στο καθένα από μας : να υποστηρίξουμε , μέσα μας και έξω από μας , τη γέννηση του φιλοσόφου , του καλλιτέχνη και του αγίου , και , με τον τρόπο αυτό , να εργαστούμε για την τελείωση της Φύσης .Γιατί , όσο το’ χει ανάγκη η φύση του φιλοσόφου , τόσο το χρειάζεται κι αυτή του καλλιτέχνη , να τείνει
σ ’ένα μεταφυσικό σκοπό , δηλαδή στην ίδια της τη διαφώτιση σχετικά με τον εαυτό της , προκειμένου τελικά , κάποτε , να έχει απέναντι της ως καθαρό και τέλειο σχήμα αυτό που , στην ταραχή του γίγνεσθαί της , δεν καταφέρνει να δει με σαφήνεια – τείνει , επομένως , στην αυτογνωσία της ».
Τελικά ο Νίτσε θα βρει στην αγάπη ,την πιο σημαντική και πιο απαραίτητη προυπόθεση για την αυτογνωσία και για τον προσδιορισμό μίας ανώτερης αξίας , στην οποία να τείνουμε . Χάρις αυτή θα καταφέρουμε να αφοσιωθούμε με όλο μας το είναι στην Φύση: «επειδή μόνο με την αγάπη αποκτά η ψυχή όχι μόνο το καθαρό , διαλυτικό και περιφρονητικό για τον εαυτό της βλέμμα , αλλά και εκείνη την επιθυμία να δει πέρα από την ίδια και να ψάξει μ’ όλες της τις δυνάμεις για έναν κρυμμένο ακόμα κάπου , ανώτερο εαυτό .Επομένως μόνο αυτός , ο οποίος αφιέρωσε την καρδιά του σε κάποιο μεγάλο άνθρωπο , δέχεται το πρώτο βάπτισμα του πολιτισμού ».




Παρόμοιες σκέψεις για την σκοπιμότητα και τη σύσταση της παιδείας , καθώς επεκτείνεται σε μεγαλύτερα πλήθη , περιέχονται στα «Μαθήματα για την Παιδεία» , ένα έργο που χρονολογικά προηγείται των «Ανεπίκαιρων Στοχασμών». Βασική θέση του , είναι ότι η Παιδεία καθώς επεκτείνεται ,γίνεται συγχρόνως θεραπαινίδα του χρήματος και των κερδοσκόπων και αδιαφορεί για την ουσιαστική πνευματική καλλιέργεια .Εξαντλεί το μορφωτικό της ιδεώδες σε μια ταχύρυθμη , χρησιμοθηρική εκπαίδευση , στην υπηρεσία του χρήματος και του κράτους. Όπως γράφει : «Δύο φαινομενικά αντίθετα ρεύματα με εξίσου ολέθριες συνέπειες , δύο ρεύματα που τα αποτελέσματά τους τελικά συγχωνεύονται , κυριαρχούν σήμερα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα : Από τη μια η τάση για όσο το δυνατό μεγαλύτερη επέκταση και διάδοση της παιδείας κι από την άλλη η τάση για τον περιορισμό και την αποδυνάμωσή της. Η παιδεία , για διαφορετικούς λόγους , πρέπει να φτάσει σε όσο το δυνατό ευρύτερους κύκλους – αυτό επιδιώκει η μία τάση .Η άλλη προβάλλει την αξίωση να εγκαταλείψει η παιδεία τις πιο ψηλές , τις πιο ευγενικές και ανώτερες απαιτήσεις και να αρκεστεί να υπηρετήσει κάποιο άλλο σχήμα , ας πούμε το κράτος .Πιστεύω ότι έχετε προσέξει από ποια πλευρά ακούγεται πιο απροσχημάτιστα η κραυγή για όσο το δυνατό μεγαλύτερη επέκταση και διάδοση της παιδείας .Η επέκταση αυτή είναι ένα από τα πιο προσφιλή εθνικοοικονομικά δόγματα της εποχής .Όσο το δυνατό περισσότερη γνώση και μόρφωση .Άρα όσο το δυνατό περισσότερη παραγωγή και όσο το δυνατό περισσότερο ανάγκες .Άρα όσο το δυνατό περισσότερη ευτυχία – κάπως έτσι είναι η συνταγή. Ως στόχο και σκοπό της παιδείας έχουμε εδώ τη χρησιμότητα ή , ακόμη πιο συγκεκριμένα , την υλική απολαβή , το όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρηματικό κέρδος .Με αυτό το πρίσμα η παιδεία θα μπορούσε περίπου να οριστεί ως η γνώση για το πώς θα κρατηθεί κανείς στο «ύψος της εποχής του» , η γνώση των μεθόδων , με τις οποίες αποκτά κανείς όσο το δυνατό πιο άκοπα το χρήμα , η κατοχή όλων των τρόπων , με τους οποίους συντελείται η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους και τους λαούς. Η κατεξοχήν επομένως αποστολή της παιδείας θα ήταν να φτιάξει ανθρώπους με όσο το δυνατό μεγαλύτερη «πέραση» - ακριβώς όπως λέμε για ένα νόμισμα ότι «έχει πέραση ».
Ο Νίτσε ισχυρίζεται λοιπόν ότι η γενίκευση της Παιδείας αποτυγχάνει να βελτιώσει τον πολιτισμό , ακριβώς διότι στην διαδικασία της επέκτασης της αποβάλλει τα ουσιώδη θετικά χαρακτηριστικά , για να υπηρετήσει την τρισυπόστατη θεότητα : το χρήμα , την χρησιμότητα , το κράτος . Το παιδευτικό ιδανικό θα έπρεπε να αποτελεί αυτοσκοπό . Ο μοναχικός φιλόσοφος , αυτός που δεν ταυτίζει την ευφυΐα με την περιουσία θα ‘πρεπε να μπορεί να γονιμοποιήσει τον πολιτισμό : « Ο « συνδυασμός ευφυΐας και περιουσίας» , που προβάλλεται από την πλευρά των κοσμοθεωριών αυτών , θεωρείται πια κυριολεκτικά ηθική επιταγή .Κάθε παιδεία που οδηγεί στη μοναξιά , που βάζει στόχους πέρα από το χρήμα και την απολαβή , που απαιτεί πολύ χρόνο , προκαλεί τώρα την απέχθεια .Έχει γίνει πια συνήθεια κάθε τάση για μια τέτοια παιδεία να την απορρίπτουν ως «εγωισμό ανώτερου βαθμού» ως « ανήθικο μορφωτικό επικουρισμό». Γιατί βέβαια , σύμφωνα με τις ηθικές αρχές που ισχύουν εδώ , αυτό που απαιτείται είναι κάτι εντελώς αντίθετο : μια ταχύρυθμη μόρφωση , ώστε να μπορεί κανείς γρήγορα να κερδίσει πάρα πολλά χρήματα , κι ακόμη , μια γερή μόρφωση. Στον άνθρωπο γενικά αναγνωρίζεται το δικαίωμα για τόση μόνο μόρφωση , όση είναι απαραίτητη προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα υλικά συμφέροντά του . Δεν του ζητούν τίποτα περισσότερο. »
Ο Νίτσε καταλήγει πως η επέκταση της Παιδείας – ίσως με τον τρόπο που γίνεται ;- συνιστά «αποβαρβάρωση» . Δεν θεραπεύει ούτε την θρησκευτική δεισιδαιμονία , ούτε απελευθερώνει τον άνθρωπο. Το κράτος έχει την δυνατότητα να τιθασεύσει το μορφωτικό ιδεώδες , ώστε να υπηρετεί τους δικούς του στόχους. Όμως όσο αναγκαία είναι η παιδεία – τόσο αυτή που συνηθίζεται να ονομάζεται «κλασσική» ή «ανθρωπιστική» όσο και αυτή χαρακτηρίζεται περισσότερο «πρακτική »- είναι βέβαιο ότι αυτή τελικά θα υπηρετεί τους στόχους που επιλέγει μια κοινωνία και ένα κράτος . Δεν μπορούμε συνεπώς να φανταστούμε ότι η « σύγχρονη μαζική δημοκρατία» ,θα ευνοούσε μια άλλη παιδεία από αυτή που της είναι χρήσιμη δηλαδή αυτή που δημιουργεί ευέλικτους εργάτες και ευπροσάρμοστους καταναλωτές . Έτσι λοιπόν ο Νίτσε γράφει : «Όπου λοιπόν ακούω τις πολεμικές ιαχές της μάζας για πλατύτερη μόρφωση του λαού , συνήθως προσπαθώ να διακρίνω αν η ιαχή αυτή ξεκινά από μια πληθωρική τάση για απόκτηση και κατοχή υλικών αγαθών ή αν οφείλεται σε κάποια παλαιότερη θρησκευτική καταπίεση ή , τέλος , στην έξυπνη αυτοπεποίθηση ενός κράτους»
Όπως και ο Μάρξ , ο Νίτσε θα δει στην εξειδίκευση έναν θανάσιμο αντίπαλο της Παιδείας όσο και του Πολιτισμού. «Έτσι ένας εξειδικευμένος επιστήμονας που ασχολείται αποκλειστικά με έναν τομέα δεν διαφέρει από τον εργάτη της βιομηχανίας που σ’ όλη τη ζωή του δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να στρίβει μια ορισμένη βίδα ή να κάνει κάποιο χειρισμό σε κάποιο εργαλείο ή σε κάποια μηχανή , όπου ασφαλώς αποκτά τελικά μια απίστευτη επιδεξιότητα…. Επί αιώνες ολόκληρους θεωρούσαν αυτονόητο ότι μορφωμένος είναι ο σοφός επιστήμονας και μόνον αυτός. Οι εμπειρίες της εποχής μας δύσκολα θα μας οδηγούσαν σε μια τόσο απλοϊκή εξομοίωση. Γιατί τώρα η εκμετάλλευση ενός ανθρώπου για χάρη της επιστήμης αποτελεί προυπόθεση που γίνεται παντού αποδεκτή χωρίς ενδοιασμούς .Ποιος αναρωτιέται πια τι αξία μπορεί να έχει μια επιστήμη που καταβροχθίζει σαν λάμια τα δημιουργήματα της ;Σήμερα ο καταμερισμός της εργασίας στην επιστήμη τείνει ουσιαστικά στον ίδιο στόχο που συνειδητά κατά καιρούς επιδιώκουν οι θρησκείες : στην αποδυνάμωση της παιδείας , στον αφανισμό της ».
Ο Νίτσε θα έβλεπε ως φάρμακο σε αυτή την θλιβερή κατάσταση , την μαθητεία στον τραγικό κόσμο του αρχαίου στοχασμού , «στον ατέλειωτο μακρινό και δυσπρόσιτο κόσμο της Ελλάδας , στην αυθεντική πατρίδα της παιδείας ». Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ούτε η μελέτη για παράδειγμα του Σοφοκλή ή του Ηράκλειτου μπορούν να δώσουν αυτόματα ένα διέξοδο από την κυριαρχούσα ευτέλεια .Αυτό συμβαίνει ,διότι η ανοησία παραμονεύει καθώς « αφού ο μαθητής αυτός την άλλη ώρα θα πιάσει στα χέρια του μια εφημερίδα ή ένα σύγχρονο ρομάντζο ή έστω κάποιο από τα « μορφωτικά » βιβλία που ήδη στο ύφος τους έχει αποτυπωθεί το αηδιαστικό έμβλημα της σύγχρονης παιδευτικής βαρβαρότητας ».
Ο Νίτσε καταλήγει σε ορισμένα πρώτα συμπεράσματα :
- όπως ακριβώς στην ασκητική η υπακοή είναι το πρώτο στάδιο για την θέαση της αλήθειας , παρόμοια και η παιδεία προϋποθέτει την αυτοπειθαρχία , την μαθητεία , , την υπακοή δίπλα στον στοχαστή .Αντίθετα θεωρεί την κολακεία του νέου ως «ένα δείγμα εκβαρβάρωσης».
- η διεύρυνση της παιδείας , που συνοδεύεται από την εξειδίκευση ή την φλύαρη πολυμάθεια ,την εκτρέπει από τον προορισμό της και την μεταβάλει σε ένα μέσο βιοπορισμού ή αποκόμισης κέρδους . Βεβαίως σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε , ότι όσο κι αν ο Νίτσε τον περιφρονεί , ένας τέτοιος στόχος δεν είναι διόλου ασήμαντος. Όμως η παιδεία δεν μπορεί να χάνει την σημασία της , ούτε την αυταξία της .Μόνο έτσι θα μπορεί να διαμορφώνει ελεύθερα πρόσωπα.
Ο Νίτσε αντιπαραθέτει την Παιδεία , στην πολυμάθεια : «το γυμνάσιο – λίγο μετά το ιστορικό ξεκίνημά του – έπαψε να προσφέρει παιδεία και προσφέρει μόνο πολυμάθεια , και ακόμη ότι τώρα τελευταία παίρνει μια κατεύθυνση όχι καν πια προς την πολυμάθεια αλλά προς τον δημοσιογραφισμό ». Ως έργο του δασκάλου καθορίζεται «το να καταλαβαίνει κανείς να μεταχειρίζεται το ζωντανό ως κάτι ζωντανό». Η αρχαία ελληνική σκέψη και γλώσσα υμνείται πολλαπλά και θεωρείται ως αναγκαίο στάδιο για την έξοδο από την βαρβαρότητα , και «ως επιθετικότητα η οποία εκφράζεται με ακατάπαυτη πάλη κατά του σύγχρονου κίβδηλου πολιτισμού» .Η βαθιά γνώση της ορίζεται , ως στόχος του γερμανικού πνεύματος.
Η σκέψη του Νίτσε θα λάβει στοιχεία ελιτισμού – αριστοκρατικότητας , καθώς ορίζεται ως στόχος της Παιδείας , όχι «η μόρφωση της μάζας », αλλά «η μόρφωση των διαλεχτών ατόμων , αυτών που έχουν την αρματωσιά για έργα μεγάλα , προορισμένα να διαρκέσουν. Τώρα πια ξέρουμε ότι οι κατοπινές γενιές κρίνουν ακριβοδίκαια το μορφωτικό επίπεδο ενός λαού με αποκλειστικό κριτήριο τους Μεγάλους ,εκείνες τις ηρωικές μορφές που προχωρούν μοναχικά » Παρόλα αυτά θεωρεί εύλογο και αναγκαίο ο λαός να λαμβάνει την καθολική και υποχρεωτική εκπαίδευση .Όμως ως Παιδεία , που έχει μεταφυσική προέλευση και πατρίδα, στην πιο στοχαστική και πιο βαθιά μορφή μπορεί να κατακτήσουν αυτοί που ονομάζει «Διαλεχτούς » , «Αλλά ήδη το γεγονός ότι προβάλλει , ότι βγαίνει από τα σπλάχνα ενός λαού , ότι συνάμα είναι η αντανάκλαση , η ολοκληρωμένη πολύχρωμη εικόνα των ιδιαίτερων δυνάμεων του λαού αυτού , το γεγονός ότι με την ουσία της ύπαρξης του και το αιώνιο έργό του μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε ένα ομοίωμα του λαϊκού πεπρωμένου στην πιο υψηλή έκφρασή του , ότι ενώνει έτσι το λαό του με το Αιώνιο και τον λυτρώνει από τα δεσμά της χρονικότητας – όλα αυτά τα κατορθώνει το διαλεχτό άτομο μόνο εφόσον ωριμάσει και μεστώσει στη μητρική αγκαλιά της λαϊκής παιδείας » Κατά αυτόν τον τρόπο ο ελιτισμός αποθεώνεται , αλλά συγχρόνως υπερβαίνεται .
Ο Νίτσε επανέρχεται στις επιθέσεις στο Κράτος , που όμως τις συνδυάζει με την επίθεση στην σκέψη που κατεξοχήν το δικαιώνει , στην φιλοσοφία που χαρακτηρίζει το κράτος , ως τον «απόλυτα ολοκληρωμένον ηθικό οργανισμό » , δηλαδή την «εγελιανή φιλοσοφία»: «Πρόκειται για ένα καινούργιο και εν πάση περιπτώσει πρωτογενές φαινόμενο :Το κράτος να εμφανίζεται ως μυσταγωγός του πολιτισμού. Και ενώ ουσιαστικά εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς , πειθαναγκάζει τους υπηρέτες του να παρουσιάζονται μπροστά του κρατώντας μόνο το δαυλό της γενικής κρατικής παιδείας , που στο άστατο φεγγοβόλημά του οι υπηρέτες αυτοί θα ανακαλύψουν το ίδιο το κράτος σαν τον ύψιστο στόχο ,σαν το έπαθλο κάθε προσπάθειας τους για παιδεία .Ειδικά αυτό το φαινόμενο , θα έπρεπε να τους κάνει να μείνουν άναυδοι , θα έπρεπε να τους κάνει να μείνουν άναυδοι , θα έπρεπε να τους θυμίσει λ.χ. την ανάλογη τάση που εκδηλώθηκε στο χώρο της φιλοσοφίας και , όπως σιγά σιγά έγινε αντιληπτό , αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση του ίδιου του κράτους .Εννοούμε την εγελιανή φιλοσοφία. Και δεν είναι ίσως υπερβολή , αν υποστηρίξουμε υποτάσσοντας η Πρωσσία όλες τις μορφωτικές προσπάθειες στους δικούς της στόχους πέτυχε να προσοικειωθεί εκείνο το κομμάτι της εγελειανής φιλοσοφίας που επιδέχεται πρακτική αξιοποίηση .Έτσι λοιπόν η αποθέωση του κράτους, η εγελειανή φιλοσοφία κορυφώνεται σ’ αυτήν ακριβώς την καθυπόταξη »
Αντίθετα με το νεωτερικό κράτος , το αρχαιοελληνικό « δεν ήταν φρουρός , ρυθμιστής , επιτηρητής του πολιτισμού του , αλλά ο ψυχωμένος , ο μπρατσωμένος σύντροφος και συναγωνιστής που βγαίνει με τα άρματα στη μάχη για να ανοίξει μέσα από την κακοτράχαλη πραγματικότητα το δρόμο στον Διαλεχτό , τον ευγενικό , τον ουράνιο φίλο του , και που για τούτο δρέπει ύστερα το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη του ».
Ο Νίτσε τελικά μας δίνει μια εικόνα της παιδευτικής διαδικασίας στην ιδανική της μορφή : «Αν θέλετε να βάλετε κάποιον νέο στο σωστό μονοπάτι της παιδείας , προσέξτε να μη του ταράξετε την απλοϊκή , τη γεμάτη εμπιστοσύνη και ταυτόχρονα προσωπική , άμεση σχέση του με τη φύση. Σ’ αυτόν το νέο πρέπει το δάσος και ο βράχος , η θύελλα , το αρπαχτικό πουλί , το κάθε λουλούδι , η πεταλούδα , το λιβάδι , η βουνοπλαγιά να του μιλάνε στη γλώσσα τους .Πρέπει να ξαναβλέπει σ’ αυτά τον ίδιο τον εαυτό του σαν σε αναρίθμητους κατοπτρισμούς και αντιφεγγίσματα , σε μια δίνη από ρευστές εκφάνσεις. Έτσι , στη μεγάλη αλληγορία της φύσης θα διαισθανθεί , ασύνειδα , τη μεταφυσική ενότητα όλων των όντων και ταυτόχρονα θα «ακουμπήσει» κι ο ίδιος στην ακατάλυτη συνέχεια και στην αναγκαιότητά τους. Πόσοι όμως νέοι άνθρωποι μπόρεσαν κι ανδρώθηκαν έχοντας τόσο άμεση , σχεδόν προσωπική σχέση με τη φύση ; Οι υπόλοιποι υποχρεώνονται πολύ νωρίς να μάθουν μια άλλη αλήθεια : πώς να υποδουλώνουν τη φύση . Εδώ είναι που εκείνη η απλοϊκή μεταφυσική χάνεται εντελώς ».
Η ανάδυση και η κυριαρχία της αστικής κοινωνίας αναγκαία συμπορεύτηκε με ένα κράτος , που την προστάτευε και την αναπαρήγαγε και που σε ορισμένες περιπτώσεις βρήκε στην εγελιανή φιλοσοφία ένα σπουδαίο απολογητή , ενώ αντιμετώπισε την φύση ως αντικείμενο έρευνας και στην συνέχεια εκμετάλλευσης και αποκόμισης κερδών. Σ’ αυτήν της , την δραστηριότητα , δικαιώθηκε από τις διάφορες ιδεολογίες της «προόδου» .Ανάμεσα σε αυτές υπήρξε ο μαρξισμός , που σε αυτό , όπως και σε άλλα σημεία ακολούθησε κατά πόδας την αστική ιδεολογία.

Στο «Ανθρώπινο πολύ Ανθρώπινο» , ο Νίτσε , υποστηρίζει ότι ο πλούτος δίχως πνεύμα είναι δημόσιος κίνδυνος .Η ανόητη χρήση του προκαλεί την μήνιν και την οργή των μη εχόντων : « Μόνο εκείνος που έχει πνεύμα , θα έπρεπε να κατέχει αγαθά .Διαφορετικά η περιουσία είναι ένας δημόσιος κίνδυνος .Γιατί ,αυτός που την κατέχει , όταν δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τις ευκαιρίες που του δίνει η τύχη , θα συνεχίζει πάντα , να θέλει να αποκτά αγαθά : αυτή η επιθυμία θα είναι η ψυχαγωγία του , το πολεμικό του τέχνασμα ενάντια στον εχθρό. Είναι έτσι που η μετριοπαθής άνεση η οποία θα ήταν αρκετή για τη ζωή του πνεύματος , μεταμορφώνεται σε αληθινό πλούτο , απατηλό αποτέλεσμα της ανεξαρτησίας και της πνευματικής φτώχιας .Ωστόσο , ο πλούτος εμφανίζεται τελείως διαφορετικά από αυτό που θα μπορούσε να περιμένει η άθλια προέλευσή του , επειδή μπορεί να πάρει τη μάσκα του πολιτισμού και της τέχνης :μπορεί να αγοράσει αυτή τη μάσκα .Με αυτό , προκαλεί τη ζήλια των πιο φτωχών και των αγράμματων που ζηλεύουν , γενικά , πάντα , τη μόρφωση και που δεν βλέπουν παρά αυτό που δεν είναι παρά μια μάσκα – και ετοιμάζεται , έτσι , λίγο – λίγο ,μια κοινωνική αναταραχή : γιατί η κτηνωδία κάτω από ένα λούστρο πολυτέλειας , η καυχησιολογία του υποκριτή με την οποία ο πλούσιος επιδεικνύει τις «απολαύσεις του πολιτισμένου», προκαλούν στον φτωχό την ιδέα ότι «μόνο το χρήμα αξίζει» , - ενώ στην πραγματικότητα , αν το χρήμα αξίζει κάτι , το πνεύμα αξίζει πολύ περισσότερα » .
Ο Νίτσε νιώθει το ίδια εχθρικά τόσο προς τους αστούς , όσο και προς τους αντιπάλους τους ,καθότι αποτελούν κοινωνικές καταστάσεις ,με τα ίδια τελικώς χαρακτηριστικά και την ίδια «ποιότητα » .Από αυτό το σημείο ξεκινούν οι αδυναμίες των αστών να αντιπαρατεθούν στους υποτιθέμενους αντιπάλους τους : «Εμπρός , πλούσιοι αστοί που αποκαλείσθε «φιλελεύθεροι », ομολογήστε το στους εαυτού σας ,είναι το ίδιο σας το αίσθημα που βρίσκετε τόσο τρομερό και τόσο απειλητικό στους σοσιαλιστές αλλά στην ίδια σας την καρδιά που παρέχετε μια αναγκαία θέση , σα να μην ήταν το ίδιο πράγμα .Αν δεν είχατε , έτσι όπως είστε , την περιουσία σας και την έννοια της διατήρησής της ,αυτό το αίσθημα θα σας έκανε όμοιο με τους σοσιαλιστές ;Μόνο η περιουσία κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε σας και σ’ αυτούς. Κατ’ αρχήν , πρέπει να νικήσετε τους εαυτούς σας , αν θέλετε να θριαμβεύσετε με οποιονδήποτε τρόπο , πάνω στους εχθρούς της καλοπέρασής σας. Αν , τουλάχιστον , αυτή η καλοπέραση ανταποκρινόταν σε μια αληθινή ευημερία !Θα ήταν λιγότερο εξωτερική και θα προκαλούσε λιγότερο φθόνο , θα είχε περισσότερο ευμένεια , περισσότερη φροντίδα για την εντιμότητα και θα ήταν περισσότερο ωφέλιμη .Αλλά εκείνο που είναι ψεύτικο και κωμικό στη χαρά σας , που προέρχεται κυρίως , από ένα αίσθημα αντίθεσης ( με άλλους που δεν έχουν αυτή τη χαρά να ζουν και που σας φθονούν ) που με μια ορισμένη πληρότητα δύναμης και ανωτερότητας – οι απαιτήσεις του διαμερίσματος σας , τα ρούχα σας , τα εφόδια σας , τα μαγαζιά σας , οι ανάγκες του στόματος και του τραπεζιού , οι θορυβώδεις ενθουσιασμοί σας για τη συναυλία και την όπερα και τέλος , οι καλοφτιαγμένες και καλοντυμένες γυναίκες σας αλλά που είναι από κακό μέταλλο , επιχρυσωμένες αλλά χωρίς τον ήχο του χρυσού , διαλεγμένες από εσάς , για να παρελαύνετε μαζί τους ,φερόμενες οι ίδιες ως κομμάτια επίδειξης .Εσείς είστε οι δηλητηριασμένοι προπαγανδιστές αυτής της ασθένειας του λαού , που με τη μορφή της σοσιαλιστικής ψώρας ,εξαπλώνεται τώρα , ανάμεσα στις μάζες , με μια ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα αλλά που είχε σε σας , την πρώτη έδρα και την πρώτη εστία εκκόλαψης .Και ποιος , λοιπόν , θα ήταν ακόμη ,ικανός να σταματήσει αυτή την πανούκλα; » .
Οι αστοί είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία και την διάδοση της θρησκείας , που δοξάζει το Χρήμα ως τον υπέρτατο Θεό. Σε αυτήν την θεότητα θα προσέλθουν ,ως νέοι προσήλυτοι οι σοσιαλιστές. H στράτευση στα κόμματα τους δημιουργεί νέες σκλαβιές , νέες υποδουλώσεις : «Οι τυμπανοκρουσίες με τις οποίες νέοι συγγραφείς μπαίνουν στην υπηρεσία ενός κόμματος , μοιάζουν για εκείνον που δεν ανήκει στο κόμμα , με μια κλαγγή από αλυσίδες και προκαλούν περισσότερο τη συμπόνια παρά τον θαυμασμό».
Ο αστισμός παράγει τον σοσιαλισμό ,για τον Νίτσε , ιδίας φύσεως και ποιότητας μεγέθη. Παρότι εκπροσώπησαν ενάντιες κοινωνικές δυνάμεις , ιστορικά τελικώς θα συναντηθούν στο πεδίο της μαζικοδημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί την ανιαρή όψη ενός ανίερου κόσμου. Ο Λένιν , απαιτώντας , από τους εργάτες να γίνουν κυρίαρχοι ,συνετέλεσε στο να αποβάλουν το αίσθημα μνησικακίας , να στήσουν νέες ιεραρχίες και να μυηθούν στην «ηθική των κυρίων » , δηλαδή στην βούληση για ισχύ. Με μια όμως σημαντική διαφορά το πρωτοπόρο κόμμα και η «δικτατορία του προλεταριάτου » , παρείχε τα νέα αφεντικά , τους νέους κύριους , που κυριάρχησαν πάνω στους εργάτες.
Βεβαίως ο Νίτσε ξεκινώντας από μία άλλη αφετηρία , διατυπώνει μια εξίσου με τον μαρξισμό ,και τον χριστιανισμό αποθεμελιωτική κριτική της κοινωνίας του χρήματος : «Η περιουσία σκλαβώνει. Δεν είναι παρά ως ένα ορισμένο βαθμό που η περιουσία κάνει τον άνθρωπο πιο ανεξάρτητο και πιο ελεύθερο .Ένα σκαλοπάτι παραπάνω και η περιουσία γίνεται ο αφέντης , ο ιδιοκτήτης ο σκλάβος : από τότε , θα πρέπει να της θυσιάσει τον χρόνο του , τη σκέψη του και να αισθάνεται υποχρεωμένος για ορισμένες συναναστροφές , συνδεδεμένες με ένα τόπο , ενσωματωμένος με ένα κράτος – όλα αυτά μπορούν να είναι αντίθετα στις βαθιές και ουσιώδεις ανάγκες του»
Η κριτική επεκτείνεται στην μηχανή και στον «μηχανικό » τρόπο της εργασίας: «Η μηχανή που έχει παραχθεί , ακριβώς , από την υψηλότερη διανοητική ικανότητα , δεν θέτει σε κίνηση , στα άτομα που τη χειρίζονται , παρά τις κατώτερες και αστόχαστες δυνάμεις .Είναι αλήθεια ότι η λειτουργία της αποδεσμεύει μια ποσότητα δυνάμεων που , διαφορετικά , θα παρέμεινε κοιμισμένη .Αλλά δεν παρακινεί στην εξύψωση , στο να γίνεις καλύτερος , να γίνεις καλλιτέχνης .Καθιστά δραστήριο και ομοιόμορφο αλλά αυτό προξενεί ένα αντίθετο αποτέλεσμα :μια απεγνωσμένη πλήξη κυριεύει την ψυχή που μαθαίνει να αναπνέει με τη μηχανή , με μια άπρακτη κίνηση.»
Ο Νίτσε θέλει να διοχετεύσει ορισμένα συναισθήματα , όπως η ματαιοδοξία και ο εγωισμός σε ένα δρόμο αποκλειστικά πνευματικό και αισθητικό .Για αυτό είναι έτοιμος να αναγνωρίσει την σημασία της μικρής περιουσίας – που εξασφαλίζει στον κάτοχο της έναν αέρα ανεξαρτησίας - , αλλά επιθυμεί να αποκλείσει κάθε δυνατότητα στην συγκέντρωση πλούτου και περιουσίας : «Για να έχουν , στο μέλλον , περισσότερη εμπιστοσύνη στην ιδιοκτησία και να γίνει αυτή πιο ηθική , πρέπει να ανοίξεις όλους τους τρόπους εργασίας που οδηγούν στη μικρή περιουσία αλλά να εμποδίσεις τον εύκολο και ξαφνικό πλουτισμό .Θα έπρεπε να βγάλεις τα χέρια απ’ όλους τους κλάδους της μεταφοράς και του εμπορίου που ευνοούν τη συγκέντρωση των μεγάλων περιουσιών .Πριν απ’ όλα , λοιπόν, το εμπόριο του χρήματος – και να θεωρήσεις αυτούς που κατέχουν πολλά πλάσματα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια ,ακριβώς όπως εκείνους που δεν διαθέτουν τίποτα ».
Ο Νίτσε επαναλαμβάνει την αρνητική διάσταση της εκμετάλλευσης της εργασίας και πώς αυτή πολλαπλασιάζεται με την χρήση των μηχανών .: «Η εκμετάλλευση της εργασίας ήταν , όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα , μια ανοησία , ένα πέταγμα στη ζημιά του μέλλοντος , ένας κίνδυνος για την κοινωνία .Τώρα έχουμε , ήδη , φτάσει σχεδόν , στον πόλεμο : και σε κάθε περίπτωση , τα απαραίτητα έξοδα για να διατηρηθεί η ειρήνη , για να συνάψουμε συνθήκες και για να εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη , θα είναι εξαιρετικά ανεβασμένα , εφόσον η ανοησία των εκμεταλλευτών θα είναι τόσο μεγάλη και τόσο διαρκής ». Ο λόγος θυμίζει πάρα πολύ τις σκέψεις του Μάρξ στα «Χειρόγραφα του ΄44».Η μηχανή όπως γράφει ταπεινώνει ,ισοπεδώνει , αφαιρεί από τα πράγματα της αξία του προσώπου , μεταβάλει τελικά τα πρόσωπα σε πράγματα , σε αντικείμενα. Η τεχνική διατηρεί απόσταση από την τέχνη .Οι μηχανές είναι για τους εργάτες ένας αργός καθημερινός θάνατος της ύπαρξής τους. Η κριτική στην μηχανοκρατία μπορεί να λάβει την μορφή ρομαντικής εξέγερσης κατά του νεωτερικού πολιτισμού , ή να περιοριστεί στην διαπίστωση της πραγματικής θέσης του εργάτη : «Η μηχανή είναι απρόσωπη ,αφαιρεί από την εργασία την περηφάνια της , την ποιότητα και τις ελλείψεις της που είναι το προσωπικό γνώρισμα κάθε εργασίας η οποία δεν έχει δημιουργηθεί για τη μηχανή – άρα , ένα τμήμα της ανθρωπότητας .Άλλοτε ,κάθε αγορά από τους τεχνίτες ήταν μια διάκριση ,αποδιδόμενη σ’ ένα πρόσωπο , η σφραγίδα του οποίου θα περιέβαλε τον αγοραστή : έτσι που τα συνηθισμένα αντικείμενα και ρούχα γίνονταν ένα είδος συμβόλων αμοιβαίας εκτίμησης και προσωπικής σχέσης, ενώ σήμερα , μοιάζουμε να ζούμε σε μια ανώνυμη και απρόσωπη σκλαβιά .Δεν πρέπει να αγοράζουμε πολύ ακριβά την ελάφρυνση της εργασίας ».
Ο Νίτσε βλέπει στην σύγχρονη δημοκρατία ως «την ιστορική μορφή της παρακμής του κράτους» .Αν αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν πρόωρο θα έβλεπε μια θετική διάσταση. Όπως αρκετά μακρινό φαίνεται να δημιουργηθεί ένα ενιαίο έθνος στην θέση των σημερινών.
Προφητικές είναι οι διαπιστώσεις του για την εξέλιξη του σοσιαλισμού. Τον θεωρεί ως τον «φανταστικό δευτερότοκο αδελφό του ψυχορραγούντος δεσποτισμού ,την κληρονομιά του οποίου θέλει να συλλέξει .Οι προσπάθειες του ,είναι , λοιπόν , με τη βαθύτερη έννοια, αντιδραστικές .Γιατί επιθυμεί μια πληρότητα δύναμης του κράτους , τέτοια που ποτέ δεν είχε ο δεσποτισμός , ακόμη και αν υπερβαίνει όλα όσα δείχνει το παρελθόν ,επειδή εργάζεται για την τυπική εκμηδένιση του ατόμου». Σαν να βλέπει την εφιαλτική εξέλιξη του σταλινισμού προβλέπει την «πλήρη καθυπόταξη όλων των πολιτών του κράτους , τέτοια που δεν έχει υπάρξει ποτέ στο παρελθόν » Καθότι πλέον η θρησκεία δεν θα χρησιμοποιείται πλέον για να οργανώνεται η κρατική συναίνεση χρειάζεται μια νέα κυριαρχία που θα στηρίζεται πάνω στον τρόμο και στην εξάλειψη κάθε πνευματικότητας. Ένα θετικό βλέπει σε όλα αυτά. Ο σοσιαλιστικός δεσποτισμός θα προκαλέσει μια γενική άρνηση του κράτους : «Ο σοσιαλισμός μπορεί να χρησιμεύσει για να διδάξει με τρόπο κτηνώδη και χτυπητό , τον κίνδυνο όλων των συσσωρεύσεων δύναμης μέσα στο κράτος και με αυτή την έννοια , να υπαινιχθεί μια δυσπιστία εναντίον του ίδιου του κράτους. Όταν η τραχιά του φωνή αναμιχθεί με την κραυγή του πολέμου : «Όσο το δυνατόν περισσότερο κράτος » , αυτή η κραυγή θα γίνει , αρχικά , πιο θορυβώδης παρά ποτέ :αλλά σε λίγο , θα ξεσπάσει με όχι λιγότερη δύναμη , η αντίθετη κραυγή : «Όσο το δυνατόν λιγότερο κράτος».
Σε ένα από τα τελευταίο του βιβλία το «Ιδε ο Άνθρωπος », ο Νίτσε , κάνει μια αναδρομή στα προηγούμενα έργά του , και βρίσκει την ευκαιρία να επανέλθει στις απόψεις που είχε υποστηρίξει στους «Ανεπίκαιρους Στοχασμούς» για την αρνητικές όψεις της επιστήμης , την απρόσωπη εργασία του τεχνίτη .Επισημαίνει ότι για αυτούς τους λόγους η εποχή του είναι άρρωστη και σε αποσύνθεση .Στο ίδιο έργο θα βρει την ευκαιρία να καταδικάσει τον γερμανικό εθνικισμό και να σημειώσει την συμπάθεια του για τους Εβραίους: «Οι Γερμανοί δεν έχουν καμιά ιδέα του πόσο είναι χυδαίοι , και τούτο είναι το υπερθετικό της χυδαιότητας , δεν ντρέπονται καν που δεν είναι παρά Γερμανοί…Του κάκου ζήτησα μιαν απόδειξη τακτ, λεπτότητας απέναντί μου .Την βρήκα σε Εβραίους , ποτέ σε Γερμανούς». Τέτοιου είδους απόψεις παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αντοχή στο έργο του Νίτσε .Παρόμοια και χωρίς διακυμάνσεις , είναι η αγωνία για την φύση : «Ύβρις είναι σήμερα ολόκληρη η στάση μας απέναντι της φύσης , η καταδυνάστευση μας της φύσης με τη βοήθεια των μηχανών και με την τόσο απερίσκεπτη εφευρετικότητα των τεχνικών και των μηχανικών».
Η επίθεση στην κοινωνία του χρήματος και στο κράτος απλώνεται στα γραφτά κάθε περιόδου του Νίτσε .Στην ΑΥΓΗ θα γράψει : «Η εποχή μας , όσο κι αν μιλάει για οικονομία , είναι σπάταλη :σπαταλάει το πιο πολύτιμο πράγμα, το πνεύμα » .Στο τελευταίο του βιβλίο στη «Θέληση για δύναμη» γράφει: «οι «πλούσιοί» μας είναι οι φτωχότεροι όλων !Ο αληθινός σκοπός κάθε πλούτου είναι η λήθη».
Ο Νίτσε δεν συμμερίζεται την αισιόδοξη ανθρωπολογική άποψη για την «καλή ρίζα του ανθρώπου», που διαφθείρει η κοινωνία. Γι’ αυτό δεν αποδέχεται την δυνατότητα για την οριστική διευθέτηση των κοινωνικών προβλημάτων. Ένας επίγειος παράδεισος δεν είναι μόνο ανέφικτος , αλλά και αντίθετος στην ιδιοσυγκρασία του. Η προσμονή μίας ουτοπικά τέλειας κοινωνίας ή είναι εσχατολογικής προέλευσης ή αποτελεί έναν ιδεαλισμό που , αντί να περπατά με το κεφάλι κάτω, περπατάει με τα πόδια (καθώς έλεγε ο Μάρξ για τον Χέγκελ).Ο Πλάτων και οι σοσιαλιστές (της εποχής του Νίτσε βέβαια ) λανθασμένα ισχυρίζονται ότι η εξάλειψη της ιδιοκτησίας θα καταργήσει συγχρόνως την ματαιοδοξία και τον εγωισμό .Καθώς γράφει , αυτή η «βασική και ουτοπική μελωδία του Πλάτωνα , που οι σοσιαλιστές εξακολουθούν πάντα να τραγουδούν , βασίζεται σε μια ατελή γνώση του ανθρώπου :αγνοούσε την ιστορία των ηθικών αισθημάτων , του έλειπε η διορατικότητα πάνω στην προέλευση των παλιών ιδιοτήτων της ανθρώπινης ψυχής »
Ο Νίτσε αντιπροσωπεύει ένα φωτεινό πνεύμα αντίστασης , που δεν χάθηκε σε οποιοδήποτε μονοπάτι εσχατολογίας ή τέλους της ιστορίας. Ο σκεπτικισμός είναι η μέθοδος , που ταιριάζει στο ύφος και στην ιδιοσυγκρασία του: «Ένα πνεύμα που ζητάει μεγάλα πράγματα , που ζητάει επίσης τα μέσα για να φτάσει σ’ αυτά , είναι κατ’ ανάγκη ένας σκεπτικιστής .Η ελευθερία απ’ όλα τα είδη πεποιθήσεων , η ικανότητα να βλέπεις ελεύθερα , αποτελεί μέρος της δύναμης …Η πεποίθηση ως μέσο :Το μεγάλο πάθος χρειάζεται και χρησιμοποιεί τις πεποιθήσεις , αλλά δεν υποτάσσεται σ’ αυτές –νιώθει ανώτερο απ’ αυτές. Αντίθετα , η ανάγκη για πίστη , για κάποιο είδος ανεπιφύλακτου Ναι ή Όχι , αυτός ο Καρλαυσμός , αν μου επιτρέπεται η έκφραση , είναι μια ανάγκη που γεννιέται από την αδυναμία ». Γι’ αυτό είναι κατανοητό ,ο Νίτσε , να αντιτίθεται όχι μόνο σε κάθε θρησκεία και πίστη , αλλά και στον αστισμό ,στην δημοκρατία ,στον σοσιαλισμό , στο κράτος , στην εξουσία , στον γερμανισμό, στον εθνικισμό , στον αναρχισμό , στον αντισημιτισμό .
Παρόλα αυτά στο τελευταίο και πιο αμφιλεγόμενο βιβλίο την «Θέληση για Δύναμη» προβλέπει πολλά από αυτά που ακολούθησαν , ενώ αναδύεται αρκετά θολά και ασαφές ένα πολιτικό δέον.
Διέβλεψε ότι « ανάλωση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας γίνεται ολοένα και πιο οικονομική» .Ο άνθρωπος μικραίνει , μειώνει ,εμφανίζεται «η προσαρμογή , η ισοπέδωση , ο ανώτερος κινεζισμός , η μετριοπάθεια στα ένστικτα » , ενώ η γη «αποκτά κοινή οικονομική διαχείριση» και μεταβάλλεται σε «μηχανή στην υπηρεσία της οικονομίας αυτής» .Συγχρόνως ο Ευρωπαίος γίνεται «το πιο έξυπνο δουλικό ζώο , πολύ εργατικό , κατά βάθος πολύ μετριοπαθές , περίεργο μέχρι υπερβολής ,πολυειδές ,αβροδίαιτο , με αδύναμη θέληση – ένα κοσμοπολίτικο χάος αισθημάτων και νου»
Οι εργάτες μεταβάλλονται σε στρατιώτες : «Οι εργάτες πρέπει να μάθουν να αισθάνονται σαν στρατιώτες. Μια αμοιβή , ένα εισόδημα , αλλά όχι πληρωμή! Καμιά σχέση μεταξύ πληρωμής και απόδοσης !Αλλά το άτομο , το καθένα ανάλογα με το είδος του , πρέπει να τοποθετείται έτσι ώστε να μπορεί να αποδώσει το ύψιστο που μπορεί να αποδώσει. Οι εργάτες θα ζουν μια μέρα όπως οι αστοί σήμερα – αλλά πάνω απ’ αυτούς, διακρινόμενοι από την έλλειψη αναγκών τους , η ανώτερη κάστα : δηλαδή πιο φτωχοί και πιο απλοί , αλλά κάτοχοι της δύναμης ».
Ο Νίτσε αφού προηγουμένως αποθεμελίωσε όλα τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα , διαλέγει ως την δική του ουτοπία μια πνευματική αριστοκρατία , που θα ζει ασκητικά και με ελάχιστα αγαθά. Απέναντι στην τάση του εκδημοκρατισμού και των ίσων δικαιωμάτων , που κάνει «το αγελαίο ζώο κύριο» ,αυτός κατέχεται από το πάθος της απόστασης. Στοχεύει σε νέες ιεραρχίες που δεν είναι όμως ούτε οι ιεραρχίες του χρήματος , ούτε ιεραρχίες που αποθεώνουν το κράτος. Πρόκειται βέβαια για μια δική του επιθυμία , που δεν έχει ελπίδα να γίνει μέρος της πραγματικότητας , διότι προϋποθέτει μια βαθύτατη ανατροπή , που θα έχει γίνει πρώτα στην συνείδηση των ανθρώπων και θα έχει τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβληθεί στην πολιτική που στηρίζεται από το κράτος και τα μέσα ενημέρωσης. Σε αντίθεση με τον Δαρβίνο θεωρεί ότι αυτοί που επικρατούν δεν είναι οι ισχυροί ,αλλά οι αδύναμοι .Οι ισχυροί είναι σπάταλοι ,ενώ αποδεκατίζονται σε μάχες μεταξύ τους ,και τα αισθήματα που έχουν τα ξοδεύουν : «η ύπαρξή τους είναι δαπανηρή » . Η δημοκρατία ισοπεδώνει τους πληθυσμούς της Ευρώπης προετοιμάζοντας μια νέα κυρίαρχη τάξη «οι ίδιες συνθήκες που επισπεύδουν την εξέλιξη του αγελαίου ζώου ,επισπεύδουν και την εξέλιξη του ηγετικού ζώου» .Συγχρόνως βλέπει ότι πλησιάζει ο καιρός που η γη θα κυβερνηθεί σαν σύνολο και αναρωτιέται «Και για ποιο σκοπό θα αναδυθεί και θα εκτραφεί ο «άνθρωπος » ως σύνολο – και όχι πια ως λαός , φυλή ;». Είναι ερωτήματα που μπορεί να προοιωνίζουν την παγκοσμιοποίηση , αλλά ο Νίτσε δεν μπορεί να τα απαντήσει . Κάποιες προυποθέσεις , που θέτει , όπως είναι η αντιστροφή των αξιών , η ανάδυση ενός «είδος ανθρώπου ύψιστης πνευματικότητας και δύναμης της θέλησης » , μόνο ως παιχνίδια του νου μπορούν να ερμηνευθούν. Προς το παρόν ας συγκρατήσουμε ότι καμιά κοινωνία (καπιταλιστική , σοσιαλιστική ή οποιαδήποτε άλλη) δεν μπορεί να λειτουργήσει , αν δεν υπάρχουν κάποιοι , που μπορεί και να είναι μειοψηφία, οι οποίοι δεν έχουν ως μοναδική ή κύρια αξία τους το χρήμα.
Η κοινωνία του χρήματος και αυτή που ήθελε να φαίνεται ως αντίθετή της , ο σοσιαλισμός (ο υπαρκτός σοσιαλισμός , η σοσιαλδημοκρατία ), συγχωνεύτηκαν και δεν αποτελούν πλέον δύο διαφορετικές εκδοχές της νεωτερικότητας , αλλά μια .Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να θριαμβολογούν , να θεωρούν τον εαυτό τους ως το τέλος της ιστορίας , αλλά δεν μπορούν να αναλογιστούν ούτε την μικροπολιτική τους , ούτε την αντιαισθητική τους ευτέλεια . Δεν συνιστούν μέρος της φυσικής τάξης ή έξοδο από τον μηδενισμό , αλλά μεταμφιέσεις του μηδενός.
Ο Νίτσε και ο Μάρξ αν δεν χρησιμοποιηθούν ,ως ιερά κείμενα ,ή ως ιερά τέρατα είναι το ίδιο αναγκαίοι για να κατανοήσουμε την νεωτερικότητα .Ξεκινώντας από δύο διαφορετικές αφετηρίες , ο ένας από το πάθος της ισότητας , ο άλλος από το πάθος της απόστασης γίνονται και οι δύο κριτικοί της κοινωνίας που έχει ανάγει ως κύρια αξία και θεμέλιο της ,το Χρήμα. Βεβαίως είναι ενδιαφέρον που μπορούμε να φτάσουμε ακολουθώντας τα ερωτήματά τους και τις σκέψεις. Ο Νίτσε δίχως να το περιμένει γράφοντας ότι , «δεν υπάρχουν γεγονότα , αλλά μόνον ερμηνείες » , προανήγγειλε τον μεταμοντερνισμό. Το πιο παράδοξο είναι ότι οραματιζόμενος μια πνευματική αριστοκρατία εξέρχεται από τα όρια της πολιτικής και εισέρχεται στα όρια της ηθικής .Η σημαντικότερη συνεισφορά του , που τον φέρνει δίπλα στον Ντοστογιέφσκι , που θαύμαζε , είναι η τοποθέτηση του τραγικού στοιχείου και του τραγικού ανθρώπου – κι όχι μια τυφλά αισιόδοξης πίστης – στο κέντρο της μεταξίωσης όλων των αξιών ,στην καρδιά της πορείας εξόδου από τον μηδενισμό : «Είναι τα ηρωικά πνεύματα που λένε Ναι στον εαυτό τους ,στην τραγική σκληρότητα :είναι αρκετά σκληρά για να αισθάνονται τον πόνο σαν ηδονή».


Γ.Λούκατς : «Φ.Νίτσε :Κάτω από το φως του μαρξισμού»,Πρόλογος-Μετάφραση Ξεν.Ι.Καράκαλου ,Εκδόσεις Μαρή ,Αθήνα 1980, σελ.9.Το δοκίμιο του Λούκατς για τον Νίτσε περιέχεται στο έργο του «Η καταστροφή του Λόγου»
όπως προηγούμενα σελ. 7
Φ.ΝΙΤΣΕ : «Ανεπίκαιροι Στοχασμοί », ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ,Θεσσαλονίκη 1996, Εισαγωγή- μετάφραση – χρονικό Ι.Σ.Χριστοδούλου ,Πρόλογος Σ.Δεληβογιατζής σελ. 265-266.
Όπως προηγούμενα σελ.266
Όπως προηγούμενα σελ 267
Όπως προηγούμενα σελ 267
Όπως προηγούμενα σελ 267.Σε ένα άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου συνηγορεί υπέρ των γνήσιων χριστιανών (όπως ήταν για παράδειγμα οι ασκητές ) , που κράτησαν τον χριστιανισμό εκτός του κράτους : « Οι περισσότερο γνήσιοι και αληθινοί οπαδοί του Χριστιανισμού , την κοσμική του επιτυχία , την επονομαζόμενη «ιστορική ισχύ » του ,ανέκαθεν την αμφισβήτησαν και την εμπόδισαν περισσότερο παρά την υποστήριξαν .Γιατί φρόντιζαν να θέσουν εαυτούς εκτός «του κόσμου» , και δεν ανησυχούσαν για την «πορεία της χριστιανικής ιδέας» γι’ αυτό κυρίως έχουν μείνει εντελώς άγνωστοι και ανώνυμοι στην Ιστορία »(σελ.193).
ξη χριστιανική σκέψη ο Σ .Γουνελάς σχολίασε εκτεταμένα στο δοκίμιο του «Ο Φ.Νίτσε , οι διαλέξεις για την παιδεία» ,που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του « Η κρίση του πολιτισμού» , τις σκέψεις του Νίτσε και κατέληξε ότι «Οι διαλέξεις του Νίτσε μας επαναφέρουν με σαφήνεια και ανιδιοτέλεια μπροστά στην πραγματικότητα , φωτίζοντας την ελληνικά , υπό ορισμένη έννοια. Ο πυρήνας από τον οποίο αντλεί και στον οποίο παραπέμπει δεν είναι μια στείρα αρχαιολατρία , αλλά η γονιμοποίηση του και των αισθήσεων στη σημερινή εποχή ή σε οποιαδήποτε άλλη, έτσι ώστε να βοηθηθεί ο άνθρωπος να ξαναβρεί το «μέγεθος», που έχασε »(σελ.127).
«Ανθρώπινο πολύ Ανθρώπινο» , Εκδόσεις Μ. Δαμιανού , 

1 σχόλιο:

  1. <>
    τι εννοεις οταν λες μια αμοιβη ενα εισοδημα αλλα οχι πληρωμ?τι διαφορα εχουν αυτα?γενικα πολυ ωραιο κειμενο

    ΑπάντησηΔιαγραφή