tο ιερό είναι γένους θηλυκού.
tο ιερό είναι γένους θηλυκού.
Ένα πρωινό χειμωνιάτικο βρέθηκα να διασχίζω την Παλλάδα.
Η ατμόσφαιρα ήταν κρυστάλλινη, διαυγής, ώστε διέκρινε κανείς μαζί με
την πραμάτεια και τις φωνές της αγοράς. Μέσα σ’αυτό το σκόρπισμα
πρόβαλε η κυρά Παρασκευούλα μ’ένα πλεκτό χοντροκόκκινο τυλιγμένο στο
κατεβασμένο της κεφάλι, σαν αιμάτινο φωτοστέφανο λες, κρατώντας από το
μπράτσο τον αόμματο άντρα της, τον κυρ Νίκο – ως άλλη Αντιγόνη τον
Τύραννο – που τον είχε τυλίξει μ’ένα σκαρλάτο σκούφο και ένα αζάρο
περιλαίμιο, και βάδιζαν σαν να μην τους άγγιζαν τίποτα από όλα αυτά.
Ο χρόνος που χρειάστηκε να περάσουν την αγορά –αυτά τα
λίγα λεπτά – ήταν αρκετά, τα πάντα να συσχηματιστούν μαζί τους και εγώ
να βρω τον άξονα που μου έλειπε. Το χειμωνιάτικο σφίξιμο κατέλαβε μια
εαρινή μυρουδιά, η οποία δεν χαλάρωνε απλώς τους αρμούς, αλλά διέλυε
κυριολεκτικά το σύνολο. Κάτι είχε αλλάξει ριζικά το πέρασμά τους. Ένωναν
φωνές, ανθρώπους, πράγματα, ο σταυρός τους έφερε και το βάρος του
συμφυρμού.
Ώρες - ώρες συλλογιέμαι, όταν ο Ντοστογιέφσκι βεβαίωνε
ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, αν εννοούσε αυτήν την κυρά, είχε στον
νου του την προσφορά, το δόσιμο αυτήν την Γυναίκας... Δεν είναι η
πράξη που την χαροποιεί, είναι το αγαθό που την κάνει πιο εύμορφη, ο
δεσμός της με την ζωή στερεώνεται στα βάθη της ψυχής της. Γνωρίζει ότι
πρέπει κανείς να μην ζει για να γλιτώσει από τον πόνο. Αγωνίζεται να
φθάσει το φως της ζωής, υπακούοντας σ’ένα κραδασμό ψυχής υπέρλογο.
Το κορμί της ένα φύλλο-λουλούδι, η ζωή, ο θάνατος, ο
κόσμος, το είναι. Μυστικά, ταπεινά, ευλαβικά, μετατίθεται δεν
κατονομάζει, αλλά σιωπά. Διακρίνει και αισθάνεται αυτό, που ούτε
βλέπεται ούτε ερμηνεύεται. Η σκέψη της είναι η μοναδική αντίσταση στο
κακό, στην αδικία. Αντιστέκεται με την αέναη θηλυκή αρχή, με την αύρα
της διαφοράς επαναστατικά, αναρχικά.
Τα χέρια της, καμωμένα για να συγκρατούν και να δείχνουν
σε όλους μας, τους χωρίς ενδοχώρα τυφλούς της σήμερον, άνδρες και
γυναίκες, την σταθερότητα, την βεβαιότητα, την πιο καθησυχαστική,
τρυφερή πλευρά της άσβεστης ηρεμίας που ενθάδε και του επέκεινα. Το
θαύμα της ιερότητας είναι εγκιβωτισμένο σ’αυτήν την γυναίκα, στην
απτότητα με την οποία ζει τις στιγμές του χρόνου και την ζωή.
Γιώργος Δημόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου