ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Ιανουαρίου 19, 2012
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σε αυτή την εργασία θα προσπαθήσω να καταγράψω τη μεταμόρφωση που υπέστη το ιδανικό της ομορφιάς στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη μουσική της Αναγέννησης.
Στο πρώτο μέρος θα αναλύσω τρεις προσωπογραφίες γυναικών και θα προσπαθήσω να τις κατατάξω στα πρότυπα της περιόδου. Στο δεύτερο μέρος θα περιγράψω τις καινοτομίες στην αρχιτεκτονική καθώς και τα σημαντικότερα έργα. Στο τελευταίο μέρος θα παρουσιάσω τα νέα ρεύματα στη μουσική της περιόδου.
ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΣΤΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στην εικόνα 1 βλέπουμε το έργο του Sandro Boticelli «Πορτραίτο νεαρής» που φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1480 και 1485. Τέμπερα σε ξύλο 82Χ54cm.
Στο πορτραίτο αυτό απεικονίζεται το προφίλ μιας νέας γυναίκας μέχρι το μπούστο, μπροστά από ένα σκούρο φόντο. Έχει μακριά ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε ένα περίτεχνο χτένισμα, διακοσμημένο με μαργαριτάρια και πιασμένα με κορδόνι και κόκκινη κορδέλα. Στην κορυφή του κεφαλιού φέρει χρυσή ανθόσχημη καρφίτσα με κόκκινη σφαιρική πέτρα, κάτω από την οποία στερεώνεται ένα μπλε φτερό.
Στον μακρύ, λεπτό λαιμό της κρέμεται από μια δέσμη χρυσών πολύ λεπτών συρμάτων ένα μενταγιόν από μαύρη πέτρα που έχει κάποια παράσταση. Φοράει κομψή λεπτή πουκαμίσα με δαντελένιο μπούστο, που το άνοιγμα του στεφανώνει φαρδύ κορδόνι, όμοιο με του χτενίσματος.
Η γυναίκα έχει ανοιχτόχρωμα καστανά μάτια, λεπτά ξανθά φρύδια και ζωηρά κόκκινα χείλη.
Το έργο είναι μονοεπίπεδο, με το πρώτο και μοναδικό επίπεδο να καταλαμβάνεται πλήρως από την νεαρή.
Το θέμα φωτίζεται από μπροστά, χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ κυριαρχούν τα θερμά χρώματα..
Πρόκειται για μια πολυσημία, αφού η ίδια μορφή εμφανίζεται σε διάφορους πίνακες του καλλιτέχνη, άλλοτε σαν Θεά και άλλοτε σαν Παναγία. Τη θεϊκή χροιά ενισχύει η παράσταση στο μενταγιόν που αφορά το μύθο του Απόλλωνα και του Μαρσύα.
Ο πίνακας εντάσσεται στην πρώιμη ιταλική Αναγέννηση, είναι χαρακτηριστικός της περιόδου του και αντιπροσωπευτικός του δημιουργού του.
Απεικονίζεται η Simonetta Cattaneo de Cadia Vespucci, γυναίκα ευγενικής καταγωγής και σύζυγος του Marco Vespucci από τη Φλωρεντία. Εικάζεται ότι υπήρξε ερωμένη του Τζουλιάνο των Μεδίκων, νεότερου αδελφού του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπή. Υπήρξε έμπνευση πολλών ποιητών και ζωγράφων της εποχής της, ενώ εικάζεται ότι και ο ίδιος ο Boticelli ήταν ερωτευμένος μαζί της , κάτι που στηρίζεται στο γεγονός ότι ζήτησε να ταφεί στα πόδια της, στην εκκλησία των αγίων Πάντων της ενορίας των Vespucci, στη Φλωρεντία.
Η Simonetta, έχει σαφώς μια σπάνια, συμμετρική ομορφιά, κατάλληλη να στολίσει απεικονίσεις ανώτερων πλασμάτων.
ΤΟ ΓΗΙΝΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στην εικόνα 2 βλέπουμε το έργο του Albrecht Dürer «Πορτραίτο Νεαρής Βενετής», που φιλοτεχνήθηκε το 1505. Λάδι σε ξύλο 35Χ26cm
Στο πορτραίτο απεικονίζεται υπό γωνία ¾, μια γυναίκα νεαρής ηλικίας μέχρι το μπούστο σε μαύρο φόντο. Έχει κόκκινα καλλιά, μάλλον μακριά, στερεωμένα με φιλέ στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ενώ σγουρές τούφες πλαισιώνουν το πρόσωπο. Έχει λεπτά φρύδια, σκούρα καστανά μάτια και μάλλον χλωμή επιδερμίδα.
Φοράει μια κόκκινη πουκαμίσα που δένει με κορδέλες στα μανίκια, μια κόκκινη και μια μαύρη.
Στο λαιμό φοράει κολιέ με μαργαριτάρια και μαύρες πέτρες.
Το έργο είναι μονοεπίπεδο με το πρώτο και μοναδικό επίπεδο να καταλαμβάνει πλήρως η γυναίκα στο κέντρο του. Το θέμα φωτίζεται από μπροστά με δυνατό φως και κυριαρχούν τα θερμά χρώματα.
Ο πίνακας εντάσσεται στην ώριμη Αναγέννηση και φέρει επιρροές από τον Bellini, φίλο του Dürer και αναγνωρισμένο καλλιτέχνη, την περίοδο που φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας.
Πρόκειται για την αναπαράσταση μιας νέας γυναίκας της εποχής της Αναγέννησης που κοιτάει μπροστά χωρίς
συστολή και με διεισδυτικό βλέμμα. Το γήινο, προσιτό Κάλλος, δεν σκιάζεται από μικρές ατέλειες που τόσο σοφά δεν παρέλειψε ο καλλιτέχνης, όπως η ελαφρά σουβλερή μύτη και την κόρη του αριστερού ματιού, ελαφρά εκτός κέντρου.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στην εικόνα 3 βλέπουμε το έργο του Leonardo Da Vinci που συναντάμε με την ονομασία «Μόνα Λίζα», ή «Τζιοκόντα» ή «Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φραντσέσκο ντελ Τζιοκόντο». Δημιουργήθηκε μεταξύ 1503-1519. Λάδι σε ξύλο 77Χ53cm.
Στον πίνακα απεικονίζεται μια γυναίκα καθισμένη σε καρέκλα, ορατή μέχρι τους γοφούς, να στρέφεται προς τον καλλιτέχνη, σχεδόν ανφάς, μπροστά σε ένα παράθυρο που βλέπει στη θάλασσα. Έχει καστανοκόκκινα σγουρά μαλλιά που καλύπτει μέχρι ψηλά στο μέτωπο ένα διάφανο μαντήλι.
Φοράει μια σκούρα χρυσή πουκαμίσα ανοιχτή στο λαιμό και μια διάφανη εσάρπα από πάνω, με τη μια άκρη της να πέφτει τυλιγμένη στο δεξί της ώμο.
Έχει λευκό δέρμα, δεν φοράει κοσμήματα και δείχνει να χαμογελάει, περισσότερο με τα μάτια παρά με το στόμα. Στο φόντο διακρίνουμε μια βραχώδη ακτή, έναν χωματόδρομο από κοκκινόχωμα που κατευθύνεται σε κάποιο μυχό της ακτής, ενώ φαίνεται μια γέφυρα να ενώνει ένα βραχώδες χάσμα πάνω από ρηχά νερά. Ο ουρανός είναι γκρίζος και ο καιρός ομιχλώδης.
Ο πίνακας χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Το τοπίο δημιουργεί μια αίσθηση βάθους καθώς χάνεται μέσα στην καταχνιά. Η γυναίκα φωτίζεται από αριστερά, με αποτέλεσμα αρκετές σκιές στην αριστερή πλευρά του προσώπου και του σώματος. Το τοπίο αποτελείται από ψυχρά χρώματα, ενώ η γυναίκα από θερμά.
Το τοπία σαφώς και δεν είναι τυπικό των προσωπογραφιών γυναικών της περιόδου, που συνήθως απεικονίζονται μέσα στο σπίτι ή μπροστά σε ειδυλλιακά τοπία .Σε μια προσεκτικότερη ανάγνωση παρατηρούμε ότι το τοπίο δεν είναι καθόλου ρεαλιστικό, έτσι όπως αποτελείται από βράχια που υψώνονται κατακόρυφα, με τις μυτερές κορφές τους να χάνονται μέσα στην ομίχλη. Επίσης είναι πολύ έντονη η αντίθεση του αγριεμένου τοπίου με την πραότητα της γυναίκας.
Το έργο ανήκει στην ώριμη Αναγέννηση. Ο Leonardo χρησιμοποιεί εκτεταμένα το σφουμάτο και την ατμοσφαιρική προοπτική, χαρίζοντας ένα μυστηριακό σύνολο, αντάξιο του μύθου του.
ΝΕΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ
Ακολουθώντας τη στροφή των γραμμάτων και της φιλολογίας, οι Ιταλοί του 15ου αιώνα στρέφονται στα αρχαία αρχιτεκτονήματα που σώζονταν στη χώρα. Η μελέτη τους, στρέφει τους προοδευτικούς αρχιτέκτονες στις αρχαίες φόρμες, υιοθετώντας τις κατασκευές τους αναλογίες ρωμαϊκών κτιρίων, στοχεύοντας στην επίτευξη αρμονίας και ομορφιάς. Ο αναγεννησιακός ρυθμός, είναι η εφαρμογή των κλασικών κανόνων στην αρχιτεκτονική.
Βαθύς γνώστης και μελετητής των έργων της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και ηγετική φυσιογνωμία στην φλωρεντίνικη αρχιτεκτονική ης περιόδου, ήταν ο αρχιτέκτονας και γλύπτης Filippo Brunelleschi (1337-1446). Αναδεικνύει και πάλι τη ζωοφόρο, το γείσωμα, το τόξο επάνω σε κίονες και δίνει αρμονικές αναλογίες στα κτίρια που ανεγείρει, μέσα από λεπτούς μαθηματικούς υπολογισμούς και με επιτήδεια χρήση των βασικών γεωγραφικών σχημάτων. Έργο του είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, ο τρούλος διαμέτρου 42m και ύψους με το φανό 110m, του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας. Ο τρούλος ακολούθησε τις αρχαίες κατασκευαστικές τεχνικές. Χτίστηκε με διαδοχικές οριζόντιες στρώσεις, όπως ο τρούλος του Πάνθεου, ενώ χρησιμοποιήθηκαν τούβλα και λιθοδομή σε σχηματισμό ψαροκόκαλου, μια τυπική ρωμαϊκή λιθόστρωση.
Στον Leon Batista Alberti (1404-1472), οφείλουμε την καθιέρωση της ιδιότητας του επαγγελματία αρχιτέκτονα, που ασχολείται αποκλειστικά με το σχεδιασμό του κτίσματος και όχι με τη κατασκευή του. Συνέθεσε επίσης την πρώτη αρχιτεκτονική πραγματεία της Αναγέννησης «De re aedificatoria» (Περί Αρχιτεκτονικής), στην οποία εκφράζει την πεποίθηση ότι η ομορφιά του κτιρίου εξαρτάται από το συνδυασμό του Αριθμού, της Αναλογίας και της Διάταξης.
Στην πρόσοψη του τριώροφου ανακτόρου Ruccellai, ο Alberti χρησιμοποιεί αρχαίους ρυθμούς (ιωνικό και δωρικό) στις παραστάδες των ορόφων, ενώ στο μαυσωλείο του Malatesta και τον ναό του Αγίου Ανδρέα στη Μάντοβα εισάγει ρωμαϊκές, θριαμβικές αψίδες.
Η ΩΡΙΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗΣ
Στην ώριμη Αναγέννηση το σημαντικότερο καλλιτεχνικό κέντρο υπήρξε η Ρώμη. Ο φιλόδοξος πάπας της περιόδου Ιούλιος Β’, κάλεσε στη Ρώμη τον Donato Bramante (1444-1514) για να του αναθέσει έργα μεγάλης κλίμακας όπως την επέκταση του ανακτόρου του Βατικανού και την ανέγερση ενός μεγαλειώδους ναού αφιερωμένου στον Άγιο Πέτρο. Από την άποψη της μορφής και των αναλογιών, ιδιαίτερα σημαντικό έργο του Bramante, είναι ο περίκεντρος τρουλαίος ναΐσκος του San Pietro in Montorio, που χτίστηκε στη Ρώμη γύρω στα 1502. Πρόκειται για την πρώτη μετά τα ρωμαϊκά χρόνια, θολοσκέπαστη περίπτερη ροτόντα-έναν κυκλικό σηκό με κιονοστοιχία-στον τύπο των ναών της Εστίας. Το 1515 ο Λέοντας Γ’ της οικογένειας των Μεδίκων διορίζει τον Raffaelo Santi (1483-1520), επιθεωρητή των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Κοντά στη Ρώμη ο Ραφαήλ χτίζει για τον καρδινάλιο Ιούλιο (τον μελλοντικό πάπα Κλήμεντα Ζ΄) της ίδιας οικογένειας τη βίλα Μαντάμα.. Στη βίλα ο Ραφαήλ χρησιμοποιεί γύψινες διακοσμήσεις που μιμούνται τις καμάρες ρωμαϊκών οικιών, όπως του Τίτου και του Νέρωνα.
Ο Baltassare Perucci (1481-1536) σχεδίασε στη Ρώμη το παλάτσο Μάσσιμι το 1532. Στο πρόπυλο της ανατολικής πλευράς του κτιρίου ο Περούτσι αναβιώνει μια αρχαία πρακτική χρησιμοποιώντας πέτρινα δοκάρια για να το γεφυρώσει, ενώ η κύρια αυλή σχεδιάστηκε σαν αρχαΐζον άτριο.
Στη βίλα Φαρνεζίνα (1509-1511)της Ρώμης, ο Περούτσι προσπαθεί να αναβιώσει τον τύπο κτιρίου που είχε περιγράψει ο Πλίνιος ο νεώτερος στα αρχαία χρόνια, τη villa suburbana.
O Antonio da Sangallo ο νεώτερος (1484-1546), σχεδιάζει το διασημότερο αναγεννησιακό κτίρο της Ρώμης στο παλάτσο Φαρνέζε, έδρα του καρδινάλιου Αλεσάντρο Φαρνέζε, μετέπειτα πάπα Παύλου Γ΄. Οι πανύψηλες (30m) όψεις του και η επιβλητική στεγασμένη με καμάρα και περιτειχισμένη από κίονες σήραγγα εισόδου, παραπέμπουν σε αρχαίες κατασκευές όπως το Κολοσσαίο ή το Θέατρο του Μαρκέλλου.
Η λαμπρότερη πολεοδομική σύλληψη όλης της Αναγέννησης, υπήρξε αναμφισβήτητα η ανάπλαση του Καμπιντόλιο το 1538 για λογαριασμό του πάπα Παύλου Γ΄ από τον Michelangelo Buonarroti (1475-1564). Η μεταχείριση των κενών και των μαζών στο χώρο, έμελλε να ασκήσει ευρεία επίδραση στον αστικό σχεδιασμό των επόμενων αιώνων. Ο Μιχαήλ Άγγελος σε αυτό το έργο του εισάγει το οβάλ στην αρχιτεκτονική, δημιουργεί την πρώτη προσαρμοσμένη στην πρόσοψη ενός μεγάρου σκάλα (Μέγαρο των Συγκλητικών), ενώ συστήνει τον «γιγάντιο» ρυθμό στην αρχιτεκτονική της Ρώμης. Τοποθέτησε κορινθιακές παραστάδες που ορθώνονταν σε όλο το ύψος των διώροφων κτιρίων, με τους θριγκούς και τους κίονες του δευτερεύοντος ρυθμού του ισογείου πίσω τους, σε ξεχωριστό επίπεδο, διαλύοντας τον επίπεδο τοίχο και φτιάχνοντας ένα σύνθετο πλέγμα από διασυνδεόμενα και αλληλοεπικαλυπτόμενα επίπεδα.
ΝΕΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Την περίοδο της Αναγέννησης οι αρχαίες μορφές μουσικής έκφρασης ταλαντεύονται κυριολεκτικά μπροστά στη «Νέα Τέχνη». Η μακρά περίοδος της μονωδίας, δίνει τη θέση της στην πολυφωνία, όπως τα μελαγχολικά περιχαρακωμένα κάστρα των βαρόνων του Μεσαίωνα δίνουν τη θέση τους στα ευρύχωρα οικοδομήματα με τις αρμονικές αναλογίες.
Οι μουσικοί της περιόδου, χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που διέθεταν για να ξεφύγουν και να διακριθούν, διευρύνοντας τα θέματα των συνθέσεων τους, αυξάνοντας τους εκφραστικούς χρωματισμούς και δημιουργώντας απαλότερες τεχνοτροπίες.
Η ιταλική πολυφωνία ήταν απλή, χωρίς ρυθμικές περιπλοκές. Ο πιο διαδεδομένος τύπος της ήταν ο κανόνας, που αποτελούνταν από δύο φωνές που τραγουδούσαν την ίδια μελωδία με μια μικρή διαφορά στο ξεκίνημα τους, σαν να κυνηγάει η δεύτερη φωνή την πρώτη.
Η ενασχόληση με τη μουσική στο χώρο της οικίας, γίνεται όλο και πιο δημοφιλής με την άνοδο της μεσαίας τάξης και οι μουσικές σπουδές θεωρούνται πια μέρος της καλής ανατροφής. Πρόσθετα, η διαθέσιμη ποσότητα νέας μουσικής, αυξάνεται δραματικά με την πρόοδο της μουσικής τυπογραφίας.
Στην αυλή της Βουργουνδίας και υπό την αιγίδα του δούκα Φιλίππου του Καλού, αναπτύχθηκε ένας πόλος έλξης για καλλιτέχνες και μουσικούς. Η Σχολή της Βουργουνδίας ανέδειξε μεγάλους μουσικούς, όπως ο Γουλιέλμος Ντυφέ (1400-1474) και ο Ζύλ Μπενσουά (1400-1460). Οι πιο διαπρεπείς ανάμεσα τους θα διαδώσουν σε όλη την Ευρώπη την πλούσια γραφή της πολυφωνίας, κάνοντας λαμπρή καριέρα στους μεγάλους ναούς, στις πριγκηπικές, εκκλησιαστικές ή βασιλικές αυλές της Ιταλίας, Ισπανίας, Γερμανίας και Αγγλίας. Εγκαταλείποντας τις μουσικές πολυπλοκότητες του 14ου αιώνα ο Ντυφέ και οι Βουργουνδοί ομότεχνοι του, συνθέτουν ξεκάθαρους ρυθμούς και καλοσχηματισμένες μελωδίες, συνθέτουν ξεκάθαρους ρυθμούς και καλοσχηματισμένες μελωδίες, υιοθετώντας ένα απλούστερο και πιο προσιτό ύφος, που έχει κάτι από τη γοητεία του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Ντυφέ, στο λατινικό του μοτέτο «Φιλεύσπλαχνη Μητέρα του Σωτήρα», φανερώνει καθαρά το ύφος του, προσαρμόζοντας ρυθμικά και μελωδικά τον θρησκευτικό ύμνο. Ακολουθεί τρίμετρη μετρική, με το κάντους φίρμους στην υψηλότερη φωνή να κυριαρχεί πάνω στις άλλες. Η τρίφωνη αρμονία, δημιουργεί στο τέλος της σύνθεσης τετράφωνες αντηχήσεις με τον διαχωρισμό των σοπράνο.
Η μετάβαση από τον ανώνυμο συνθέτη του μεσαίωνα στον αυστηρά ατομοκεντρικό καλλιτέχνη της Αναγέννησης, ολοκληρώνεται με την εντυπωσιακή μουσική ιδιοφυΐα του Ζοσκέν ντε πρέ (π.1440-1521). Ο Ζοσκέν προσέφερε πολλά στην αρμονία, βάζοντας τις φωνές να τραγουδούν τις δικές τους διαφορετικές νότες, αλλά προσέχοντας ώστε η κάθε συλλαβή που προφέρουν να συμπίπτει χρονικά με τις συλλαβές των υπόλοιπων φωνών. Τα έργα του εκφράζουν μια τολμηρή πρωτοτυπία στην έκφραση και τη γραφή τους, ηχώντας λιγότερο απόμακρα από εκείνα των προηγούμενων εποχών, με μια σχεδόν σύγχρονη αντίληψη για την τέχνη.
Οι πολυφωνικές, αντιστικτικές, μουσικές ενδύσεις της Θείας Λειτουργίας με τα ποικίλματα των τραγουδιστών, ανησύχησαν τους καρδινάλιους που θεωρούσαν ότι το ιερό κείμενο γινόταν δυσδιάκριτο, θέτοντας το θέμα στη Σύνοδο του Τρέντο (1545-1563) : «Ubi sive organo, sive catus lascivum aut impurum aliquid miscentur» (Επειδή είτε όργανο είτε τραγούδι προκαλεί ηθική χαλάρωση ή κάτι ακάθαρτο). Έτσι ανατίθεται στον Ιταλό Τζιοβάνι Πιερλουΐτζι ντα Παλεστρίνα (1526-1594), η καθιέρωση ενός πολυφωνικού μέλους όσο δυνατόν πιο καθαρού και απέριττου, ώστε το κείμενο της εκκλησιαστικής λατρείας να είναι εύκολα κατανοήσιμο από τους πιστούς. Έγραψε πάνω από 100 λειτουργίες απαράμιλλης τέχνης, πραγματώνοντας το ιδανικό α καπέλα ύφος στη φωνητική πολυφωνία, υποτάσσοντας τη μεμονωμένη φωνή στο σύνολο.
Η καντσόνα και το μαδριγάλιο είναι δυο σημαντικά είδη μουσικής που γεννιούνται από την ένωση ποίησης και μουσικής.
Η καντσόνα του 15ου αιώνα επικράτησε στις αυλές των προστατών των τεχνών, μοναρχών της Βουργουνδίας και της Γαλλίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ερωτικά ποιήματα, με την ύπαρξη επωδού (ρεφραίν) ενός ή δύο στίχων που κατά διαστήματα επαναλαμβάνεται.
Το μαδριγάλι είναι ένα πολυφωνικό κομμάτι που πραγματεύεται θέματα ηρωικά, ποιμενικά και λάγνα. Αποτελείται από μιμήσεις, δηλαδή την επανάληψη μοτίβων σε διαφορετικές φωνές, που αργότερα κάποιες αντικαθιστούνται από όργανα. Έχει έντονο το λογοτεχνικό στοιχείο και μια ευκαμψία που καμία άλλη μουσική φόρμα δεν είχε προσφέρει μέχρι τότε στους μουσικούς.
Τα μαδριγάλια και οι καντσόνες, συχνά παίζονται σε απλοποιημένες τετράφωνες αποδόσεις, αποκλειστικά από όργανα, που συνοδεύουν χορευτές σε δημοφιλή είδη όπως οι παβάνες, τα σαλταρέλα, οι γκαγιάρντες και τα αλμάντ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η περίοδος της Αναγέννησης συνέβαλε στην αλλαγή στη σκέψη που προώθησε τον πειραματισμό και τον νεωτερισμό στις τέχνες κι τις επιστήμες, αλλά και στη σταδιακή διαμόρφωση της κοινής κουλτούρας της Ευρώπης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αλμπάνη, Τζένη και Κασιμάτη, Μαριλένα. Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα ως τον 18ο Αιώνα. Τόμος Α΄, Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2008.
2. Gombrich, E.H. Το Χρονικό της Τέχνης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1998.
3. Watkin, D. Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2005.
4. Machlis,J. Forney, K. Η Απόλαυση της μουσικής, Αθήνα, Fagotto, 1996.
5. Στέμαν, Ζ. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Μουσικής, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1984.
6. Headington, C. Ιστορία της μουσικής, Αθήνα, Gutenberg, 1994.
7. Weeks, M. Τα Μυστικά της Μουσικής, Αθήνα, Ελευθεροτυπία, 2009.
8. Westrup, J. Πηγές και παράγοντες της μουσικής, Αθήνα, Δανιάς, 1980.
Σε αυτή την εργασία θα προσπαθήσω να καταγράψω τη μεταμόρφωση που υπέστη το ιδανικό της ομορφιάς στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη μουσική της Αναγέννησης.
Στο πρώτο μέρος θα αναλύσω τρεις προσωπογραφίες γυναικών και θα προσπαθήσω να τις κατατάξω στα πρότυπα της περιόδου. Στο δεύτερο μέρος θα περιγράψω τις καινοτομίες στην αρχιτεκτονική καθώς και τα σημαντικότερα έργα. Στο τελευταίο μέρος θα παρουσιάσω τα νέα ρεύματα στη μουσική της περιόδου.
ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΣΤΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στην εικόνα 1 βλέπουμε το έργο του Sandro Boticelli «Πορτραίτο νεαρής» που φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1480 και 1485. Τέμπερα σε ξύλο 82Χ54cm.
Στο πορτραίτο αυτό απεικονίζεται το προφίλ μιας νέας γυναίκας μέχρι το μπούστο, μπροστά από ένα σκούρο φόντο. Έχει μακριά ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε ένα περίτεχνο χτένισμα, διακοσμημένο με μαργαριτάρια και πιασμένα με κορδόνι και κόκκινη κορδέλα. Στην κορυφή του κεφαλιού φέρει χρυσή ανθόσχημη καρφίτσα με κόκκινη σφαιρική πέτρα, κάτω από την οποία στερεώνεται ένα μπλε φτερό.
Στον μακρύ, λεπτό λαιμό της κρέμεται από μια δέσμη χρυσών πολύ λεπτών συρμάτων ένα μενταγιόν από μαύρη πέτρα που έχει κάποια παράσταση. Φοράει κομψή λεπτή πουκαμίσα με δαντελένιο μπούστο, που το άνοιγμα του στεφανώνει φαρδύ κορδόνι, όμοιο με του χτενίσματος.
Η γυναίκα έχει ανοιχτόχρωμα καστανά μάτια, λεπτά ξανθά φρύδια και ζωηρά κόκκινα χείλη.
Το έργο είναι μονοεπίπεδο, με το πρώτο και μοναδικό επίπεδο να καταλαμβάνεται πλήρως από την νεαρή.
Το θέμα φωτίζεται από μπροστά, χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ κυριαρχούν τα θερμά χρώματα..
Πρόκειται για μια πολυσημία, αφού η ίδια μορφή εμφανίζεται σε διάφορους πίνακες του καλλιτέχνη, άλλοτε σαν Θεά και άλλοτε σαν Παναγία. Τη θεϊκή χροιά ενισχύει η παράσταση στο μενταγιόν που αφορά το μύθο του Απόλλωνα και του Μαρσύα.
Ο πίνακας εντάσσεται στην πρώιμη ιταλική Αναγέννηση, είναι χαρακτηριστικός της περιόδου του και αντιπροσωπευτικός του δημιουργού του.
Απεικονίζεται η Simonetta Cattaneo de Cadia Vespucci, γυναίκα ευγενικής καταγωγής και σύζυγος του Marco Vespucci από τη Φλωρεντία. Εικάζεται ότι υπήρξε ερωμένη του Τζουλιάνο των Μεδίκων, νεότερου αδελφού του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπή. Υπήρξε έμπνευση πολλών ποιητών και ζωγράφων της εποχής της, ενώ εικάζεται ότι και ο ίδιος ο Boticelli ήταν ερωτευμένος μαζί της , κάτι που στηρίζεται στο γεγονός ότι ζήτησε να ταφεί στα πόδια της, στην εκκλησία των αγίων Πάντων της ενορίας των Vespucci, στη Φλωρεντία.
Η Simonetta, έχει σαφώς μια σπάνια, συμμετρική ομορφιά, κατάλληλη να στολίσει απεικονίσεις ανώτερων πλασμάτων.
ΤΟ ΓΗΙΝΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στην εικόνα 2 βλέπουμε το έργο του Albrecht Dürer «Πορτραίτο Νεαρής Βενετής», που φιλοτεχνήθηκε το 1505. Λάδι σε ξύλο 35Χ26cm
Στο πορτραίτο απεικονίζεται υπό γωνία ¾, μια γυναίκα νεαρής ηλικίας μέχρι το μπούστο σε μαύρο φόντο. Έχει κόκκινα καλλιά, μάλλον μακριά, στερεωμένα με φιλέ στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ενώ σγουρές τούφες πλαισιώνουν το πρόσωπο. Έχει λεπτά φρύδια, σκούρα καστανά μάτια και μάλλον χλωμή επιδερμίδα.
Φοράει μια κόκκινη πουκαμίσα που δένει με κορδέλες στα μανίκια, μια κόκκινη και μια μαύρη.
Στο λαιμό φοράει κολιέ με μαργαριτάρια και μαύρες πέτρες.
Το έργο είναι μονοεπίπεδο με το πρώτο και μοναδικό επίπεδο να καταλαμβάνει πλήρως η γυναίκα στο κέντρο του. Το θέμα φωτίζεται από μπροστά με δυνατό φως και κυριαρχούν τα θερμά χρώματα.
Ο πίνακας εντάσσεται στην ώριμη Αναγέννηση και φέρει επιρροές από τον Bellini, φίλο του Dürer και αναγνωρισμένο καλλιτέχνη, την περίοδο που φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας.
Πρόκειται για την αναπαράσταση μιας νέας γυναίκας της εποχής της Αναγέννησης που κοιτάει μπροστά χωρίς
συστολή και με διεισδυτικό βλέμμα. Το γήινο, προσιτό Κάλλος, δεν σκιάζεται από μικρές ατέλειες που τόσο σοφά δεν παρέλειψε ο καλλιτέχνης, όπως η ελαφρά σουβλερή μύτη και την κόρη του αριστερού ματιού, ελαφρά εκτός κέντρου.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στην εικόνα 3 βλέπουμε το έργο του Leonardo Da Vinci που συναντάμε με την ονομασία «Μόνα Λίζα», ή «Τζιοκόντα» ή «Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φραντσέσκο ντελ Τζιοκόντο». Δημιουργήθηκε μεταξύ 1503-1519. Λάδι σε ξύλο 77Χ53cm.
Στον πίνακα απεικονίζεται μια γυναίκα καθισμένη σε καρέκλα, ορατή μέχρι τους γοφούς, να στρέφεται προς τον καλλιτέχνη, σχεδόν ανφάς, μπροστά σε ένα παράθυρο που βλέπει στη θάλασσα. Έχει καστανοκόκκινα σγουρά μαλλιά που καλύπτει μέχρι ψηλά στο μέτωπο ένα διάφανο μαντήλι.
Φοράει μια σκούρα χρυσή πουκαμίσα ανοιχτή στο λαιμό και μια διάφανη εσάρπα από πάνω, με τη μια άκρη της να πέφτει τυλιγμένη στο δεξί της ώμο.
Έχει λευκό δέρμα, δεν φοράει κοσμήματα και δείχνει να χαμογελάει, περισσότερο με τα μάτια παρά με το στόμα. Στο φόντο διακρίνουμε μια βραχώδη ακτή, έναν χωματόδρομο από κοκκινόχωμα που κατευθύνεται σε κάποιο μυχό της ακτής, ενώ φαίνεται μια γέφυρα να ενώνει ένα βραχώδες χάσμα πάνω από ρηχά νερά. Ο ουρανός είναι γκρίζος και ο καιρός ομιχλώδης.
Ο πίνακας χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Το τοπίο δημιουργεί μια αίσθηση βάθους καθώς χάνεται μέσα στην καταχνιά. Η γυναίκα φωτίζεται από αριστερά, με αποτέλεσμα αρκετές σκιές στην αριστερή πλευρά του προσώπου και του σώματος. Το τοπίο αποτελείται από ψυχρά χρώματα, ενώ η γυναίκα από θερμά.
Το τοπία σαφώς και δεν είναι τυπικό των προσωπογραφιών γυναικών της περιόδου, που συνήθως απεικονίζονται μέσα στο σπίτι ή μπροστά σε ειδυλλιακά τοπία .Σε μια προσεκτικότερη ανάγνωση παρατηρούμε ότι το τοπίο δεν είναι καθόλου ρεαλιστικό, έτσι όπως αποτελείται από βράχια που υψώνονται κατακόρυφα, με τις μυτερές κορφές τους να χάνονται μέσα στην ομίχλη. Επίσης είναι πολύ έντονη η αντίθεση του αγριεμένου τοπίου με την πραότητα της γυναίκας.
Το έργο ανήκει στην ώριμη Αναγέννηση. Ο Leonardo χρησιμοποιεί εκτεταμένα το σφουμάτο και την ατμοσφαιρική προοπτική, χαρίζοντας ένα μυστηριακό σύνολο, αντάξιο του μύθου του.
ΝΕΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ
Ακολουθώντας τη στροφή των γραμμάτων και της φιλολογίας, οι Ιταλοί του 15ου αιώνα στρέφονται στα αρχαία αρχιτεκτονήματα που σώζονταν στη χώρα. Η μελέτη τους, στρέφει τους προοδευτικούς αρχιτέκτονες στις αρχαίες φόρμες, υιοθετώντας τις κατασκευές τους αναλογίες ρωμαϊκών κτιρίων, στοχεύοντας στην επίτευξη αρμονίας και ομορφιάς. Ο αναγεννησιακός ρυθμός, είναι η εφαρμογή των κλασικών κανόνων στην αρχιτεκτονική.
Βαθύς γνώστης και μελετητής των έργων της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και ηγετική φυσιογνωμία στην φλωρεντίνικη αρχιτεκτονική ης περιόδου, ήταν ο αρχιτέκτονας και γλύπτης Filippo Brunelleschi (1337-1446). Αναδεικνύει και πάλι τη ζωοφόρο, το γείσωμα, το τόξο επάνω σε κίονες και δίνει αρμονικές αναλογίες στα κτίρια που ανεγείρει, μέσα από λεπτούς μαθηματικούς υπολογισμούς και με επιτήδεια χρήση των βασικών γεωγραφικών σχημάτων. Έργο του είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, ο τρούλος διαμέτρου 42m και ύψους με το φανό 110m, του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας. Ο τρούλος ακολούθησε τις αρχαίες κατασκευαστικές τεχνικές. Χτίστηκε με διαδοχικές οριζόντιες στρώσεις, όπως ο τρούλος του Πάνθεου, ενώ χρησιμοποιήθηκαν τούβλα και λιθοδομή σε σχηματισμό ψαροκόκαλου, μια τυπική ρωμαϊκή λιθόστρωση.
Στον Leon Batista Alberti (1404-1472), οφείλουμε την καθιέρωση της ιδιότητας του επαγγελματία αρχιτέκτονα, που ασχολείται αποκλειστικά με το σχεδιασμό του κτίσματος και όχι με τη κατασκευή του. Συνέθεσε επίσης την πρώτη αρχιτεκτονική πραγματεία της Αναγέννησης «De re aedificatoria» (Περί Αρχιτεκτονικής), στην οποία εκφράζει την πεποίθηση ότι η ομορφιά του κτιρίου εξαρτάται από το συνδυασμό του Αριθμού, της Αναλογίας και της Διάταξης.
Στην πρόσοψη του τριώροφου ανακτόρου Ruccellai, ο Alberti χρησιμοποιεί αρχαίους ρυθμούς (ιωνικό και δωρικό) στις παραστάδες των ορόφων, ενώ στο μαυσωλείο του Malatesta και τον ναό του Αγίου Ανδρέα στη Μάντοβα εισάγει ρωμαϊκές, θριαμβικές αψίδες.
Η ΩΡΙΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗΣ
Στην ώριμη Αναγέννηση το σημαντικότερο καλλιτεχνικό κέντρο υπήρξε η Ρώμη. Ο φιλόδοξος πάπας της περιόδου Ιούλιος Β’, κάλεσε στη Ρώμη τον Donato Bramante (1444-1514) για να του αναθέσει έργα μεγάλης κλίμακας όπως την επέκταση του ανακτόρου του Βατικανού και την ανέγερση ενός μεγαλειώδους ναού αφιερωμένου στον Άγιο Πέτρο. Από την άποψη της μορφής και των αναλογιών, ιδιαίτερα σημαντικό έργο του Bramante, είναι ο περίκεντρος τρουλαίος ναΐσκος του San Pietro in Montorio, που χτίστηκε στη Ρώμη γύρω στα 1502. Πρόκειται για την πρώτη μετά τα ρωμαϊκά χρόνια, θολοσκέπαστη περίπτερη ροτόντα-έναν κυκλικό σηκό με κιονοστοιχία-στον τύπο των ναών της Εστίας. Το 1515 ο Λέοντας Γ’ της οικογένειας των Μεδίκων διορίζει τον Raffaelo Santi (1483-1520), επιθεωρητή των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Κοντά στη Ρώμη ο Ραφαήλ χτίζει για τον καρδινάλιο Ιούλιο (τον μελλοντικό πάπα Κλήμεντα Ζ΄) της ίδιας οικογένειας τη βίλα Μαντάμα.. Στη βίλα ο Ραφαήλ χρησιμοποιεί γύψινες διακοσμήσεις που μιμούνται τις καμάρες ρωμαϊκών οικιών, όπως του Τίτου και του Νέρωνα.
Ο Baltassare Perucci (1481-1536) σχεδίασε στη Ρώμη το παλάτσο Μάσσιμι το 1532. Στο πρόπυλο της ανατολικής πλευράς του κτιρίου ο Περούτσι αναβιώνει μια αρχαία πρακτική χρησιμοποιώντας πέτρινα δοκάρια για να το γεφυρώσει, ενώ η κύρια αυλή σχεδιάστηκε σαν αρχαΐζον άτριο.
Στη βίλα Φαρνεζίνα (1509-1511)της Ρώμης, ο Περούτσι προσπαθεί να αναβιώσει τον τύπο κτιρίου που είχε περιγράψει ο Πλίνιος ο νεώτερος στα αρχαία χρόνια, τη villa suburbana.
O Antonio da Sangallo ο νεώτερος (1484-1546), σχεδιάζει το διασημότερο αναγεννησιακό κτίρο της Ρώμης στο παλάτσο Φαρνέζε, έδρα του καρδινάλιου Αλεσάντρο Φαρνέζε, μετέπειτα πάπα Παύλου Γ΄. Οι πανύψηλες (30m) όψεις του και η επιβλητική στεγασμένη με καμάρα και περιτειχισμένη από κίονες σήραγγα εισόδου, παραπέμπουν σε αρχαίες κατασκευές όπως το Κολοσσαίο ή το Θέατρο του Μαρκέλλου.
Η λαμπρότερη πολεοδομική σύλληψη όλης της Αναγέννησης, υπήρξε αναμφισβήτητα η ανάπλαση του Καμπιντόλιο το 1538 για λογαριασμό του πάπα Παύλου Γ΄ από τον Michelangelo Buonarroti (1475-1564). Η μεταχείριση των κενών και των μαζών στο χώρο, έμελλε να ασκήσει ευρεία επίδραση στον αστικό σχεδιασμό των επόμενων αιώνων. Ο Μιχαήλ Άγγελος σε αυτό το έργο του εισάγει το οβάλ στην αρχιτεκτονική, δημιουργεί την πρώτη προσαρμοσμένη στην πρόσοψη ενός μεγάρου σκάλα (Μέγαρο των Συγκλητικών), ενώ συστήνει τον «γιγάντιο» ρυθμό στην αρχιτεκτονική της Ρώμης. Τοποθέτησε κορινθιακές παραστάδες που ορθώνονταν σε όλο το ύψος των διώροφων κτιρίων, με τους θριγκούς και τους κίονες του δευτερεύοντος ρυθμού του ισογείου πίσω τους, σε ξεχωριστό επίπεδο, διαλύοντας τον επίπεδο τοίχο και φτιάχνοντας ένα σύνθετο πλέγμα από διασυνδεόμενα και αλληλοεπικαλυπτόμενα επίπεδα.
ΝΕΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Την περίοδο της Αναγέννησης οι αρχαίες μορφές μουσικής έκφρασης ταλαντεύονται κυριολεκτικά μπροστά στη «Νέα Τέχνη». Η μακρά περίοδος της μονωδίας, δίνει τη θέση της στην πολυφωνία, όπως τα μελαγχολικά περιχαρακωμένα κάστρα των βαρόνων του Μεσαίωνα δίνουν τη θέση τους στα ευρύχωρα οικοδομήματα με τις αρμονικές αναλογίες.
Οι μουσικοί της περιόδου, χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που διέθεταν για να ξεφύγουν και να διακριθούν, διευρύνοντας τα θέματα των συνθέσεων τους, αυξάνοντας τους εκφραστικούς χρωματισμούς και δημιουργώντας απαλότερες τεχνοτροπίες.
Η ιταλική πολυφωνία ήταν απλή, χωρίς ρυθμικές περιπλοκές. Ο πιο διαδεδομένος τύπος της ήταν ο κανόνας, που αποτελούνταν από δύο φωνές που τραγουδούσαν την ίδια μελωδία με μια μικρή διαφορά στο ξεκίνημα τους, σαν να κυνηγάει η δεύτερη φωνή την πρώτη.
Η ενασχόληση με τη μουσική στο χώρο της οικίας, γίνεται όλο και πιο δημοφιλής με την άνοδο της μεσαίας τάξης και οι μουσικές σπουδές θεωρούνται πια μέρος της καλής ανατροφής. Πρόσθετα, η διαθέσιμη ποσότητα νέας μουσικής, αυξάνεται δραματικά με την πρόοδο της μουσικής τυπογραφίας.
Στην αυλή της Βουργουνδίας και υπό την αιγίδα του δούκα Φιλίππου του Καλού, αναπτύχθηκε ένας πόλος έλξης για καλλιτέχνες και μουσικούς. Η Σχολή της Βουργουνδίας ανέδειξε μεγάλους μουσικούς, όπως ο Γουλιέλμος Ντυφέ (1400-1474) και ο Ζύλ Μπενσουά (1400-1460). Οι πιο διαπρεπείς ανάμεσα τους θα διαδώσουν σε όλη την Ευρώπη την πλούσια γραφή της πολυφωνίας, κάνοντας λαμπρή καριέρα στους μεγάλους ναούς, στις πριγκηπικές, εκκλησιαστικές ή βασιλικές αυλές της Ιταλίας, Ισπανίας, Γερμανίας και Αγγλίας. Εγκαταλείποντας τις μουσικές πολυπλοκότητες του 14ου αιώνα ο Ντυφέ και οι Βουργουνδοί ομότεχνοι του, συνθέτουν ξεκάθαρους ρυθμούς και καλοσχηματισμένες μελωδίες, συνθέτουν ξεκάθαρους ρυθμούς και καλοσχηματισμένες μελωδίες, υιοθετώντας ένα απλούστερο και πιο προσιτό ύφος, που έχει κάτι από τη γοητεία του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Ντυφέ, στο λατινικό του μοτέτο «Φιλεύσπλαχνη Μητέρα του Σωτήρα», φανερώνει καθαρά το ύφος του, προσαρμόζοντας ρυθμικά και μελωδικά τον θρησκευτικό ύμνο. Ακολουθεί τρίμετρη μετρική, με το κάντους φίρμους στην υψηλότερη φωνή να κυριαρχεί πάνω στις άλλες. Η τρίφωνη αρμονία, δημιουργεί στο τέλος της σύνθεσης τετράφωνες αντηχήσεις με τον διαχωρισμό των σοπράνο.
Η μετάβαση από τον ανώνυμο συνθέτη του μεσαίωνα στον αυστηρά ατομοκεντρικό καλλιτέχνη της Αναγέννησης, ολοκληρώνεται με την εντυπωσιακή μουσική ιδιοφυΐα του Ζοσκέν ντε πρέ (π.1440-1521). Ο Ζοσκέν προσέφερε πολλά στην αρμονία, βάζοντας τις φωνές να τραγουδούν τις δικές τους διαφορετικές νότες, αλλά προσέχοντας ώστε η κάθε συλλαβή που προφέρουν να συμπίπτει χρονικά με τις συλλαβές των υπόλοιπων φωνών. Τα έργα του εκφράζουν μια τολμηρή πρωτοτυπία στην έκφραση και τη γραφή τους, ηχώντας λιγότερο απόμακρα από εκείνα των προηγούμενων εποχών, με μια σχεδόν σύγχρονη αντίληψη για την τέχνη.
Οι πολυφωνικές, αντιστικτικές, μουσικές ενδύσεις της Θείας Λειτουργίας με τα ποικίλματα των τραγουδιστών, ανησύχησαν τους καρδινάλιους που θεωρούσαν ότι το ιερό κείμενο γινόταν δυσδιάκριτο, θέτοντας το θέμα στη Σύνοδο του Τρέντο (1545-1563) : «Ubi sive organo, sive catus lascivum aut impurum aliquid miscentur» (Επειδή είτε όργανο είτε τραγούδι προκαλεί ηθική χαλάρωση ή κάτι ακάθαρτο). Έτσι ανατίθεται στον Ιταλό Τζιοβάνι Πιερλουΐτζι ντα Παλεστρίνα (1526-1594), η καθιέρωση ενός πολυφωνικού μέλους όσο δυνατόν πιο καθαρού και απέριττου, ώστε το κείμενο της εκκλησιαστικής λατρείας να είναι εύκολα κατανοήσιμο από τους πιστούς. Έγραψε πάνω από 100 λειτουργίες απαράμιλλης τέχνης, πραγματώνοντας το ιδανικό α καπέλα ύφος στη φωνητική πολυφωνία, υποτάσσοντας τη μεμονωμένη φωνή στο σύνολο.
Η καντσόνα και το μαδριγάλιο είναι δυο σημαντικά είδη μουσικής που γεννιούνται από την ένωση ποίησης και μουσικής.
Η καντσόνα του 15ου αιώνα επικράτησε στις αυλές των προστατών των τεχνών, μοναρχών της Βουργουνδίας και της Γαλλίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ερωτικά ποιήματα, με την ύπαρξη επωδού (ρεφραίν) ενός ή δύο στίχων που κατά διαστήματα επαναλαμβάνεται.
Το μαδριγάλι είναι ένα πολυφωνικό κομμάτι που πραγματεύεται θέματα ηρωικά, ποιμενικά και λάγνα. Αποτελείται από μιμήσεις, δηλαδή την επανάληψη μοτίβων σε διαφορετικές φωνές, που αργότερα κάποιες αντικαθιστούνται από όργανα. Έχει έντονο το λογοτεχνικό στοιχείο και μια ευκαμψία που καμία άλλη μουσική φόρμα δεν είχε προσφέρει μέχρι τότε στους μουσικούς.
Τα μαδριγάλια και οι καντσόνες, συχνά παίζονται σε απλοποιημένες τετράφωνες αποδόσεις, αποκλειστικά από όργανα, που συνοδεύουν χορευτές σε δημοφιλή είδη όπως οι παβάνες, τα σαλταρέλα, οι γκαγιάρντες και τα αλμάντ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η περίοδος της Αναγέννησης συνέβαλε στην αλλαγή στη σκέψη που προώθησε τον πειραματισμό και τον νεωτερισμό στις τέχνες κι τις επιστήμες, αλλά και στη σταδιακή διαμόρφωση της κοινής κουλτούρας της Ευρώπης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αλμπάνη, Τζένη και Κασιμάτη, Μαριλένα. Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα ως τον 18ο Αιώνα. Τόμος Α΄, Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2008.
2. Gombrich, E.H. Το Χρονικό της Τέχνης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1998.
3. Watkin, D. Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2005.
4. Machlis,J. Forney, K. Η Απόλαυση της μουσικής, Αθήνα, Fagotto, 1996.
5. Στέμαν, Ζ. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Μουσικής, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1984.
6. Headington, C. Ιστορία της μουσικής, Αθήνα, Gutenberg, 1994.
7. Weeks, M. Τα Μυστικά της Μουσικής, Αθήνα, Ελευθεροτυπία, 2009.
8. Westrup, J. Πηγές και παράγοντες της μουσικής, Αθήνα, Δανιάς, 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου