Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΕΓΩ ΜΑΣ ...


Κυριακή, Νοεμβρίου 13

αν....


Αν δεν κτυπούσανε τα κύματα εκείνους τους βράχους στ' ακροθαλάσσι, δε θα καμάρωνες το σχήμα τους.
Έτσι δεν είναι; Στοιχίζει ακριβά η πείρα. Στοιχίζει πανάκριβα η σοφία της ψυχής. Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής, αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο.
Δεν ξέρω…
Κάποτε πίστεψα κι εγώ όπως πολλοί άλλοι, πως θα' φτιαχνα από την αρχή τον κόσμο. Τα' δωσα όλα. Δεν κράτησα ουτ' ένα ψίχουλο για τον εαυτό μου. Γιατί έτσι είμαι εγώ, π' ανάθεμά με!!!!
Ή αδειάζω το ποτήρι μου ή δεν το λερώνω καθόλου. Δεν έγινε και τίποτα. Ο κόσμος στο χειρότερο πάει…
Και ξέρεις ποιό είναι το παράξενο; Δεν αισθάνομαι χαμένος. Προδομένος. Προσωπική υπόθεση, φίλε, η δικαίωση. Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί, που χαράσσοντας αυτό το σήμα, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι εκείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου. Ε! Δεν έπαψε δα και η γή να γυρίζει…! ε; …
Εγώ τα είχα βρει μια χαρά με τη ζωή. Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα. Πήγαινα ως εκεί που μ’ έπαιρνε. Για να χαίρομαι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δε μ' έπαιρνε..Για να μαθαίνω!
Σήμερα πάντως ζω. Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό; Τώρα είμαστε μαζί! Της σφίγγω τα χέρια, την κοιτάζω στα μάτια.
Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά σου. Ζήσε! Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το Σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένοι Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου. Αγάπησέ το!

Σάββατο, Νοεμβρίου 12

Είναι όμορφη η ζωή...

-« Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψε με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νoιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα.
Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο την ψυχή τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι απο την αρχή. Τωρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Μα, αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθια όμως. Έτσι;»

-«Πάντα φεύγω.
Φεύγω, φεύγω , φεύγω…
και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς
απ' όπου έχω φύγει.

Μια ατέρμονη , αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία .
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω από τη φυγή μου ..
Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά . Σουρούπωσε ...
Σημερα,του εστειλα ένα mail:’’ Μην ψάξεις άδικα να με βρεις στους δρόμους που περπατήσαμε με μαζί, τα ίχνη μου τα σκόρπισε η σκόνη της εγκατάλειψης...στο πάρκο δεν θα σου πούνε τίποτα για μένα τα ζουμπούλια, ειναι συνομώτες μου..’’
Το πήρα αποφαση,τουλαχιστον για λίγο,θα μείνω μόνη…»
-Σκέφτηκα… Ποιός πήγε αλήθεια ποτέ να δει αυτές τις γυναίκες τις ''δυναμικές'', τα ''παλικάρια'', τους ''βράχους'' το βράδυ που ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους και σβήνουν το φως? Ποιός πήγε ποτέ να τις δει τη στιγμή που ξεφασκιώνουν την καρδιά τους και την αφήνουν να γείρει στο μαξιλάρι και να γλείψει της πληγές της? Κανείς. Ούτε ο Θεός. Σίγουρα…
Αλλα απ’ την άλλη, είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.

Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.

Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.

Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.

Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...

πως είναι να αποφασίζεις...


Kρυωνεις πολύ απόψε. Πάγωσες. Κι εγω σε νοιώθω...Δεν έχεις τίποτα να σκεπαστείς .Ουτε ενα φιλι...
Ποσό μετραει αλήθεια, αν εγω σε νοιώθω; Κι αυτη η καταιγίδα που σε πηρέ το κατόπι, δε λεει να σταματήσει πια!
Αιώνες κτυπάνε πάνω σου οι στιγμές…
να πάρει η οργη, να πάρει...
Ειδες; ποσο ανέτοιμο σε βρίσκει παντα; ποσο γυμνο,ποσο ακατεχο...
Που ειναι οι αποφασεις που επαιρνες; ''την αλλη φορα '' ελεγες,''θα ξερω,θα εχω ετοιμασει καταφυγια.Θα εχω φυλαξει ζεστες κουβερτες για την παρτη μου''.
Μην απορεις.Δεν εισαι εσυ που δεν τα καταφερνεις...Ετσι συμβαινει σ' ολους μας...
Θυμάμαι, τις μέρες που ζούσα κρυφά από τους άλλους και κανένας δεν ήξερε το όνομα μου μέχρι που αποφάσισα να γίνω ανώνυμος.
Θυμάμαι που ήμουν θυμωμένος στην κυριολεξία με το καθετί που ήταν γύρω μου και χτυπούσα τη γροθιά μου στους τοίχους του σπιτιού μου, μόνο και μόνο για να αποφύγω να την χτυπήσω στο μαχαίρι του μυαλού μου. Θυμάμαι τις μέρες που με ζέσταιναν οι σκέψεις για ένα καλύτερο αυριο και ευτυχώς με ζεσταίνουν ακόμα.
Θυμάμαι τα όνειρα που είχαν σκοπό και νόημα, ελπίδα και χρώματα πριν ξεπλυθούν από τη βροχή σε ένα τόνο γκρίζο, και δε με πειράζει που δείχνουν παλιά,
ακόμα και έτσι μπορώ να τα χρησιμοποιήσω, απλά τώρα δε τους βρίσκω νόημα.
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φωνές, που προσπαθούσα να πνίξω για να μην ταράζουν την ησυχία που ήθελα και που τόσο ήσυχα τελικά σώπασαν από μόνες τους, ίσως από τη λήθη, ίσως επειδή είπαν ότι είχαν να πούνε. Προσεύχομαι μόνο να μην φωνάζουν ακόμα αλλά έχουν σκεπαστεί από το θόρυβο της ρουτίνας.
Θυμάμαι τις εποχές που η διαφορετικότητα ήταν ανάγκη και τρόπος έκφρασης, ζωής και όχι πρόζα.
Θυμάμαι τους κανόνες που υπήρχαν σαν πρόκληση για να ανακαλύψεις τι χαρακτήρας είσαι και όχι σαν χρυσό κλουβί να φυλακίζουν το μυαλό σου.
Αν απόψε τα άστρα ευθυγραμμιστούν σε μια φωτεινή συγκυρία που δε θα μπορείς να ξεχάσεις, χαίρομαι, γιατί μπορεί αυτό το φώς να σου θυμίσει, πως είναι να αποφασίζεις.

Τρίτη, Νοεμβρίου 8

Τι φταις...


Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Μπάμπουσκα....

Είμαι από άμμο, στο είπα.Είμαι ένα κουτί σαν εκείνα τα παλιά κουτιά δώρα που το πιο μεγάλο κουτί έκρυβε ένα μικρότερο και πιο μέσα άλλο κι άλλο. Το τελευταίο κουτάκι τι περιέχει;

Αν περιέχει και κάτι…
Λες η πορεία της ζωής μας να είναι μια παρέλαση άδειων κουτιών μονάχα;
Σκέψου!
Είναι κι αστείο τελικά, μια φοβερή φάρσα που να μάθουμε να μην παίρνουμε σοβαρά τον ευατό μας. Θυμάσαι που συζητούσαμε πως κάποιος σοφός θα επινόησε εκείνες τις ξύλινες ρώσσικες κούκλες που η μια μπαίνει μέσα στην άλλη; Σε μένα δυστυχώς ο αριθμός είναι αναρίθμητος. Αν αδειάσω και απλωθώ σε όσες κούκλες περιέχω θα πλημμυρίσω το σύμπαν.Τι να σου πω λοιπόν και τι να σου υποσχεθώ κι εξ’ ονόματος τίνος να σου μιλήσω;
Ο καιρός καλεί δεν καλείται.Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω «σ’ αγαπώ»,γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες,τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;
Να σου λέω «Σ’ ΑΓΑΠΩ»,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι…
Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια. Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι...
Ορκίστηκα πως, ζωή αληθινή από δω και μπρος θα είναι ζωή χωρίς θεατρικές παραστάσεις μέσα μου. Με όσο γίνεται λιγότερες έστω...


Γιατί ο έρωτας είναι πιο πολύ απρόσωπος παρά προσωπικός, τον σφιχτοδένουμε μ’ένα πρόσωπο γιατί έτσι έχουμε αποφασίσει να είναι. Όσα μαθαίνουμε, όσα μας επιβάλλουνε, όσα ο δεδομένος ρομαντισμός της καρδιάς μας αποζητά, μας βάζουν να πιστεύουμε πως ο άλλος, ο μοναδικός, είναι που μας εμπνέει την αγάπη.

Και τελικά… Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου που πρέπει να διαλέξεις το δρόμο που θα τραβήξεις και αυτή σου η επιλογή θα καθορίσει ολόκληρη την ζωή σου. Και σχεδόν πάντα αυτή η στιγμή έρχεται, όταν δεν είσαι καν σε θέση να επιλέξεις, τι ρούχα θα βάλεις στο πάρτι την Παρασκευή.
Έτσι λοιπόν παίρνεις την απόφαση: Καλύτερα ένα τέλος με πόνο,
παρά ένας πόνος χωρίς τέλος. Δεν πρέπει να χάνεις ούτε μια στιγμή από την ζωή σου, γιατί αν συγκεντρώσεις όλες τις χαμένες σου στιγμές, φτιάχνεις μια ολόκληρη ζωή.
Όλοι οι άνθρωποι κάποτε πεθαίνουν.
Λίγοι όμως πραγματικά έζησαν...

Κυριακή, Οκτωβρίου 30

Και μαθαίνεις…


Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή...


Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι.
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια...
Και αρχίζεις να μαθαίνεις,
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια,
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις...

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου,
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα!!!
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού...
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο,
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια!!!
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής!...
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις:
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον δικό σου κήπο. Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια...
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις!!!
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
…με κάθε αντίο μαθαίνεις

Παρασκευή, Οκτωβρίου 7

Να ονειρεύεσαι!


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, βρίσκομαι συνεχεία σε μια δύνη αγάπης και μίσους.
Λένε πως απ’ τις πληγές και τα λάθη σου μαθαίνεις.
Στην ζωή μου λοιπόν είναι μερικά πράγματα που διδάχτηκα
και δεν ξεκολανε από το μυαλό μου.
Πάντα, η καλή μου νεράιδα μου τα ψιθύριζε, αλλά πολλές φορές, έκανα πως δεν την άκουγα.

« Να φοβάσαι εκείνους που μπαίνουν στην ζωή σου αθόρυβα, συνήθως κάνουν θόρυβο όταν φεύγουν….!!!

Oταν καποιος σου λεει "σ' αγαπω" χωρίς να σε βλέπει ,μην περιμένεις να σου πει "αντίο" και να σε κοιτάζει.....

Oσους περισσότερους όρους βάζουμε στην ευτυχία, τόσο περισσότερο απομακρύνεται…»
Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε πάλι, μια παλιά μου κοπέλα που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!

Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποιά είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν! Έχει και παρακάτω ...; Έχει κι άλλο ...; Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου! Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή...
και μετα σου λεει,"φύγε μακριά μου,φύγε απο μενα...."


Τι θα πει να φύγω μακριά σου για να γλιτώσω? Δεν είναι ζήτημα τόπου το φευγιό. Να γλιτώσω δηλαδή από τι? Από την αγωνία μου να γλιτώσω? από τον πόνο μου να γλιτώσω? Με τσούζει το μάτι μου και το βγάζω να μην τσούζει. Κι ύστερα τι?
Κι ύστερα τι? Λέει όλη μου η ύπαρξη σήμερα έτσι όπως περπατά σε ανοιξιάτικο χωματόδρομο κι επιστρέφει. Τι? Κι επιστρέφει.
Στάθηκα δειλός, κατουριόμουν πάνω μου, σα λαγός τόβαζα στα πόδια. Είναι ύψιστη δωρεά ο πόνος μάτια μου. Τα πιο σπουδαία μετά από πόνο κερδίζονται κι η διεισδυτική λεπτή όραση μέσα από πόνο ανατέλλει.
Η χαρά να σ'έχω ζητά για τίμημα την αγωνία μου. Έρχομαι να στην ξαναδώσω. Το μέγεθος της χαράς καθορίζει το μέγεθος της αγωνίας. Είναι δίκαιο το αποδέχομαι. Η ηδονή να σ'αγγίζω ζητά για τίμημα τη ζωή μου. Στην φέρνω. Αξίζει! Αξίζει! Κι έρχομαι. Ρίζα ζωής είναι ο πόθος μου.
Πυρήνας κόσμου που πάλλει καυτερός, πορφυρός, πληγή γέννας και γεννά κόσμους. Είμαι ριζωμένος σε σένα απ' όταν σε γνώρισα και δεν γίνεται να ξεριζωθώ............
...........Ο πιο μοναχικός δρόμος στον κόσμο αγάπη μου που μ έπαιρνε μακριά σου είναι δρόμος κυκλωτός κι επιστρέφει πάλι σε σένα.
Οδοιπορώ μακριά σου προς κοντά σου απ'την στιγμή που γεννήθηκα. Τρομάζω, στέκομαι κι αναρωτιέμαι : Ποια είσαι? Χωρίς να πάψω να έρχομαι..."

Δευτέρα, Οκτωβρίου 3

Δανάη.....


Θα σου πω, για την πρώτη φορά που σε κράτησα στα χέρια μου.
Για αυτά τα δυο λεπτά που σε κράτησα, κι αυτό το λίγο ,που άλλες φορές μας φαίνεται πολύ κι άλλες καθόλου.
Το δικό μου το λίγο, πως να χωρέσει στο δικό σου το πολύ. Όμως μέσα σ’ αυτό το πολύ σου, σ’ αυτό το περιορισμένο σου, είχα την καλοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου.
Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε. Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ότι κι αν σου πω, δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να νιώθω έτσι.
Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες πράγματα να σκέφτομαι, να λέω, αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να πιάσει το δάχτυλό μου ή να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι, σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε τα πάντα.
Από πατέρα σου με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου! Για μια τέτοια κίνηση!
Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα πατέρα με το παιδί του. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει.
Εμείς οι απ’ έξω δεν βλέπουμε τίποτα…
Όμως ένας πατέρας, κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα της κόρης του, απ’ την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της…
Σ' αγάπησα από την πρώτη στιγμή που έμαθα για σένα. Όχι λάθος. Σ' αγαπούσα πάντα. Για την ακρίβεια, σε περίμενα όλη μου τη ζωή και σ' αγαπούσα όλη μου τη ζωή.
Σε σκεφτόμουν πάντα, σαν κάτι υπέροχο, μακρινό, απραγματοποίητο, ένα συννεφάκι σε έναν ουρανό που δεν θα είναι ποτέ δικός μου.. Δεν θα μπορώ ποτέ να τον αγγίξω. Μόνο να τον βλέπω. Κι έτσι, από μικρό παιδί σε έβλεπα στα όνειρά μου κάθε βράδυ. Μα κάθε βράδυ. Άλλη φορά ήσουνα η πριγκίπισσά μου, άλλη ο βάτραχός μου, άλλη φορά η Χιονάτη μου, άλλη η Σταχτοπούτα μου… Παραμύθια άπειρα. Πρωταγωνίστρια μια... ΕΣΥ.
Μόνο.
Σε όλη μου τη ζωή ευχόμουν και έλπιζα πως κάποια μέρα το όνειρο, το παραμύθι μου θα γινόταν επιτέλους αλήθεια. Και να που τελικά ήρθες..
Δεν έχεις άμαξα, ούτε και κάστρο μα είσαι ΕΣΥ... Εσύ που ονειρευόμουνα όλη μου τη ζωή. Τόση αγάπη δεν πίστευα ποτέ πως μπορεί να υπάρξει. Νόμιζα πως δεν μπορεί να γεννηθεί.. Κι όμως μπορεί . Κι όμως υπάρχει. Κι είναι η αγάπη μου που σου 'χω,
ζωή μου….
Δεν θα σ' αφήσω ποτέ..
Και μη μ' αφήσεις ποτέ..

Τρίτη, Ιουλίου 13

δεν ειμαι καλα....



Δεν είμαι καλά . Δεν αισθάνομαι καλά .
Μήνες ολόκληρους το φωνάζω , μα κανείς δεν το ακούει .
Η φωνή μου , μετατρέπεται σε αντίλαλο και γυρίζει πάλι πίσω .
Τα δάκρυα κυλούν αστείρευτα από τα μάτια μου , μα κανείς δεν τα βλέπει .
Κι όμως , εγώ τα νοιώθω να τρέχουν στο πρόσωπό μου .
Να μουσκεύουν την σάρκα μου , να φτάνουν ως το κόκαλο , να μπαίνουν μέσα μου και να λιώνουν σαν οξύ το ταλαιπωρημένο μου εγώ...
Μια μαριονέτα με χαμόγελο παλιάτσου είμαι, και τίποτε άλλο .
Πάντα αυτό ήμουν από μικρό παιδί και το τελευταίο διάστημα πίστευα ό,τι αυτό θα παραμείνω ως το τέλος της δικής μου διαδρομής . Μια μαριονέτα με κομμένα σχοινιά .
Εσύ μου τα έκοψες το θυμάσαι ;
Πριν από ενάμιση χρόνο, αφήνοντάς μου μόνο ένα, για να κρέμεται από 'κει η ψυχή μου στο ταβάνι ...


Γύρω στις 7 βρέθηκα στο μπαλκόνι να κοιτώ τα χρώματα του πρωινού και το πράσινο της θάλασσας .Ξαφνικά , δεν ξέρω πως , φώλιασε πάλι η εικόνα του εαυτού μου στο μυαλό μου μ' εκείνο το λευκό κοστούμι κλείνοντας απλά τα μάτια ...
Ένιωθα τόσο ήρεμος ...
Δεν ξέρω πόσα χρόνια είχα να νοιώσω αυτό το συναίσθημα να κυβερνά το κορμί και το νου μου .
Σκέφτηκα ότι εάν έπεφτα, θα τελείωναν όλα. Και πάνω απ' όλα θα διατηρούσα την γαλήνη που έτσι απρόσμενα μ' είχε επισκεφθεί . Μα έμεινα εκεί κι ανοίγοντας ξαφνικά τα μάτια μου, αποφάσισα να μπω μέσα , να κλείσω την μπαλκονόπορτα και να ξαπλώσω ώστε να διώξω μακριά τις σκέψεις , τις εικόνες , τον φόβο , τον τρόμο …
Να 'ξερες πόσο πάλεψα και πόσο παλεύω να κρατηθώ εκεί πάνω ...
Ομολογώ ό,τι ήταν πολλές οι φορές, που παρ' ολίγο να αφεθώ και να ζήσω τη στιγμή εκείνη που τα μάτια μου , θ' αντίκριζαν την ψυχή μου να πέφτει με δύναμη στο πάτωμα και να γίνεται κομμάτια ... Δεν ξέρω τι με κράτησε . Ποιο χέρι μου απλώθηκε σφίγγοντας με δύναμη το δικό μου για να μην πέσω απ' το μπαλκόνι...
Πάει λίγος καιρός από εκείνο το ξημέρωμα .

Το ξημέρωμα που φλέρταρα με τον θάνατο πιο έντονα από κάθε άλλη φορά .
Δεν είχα κοιμηθεί όλο το βράδυ . Δεν μπορούσα . Προσπάθησα πολύ , μα μάταια .
Ένιωθα τον θάνατο παντού κι από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα πένθους .
Κοιτούσα συνεχώς το κινητό μου περιμένοντας τα κακά μαντάτα για τον οποιοδήποτε .
Δεν ήξερα ποιος , μα ένιωθα ότι κάτι θα συμβεί. Κι ότι θα συμβεί πολύ κοντά μου ...
Δεν με χώραγε ο τόπος. Πήρα την μηχανή να πάω μια βόλτα. Δίχως κράνος.
Να μου ανακατέψει ο αέρας τα μαλλιά.
Να τα κάνει ίδια με τις σκέψεις μου.
Ήθελα να μου παγώσει το κεφάλι που βράζει σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί απ’ τις σκέψεις.
Δεν ξέρω τι με κράτησε . Ποιο χέρι μου απλώθηκε σφίγγοντας με δύναμη το δικό μου για να μην πέσω απ' την μηχανή.
Ξέρεις πόσο μου πήρε ν' αποδεχθώ αυτή ακριβώς την διαφορετικότητα ;
Χρόνια!!!
και για να 'μαι ειλικρινής ακόμη δεν το έχω αποδεχθεί πλήρως .
Τις περισσότερες φορές προσπαθώ να βγάλω τον εαυτό μου τρελό, ώστε να δώσω κάποια λογική εξήγηση . Εδώ και λίγο καιρό έπαψα να το κάνω ‘‘Δέξου το’’ , μου είπες.....‘‘ κι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω’’ ...

στην G... (θυμασαι;)


Έχουν περάσει μέρες από εκείνη τη στιγμή που φώλιασε μέσα μου εκείνο το γαμημένο κωλόσυναίσθημα γι΄ άλλη μια φορά . Είχα τόσο πολύ καιρό να το νιώσω που ήθελα να πιστεύω ό,τι είχε τελειώσει αυτό το μαρτύριο πια ... Μα έτσι ξαφνικά ήρθε και τρύπωσε πάλι εκεί μέσα , έτσι ύπουλα και επώδυνα .
Πιο επώδυνα από κάθε άλλη φορά χωρίς να ξέρω το γιατί ...
Ο κόμπος στον λαιμό μου , με έσφιγγε ολοένα και περισσότερο και ο πόνος παρέα με την θλίψη με κρατούσαν από τα χέρια σαν αλυσίδες λες και φοβόντουσαν μη τους φύγω , μη χαθώ ... Ήταν απόγευμα κι εγώ μόλις είχα καθίσει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή όταν ήρθε δίχως να γνωρίζω το πως και το γιατί στο μυαλό μου η εικόνα εμάς των δυο μαζί . Θυμάσαι ; Λίγο πριν φύγεις ξανά, όταν καθίσαμε στην ακρη στο λιμάνι, με τα πόδια μας να αιωρούνται όπως η σχέση μας στο απόλυτο τίποτα, κοιτάζοντας τον ήλιο να χάνεται μες στο βαθύ μπλε ...
Η μυρωδιά αυτού του τόπου και η αίσθηση εκείνης της στιγμής ...
Πως , να στο πω ώστε να το καταλάβεις ; Τα έζησα ξανά , μα , αυτή τη φορά ήταν λίγο διαφορετικά γιατί με έκαναν να βουρκώσω και να τρομάξω τόσο πολύ που σηκώθηκα απότομα παίρνοντας τα πράγματά μου και γυρίζοντας στο σπίτι συντροφιά με τον φόβο . Από εκείνη τη στιγμή , σε σκέφτομαι συνέχεια και φοβάμαι για εσένα .
Είχα πει πως δεν θα γράψω ξανά οτιδήποτε σ΄ αφορά , μα ξέρω πως κάτι σου έχει συμβεί και πονάω που δεν έχω την δυνατότητα να γνωρίζω τι ακριβώς ... Όλα σε φέρνουν στο μυαλό μου . Οτιδήποτε δω ή ακούσω ... Να , προχθές το βράδυ ήμουν στις "Ιστορίες" με παρέα , όταν στο διπλανό τραπέζι ο Κωστής άνοιξε ένα κρασί ... Θα μου πεις , που στο καλό κολλάει αυτό με ΄σένα ε ; Το κόκκινο κρασί , το θυμάσαι ; Εκείνο μου έφερε εσένα στο μυαλό και τις νύχτες που πίναμε οι δυο μας ... Ξέρω πως πηγαίνω από το ένα θέμα στο άλλο, μα έχω τόσα στο μυαλό μου που δεν ξέρω τι να γράψω και τι ν΄ αφήσω εκεί μέσα ώστε ν΄ αδειάσει λίγο από ΄σένα .
Ποτέ δεν μου άρεσε ο χειμώνας . Πάντα μελαγχολούσα στα πρωτοβρόχια και στις γιορτές .Τον τελευταίο χρόνο ακόμη περισσότερο ξέρεις, γιατί τούτη η γαμημένη εποχή μου θυμίζει εσένα και τότε που σμίξαμε για δεύτερη φορά ... Μου θυμίζει τότε που μέναμε στο σπίτι σου ώρες ολόκληρες, αγκαλιά κάτω από τα σκεπάσματα δίχως να μας νοιάζει τι συνέβαινε έξω ακούγοντας τις στάλες της βροχής να σκάνε με δύναμη στα τζάμια . Μου θυμίζει όταν βλέπαμε ταινίες τρόμου αγκαλιασμένοι στον καναπέ και τρώγαμε σποράκια ... Μου θυμίζει εσένα στο σπίτι μου ... στο κρεβάτι μου ... μες στο σκοτάδι…… Τις λέξεις που μου λεγες τότε ... " αν μ΄ αφήσεις , εγώ τελείωσα ... θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω ... " .
Να ΄ξερες , πόσες σκέψεις έρχονται και μπαίνουν με το έτσι θέλω σ΄ αυτό το γαμημένο κεφάλι μου που απορώ πόσα μπορεί να αντέξει ακόμη ! Πότε θα σταματήσει να χωράει θύμισες ώστε αυτόματα να πάψω να νοιώθω και να πληγώνομαι ... Θυμάσαι
εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε ; Έφυγες για να πας να κοιμηθείς στο σπιτι σου. Μου έστειλες ένα μήνυμα μέσα στο οποίο μου έγραφες πως τα κλειδιά μου τα είχες αφήσει στην εξώπορτα ... Έφυγα σαν τρελός και ήρθα στο σπίτι σου, μα δεν ήσουν εκεί . Έφυγα και ξαναήρθα ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές κι όταν τελικά επέστρεψες , μου είπες να φύγω ... Πρώτη φορά σε είχα δει έτσι .
Ήταν εκείνη η φορά που κατάλαβα ό,τι με αγαπούσες πραγματικά και πολύ ... Σε έβλεπα να κλαις και να φωνάζεις και από τη μια πονούσα με τον πόνο σου κι από την άλλη χαιρόμουν που σε έβλεπα επιτέλους να νιώθεις και να το δείχνεις ... Δεν έφυγα ... Θυμάσαι ; Έμεινα έξω στην βροχή, καθισμένος στα σκαλοπάτια να περιμένω και να προσέχω μη φύγεις. Κι εμένα φοβόμουνα. Μη πάρω την μηχανή και κάνω καμία τρέλα από τις συνηθισμένες μου ...



Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα στο στον Αη Γιώργη; 'Όταν σου είπα πως σ' αγαπώ, όχι γι αυτό που είσαι, αλλά γι' αυτό που με κάνεις να θέλω να είμαι: καλύτερος...
Κι ύστερα στο σπιτι μου...Βλεπαμε την ταινία του Γούντι Άλεν που σου άρεσε τόσο .Έσκυψες και μου είπες :Σ' αγαπώ και για χθες, που δεν σε ήξερα ακόμη.....
Εγώ θυμάμαι ... Εσύ ... θυμάσαι ;
Ξέρω πως θυμάσαι, κι ας προσπαθείς να ξεχάσεις όπως εγώ, μα κανείς δεν τα καταφέρνει τόσο, όσο θα ήθελε ίσως ... Θυμάμαι πολύ περισσότερα απ΄ όσα έχω ή προσπαθώ να ξεχάσω . Ξέρεις , ενώ προσπαθώ τόσο πολύ , πονάω όταν τα καταφέρνω να ξεχάσω οτιδήποτε ...
Πονάω , που δεν θυμάμαι πως πίνεις τον καφέ σου ... Θαρρώ γλυκό με γάλα ... ή μήπως σκέτο…. μα δεν θυμάμαι ρε γαμώ το ! Όταν χωρίσαμε και μέναμε ακόμη μαζί ήθελες να κοιμάσαι στον καναπέ κι εγώ περίμενα να κοιμηθείς για να γύρω το κεφάλι μου στα πόδια σου και να κοιμηθώ κοντά σου, θυμάσαι ; Ένα ξημέρωμα μου έστειλες mail και μου είπες ενώ είχα φύγει, πως πονούσες όσο εγώ. Θυμάσαι ; Είχες πει πως θα μ΄ αγαπάς για πάντα ... θυμάσαι ; Είχα πει πως ότι κι αν συμβεί θα σ΄ αγαπώ ... θυμάσαι ; Εγώ θυμάμαι ... Εσύ, θυμάσαι ;

ποναω....

Μαμά , θέλω να σου μιλήσω απόψε ...

Θέλω να σου τα πω οσο πιο απλά μπορώ, γιατί φοβάμαι πως δεν θα καταλάβεις ...

Όπως , τότε στην Δ΄ δημοτικού ... Θυμάσαι ; Είμαι σίγουρος πως όχι . Όμως ,εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Αυτή η νύχτα θα μείνει καρφωμένη στον τοίχο του μυαλού μου για πάντα, με το πιο έντονο χρώμα να μου θυμίζει, ότι δεν θέλω να θυμάμαι μαμά ...

Γιατί θυμάμαι . Θυμάμαι την αδερφή μου και τον πατέρα μου στο σαλόνι, να παρακολουθούν τηλεόραση κι εσένα στο δωμάτιό σου , καθιστή στην παλιά ξύλινη καρέκλα της ραπτομηχανής ...

Θυμάμαι και μένα ... Με θυμάμαι καθιστό στο κρεβάτι, να σε κοιτώ και να θέλω να σου μιλήσω για ότι τότε φοβόμουν ...

Τον θάνατο .
Θυμάμαι τις λέξεις να βγαίνουν με δισταγμό από τα χείλη μου .

Σκεφτόμουν μέρες το πως να σου το πω . Αναρωτιόμουν τι λέξεις έπρεπε να βρω και σε τι σειρά να τις βάλω, ώστε να έφτιαχνα μια πρόταση από την οποία θα μπορούσα να σου πω τα συναισθήματά μου .

Μετά από κόπο για το παιδικό μου μυαλό, τις βρήκα...
και οι λέξεις έγιναν μια τρεμάμενη φωνή που δεν κατάφερε να σε συγκινήσει όμως , όπως ούτε και να καλύψει τον ήχο εκείνο της ραπτομηχανής και της βελόνας που τρυπούσε το ύφασμα και μαζί όλο μου το είναι ...
Ακόμη , λέξεις ψάχνω μαμά .

Ακόμη...
Μετά από το πέρασμα τόσων χρόνων . Ακόμη ψάχνω να βρω ένα τρόπο να σου πω ότι φοβάμαι .

Ένα τρόπο που θα το καταλάβεις όμως . Θα καταλάβεις το πόσο μεγάλη ανάγκη έχω την αγκαλιά και την κατανόησή σου .

Μα... μάταια ...

Ότι κι να πω κι ότι κι αν κάνω , τίποτε δεν σε κάνει να καταλάβεις αυτό που τόσο προσπαθώ να σουπω .
Δεν είμαι καλά μαμά ... Σου το ΄χω πει και δείξει τόσες φορές, όμως εσύ δεν λες να το πιστέψεις ή δεν θέλεις ...
Δεν ξέρω !


Βλέπεις έχεις μεγαλώσει στο χωριό και το μέσα σου αν και πλησιάζεις στα 60, είναι τόσο αγνό ακόμη, που πιστεύεις ότι παντού υπάρχει αγάπη, και πως εάν υπάρχει ένα πιάτο φαγητό μπροστά μου, τότε αυτό σημαίνει πως είμαι και καλά μέσα μου ...

Μα δεν είναι έτσι ρε μαμά ... Δεν είναι έτσι και πρέπει να το καταλάβεις πριν να είναι αργά . Γιατί , σήμερα παρ' ολίγο να είναι μαμά, κι ας μη το ξέρεις.


Ισως, γιατί ζήτησα να μη σου πουν τίποτα .
Ναι μαμά ... Ξέρω . Ούτε κι εγώ φανταζόμουν ποτέ ότι θα ερχόταν η στιγμή που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θα βρισκόμουν μπροστά από μια οθόνη να σου γράφω κάτι που δεν θα διαβάσεις ποτέ ... Να όμως που το κάνω ! Το κάνω, γιατί η ανάγκη μου να σου μιλήσω είναι τόσο μεγάλη, που ο συνηθισμένος κόμπος στο λαιμό γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός και δεν τον αντέχω άλλο πια !!!

Πριν από λίγες μόλις ώρες βρέθηκα στο πάτωμα του σπιτιού μου, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπουκάλι νερό και στο άλλο τα χάπια ...

Αυτή τη φορά δεν φοβήθηκα . Δεν δείλιασα . Δεν σε σκέφτηκα . Δεν άφησα τον εαυτό μου να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από μένα ...

Δεν είδα φως , ούτε περπάτησα μέσα σε τούνελ .

Δεν είδα κανένα χέρι να ζητάει να του δώσω το δικό μου ,

μα ούτε και κάποιο άλλο να το αρπάζει με βιαιότητα ...

Είδα απλά , τον εαυτό μου να περιμένει να σβήσει έχοντας ήδη τα μάτια μου κλειστά ...

Τόσο πολύ το ήθελα ! Μα ο ήχος από το χτύπημα στην πόρτα δεν μ΄ άφησε να τα κρατήσω κλειστά για πάντα ...


Ήρθε ο μπαμπάς μαμά ... Ναι , ο μπαμπάς . Εκείνος που κάποτε θέλησε να με σκοτώσει, τώρα είχε έρθει να με βοηθήσει και το έκανε με τον δικό του τρόπο .
Μα δεν μου αρκεί ρε μαμά ... Τίποτε δεν μου αρκεί πια θαρρώ ...

Ούτε καν αυτή η γαμημένη λέξη, που πέρυσι αν και απεχθανόμουν, ήθελα να την ακούσω . Αυτό το " όλα θα πάνε καλά " ... Το άκουσα τόσες φορές σήμερα ως τώρα, όπως και το ότι ο τρόπος που αντιμετώπισα την κατάσταση ήταν ανώριμος ...

Τι, λες ρε κοπελιά ; Αυτό ήθελα να της πω στην απέναντι γραμμή του τηλεφώνου ...

Ήθελα να της πω ότι έχει πολύ μεγάλο θράσος για να το λέει εκείνη σε μένα.
Και ύστερα από τόσα όσα έχω περάσει .

Ναι , γιατί κάποιοι τα βρίσκουν όλα έτοιμα και έχουν μάθει να πατούν επί πτωμάτων για να ανέβουν τα σκαλιά πιο γρήγορα, ενώ άλλοι, τα ανεβαίνουν έπειτα από πολύ κόπο και ιδρώτα,
Κι έχουν πολύ μεγάλο θράσος ρε φίλε και γλώσσα επίσης !!!
Με πονάει αυτό ρε μαμά . Με πονάει να βλέπω κοριτσάκια και αγοράκια να τα έχουν όλα στο χέρι και να κρέμονται από την φούστα της μαμάς και το παντελόνι του μπαμπά, για να μην εκφραστώ όπως έχω μάθει !!!
Με πονάει να έχουν την δυνατότητα να σπουδάσουν και να μη την εκμεταλλεύονται . Να μην αρπάζουν την ευκαιρία από τα μαλλιά και να ζουν το όνειρο ! Ναι , με πονάει ! Με πονάει να θέλω να σπουδάσω και να μη το κάνω όχι γιατί δεν έχω όνειρα, αλλά γιατί δεν έχω αυτή την οικονομική δυνατότητα, που έχουν αυτοί οι άλλοι και που για να την αποκτήσω πρέπει να γαμηθώ στη δουλειά, για να μαζέψω χρήματα που πάντα θα ξοδέψω στο κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί στον δρόμο μου ...

Με πονάει που κάποιοι νομίζουν πώς μπορούν να αγοράσουν την ψυχή μου και με πονάει ακόμη πιο πολύ που με ανάγκασαν να προσπαθώ να την δώσω αφιλοκερδώς στον διάολο ... Α , ρε μάνα πόσο με πονάει ...
Με πονάει ρε μαμά ... Με πονάει να παλεύω για μια ζωή που δεν ζήτησα να ζήσω και που δεν ονειρεύτηκα ! Μια ζωή δίχως την οικογένειά μου δίπλα μου και τα όνειρά μου σε μια μικρή σκληρή πραγματικότητα ...

Α , ρε μαμά πόσο πονάει ...

Τετάρτη, Ιουνίου 16

για παντα!!!!!

... Ήρθες λοιπόν πάλι βραδάκι, κάθησες απέναντί μου, με κοίταξες και είπες, " Σπέρνεις πράγματα μέσα στους άλλους"...

Αυτή τη φορά όμως ήσουν αδέξια. Με μια αδεξιότητα συγκινητική που με την ώρα αύξανε, που μου προξενούσε λίγο λίγο κι εμένα αμηχανία. Ήρθε γρήγορα κάποια στιγμή που ένιωσα πως πνίγομαι από αόρατο, άηχο, αλλά απίστευτα απτό παλιρροικό κύμα που από το μέρος σου, από μέσα σου, ανάβρυζε, σηκωνόταν κι ερχόταν καταπάνω μου θερμό, απειλητικό κι αναπότρεπτο. Εφιαλτικό σχεδόν. Τροπικό κύμα, πράσινο, που πλησίαζε με απειλητική ανάγκη - τίνος από τους δυό μας μεγαλύτερη;- να μ'ανασηκώσει και να με τραβήξει προς τη μεριά σου σαν μακρόστενη σανίδα, σαν βαρκούλα ή καρυδότσουφλο...

Αιφνίδια, επιθύμησα να σηκωθείς και να φύγεις. Ευχόμουν να φύγεις αμέσως. Όχι σαν κακό να φύγεις,
αλλά σαν καλό ανυπόφορο.
Θα πνιγόμουν αλλιώς. Από την απαίτησή σου την αόρατη και υπερβολικά αισθητή. Η απαίτησή σου γρήγορα ακούστηκε στο δωμάτιο σαν πρόκληση:
"Να πάμε μια βόλτα. Στη θάλασσα".
Τόσο αδέξια ακούστηκε η ευγενική πρόσκλησή σου, που αποκαλύφθηκε η σχεδόν βίαιη απαίτηση. Δεν φοβόμουν εμένα, όπως συνήθως γράφουν τα αισθηματικά ρομάντσα, εσένα φοβόμουν. Δεν επιτρέπεται να είναι κανείς τόσο απροστάτευτος. Τόσο απροσποίητος. Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα ανάμεσά μας τόσο διάφανος. Πληγώνει. Σε κάθε σου απόπειρα για προσποίηση, η γλυκιά σου αδεξιότητα έσχιζε αυτόματα τη χάρτινη μάσκα. Ο ίσκιος σου έπεφτε πάνω μου δυνατός. Είναι μεγάλη δύναμη να φανερώνεις έτσι την αδυναμία σου...


...Όταν επιτέλους σηκώθηκες να φύγεις, ανακατώθηκε η ανακούφισή μου με τη θλίψη. Στεκόσουν μπροστά μου να με καληνυχτήσεις, να υποσχεθούμε, να φιληθούμε στο μάγουλο, να βεβαιώσουμε. Στεκόσουν παιδικά άπειρη,και μπερδεμένη με το τί να κάνεις τα χέρια σου....
γυάλινα εύθραυστη, παραδομένα αδέξια, πολύ κοντά μου, και επανέλαβες εκείνη την έρμη την πρόσκληση για βόλτα βασανιστικά αμήχανα.
Βασανιστικά για σένα, βασανιστικά για μένα. Είμασταν πια κατάκοποι. Και το μάγουλό σου, όπως έσκυβε έμοιαζε με φεγγαρένια φλούδα της νύχτας να γέρνει και να μου προσφέρεται.
Να δώσει, αλλά πιο πολύ να πάρει τρυφερότητα, κι αυτό σε έκανε ακόμα πιο σπαραχτική. Νωπή φλούδα, μυστική, βελουδένια. Ήσουν ολάκερη σε κάθε απόσπασμά σου.
Τα μάτια σου, τα μάτια σου τα ασκημένα στη μοναξιά, τα στραμμένα προς το άβατο έρεβός της, τα στραμμένα προς εμένα, τα πήρες επιτέλους από πάνω μου, τα πήρες κι έφυγες. Ακούμπησα στην πόρτα που σου έκλεισα λαχανιασμένος από την κούρση να προσποιούμαι τον ξέγνοιαστο, τον γελαστο. Το στόμα μου έπαψε απότομα να χαμογελά....


...Φεύγοντας τα πήρες όλα μαζί σου.
Μ'άφησες πίσω μ'αυτο που δεν ήμουνα.
Σαν αποφόρι...
Θα'πρεπε να ξαναμάθω τη ζωή. Να ξαναμάθω το θάνατο. Τη μουσική. Τίποτα δεν είχε σχέση καμιά με το χθες. Ούτε εγώ σχέση καμιά με μένα. Όλα μετονομάσθηκαν. Έχασα ό,τι ξέρω. Θα μ'αναγνωρίζουν όσοι με γνώριζαν; Πώς θα συνομιλώ με τους άλλους; Δεν είχα πια όνομα, είχα όμως το όνομά σου.
Μέσα στη ζωή.
Μετά από αιώνες στην έρημο και στη Βαβέλ, στην άγονη έρημο και στους τυφλούς τοίχους.
Η υγεία πονάει πολύ, άμα έχεις κάνει αιώνες άρρωστος. Σ'ευχαριστώ που με πέρασες από την Ωραία Πύλη της ανατροπής μου. Χάρη σ'εσένα κέρδισα τη μεγαλοψυχία που νιώθουμε όταν αδιαφορούμε.
...Πήρες τα μισητά ουρλιαχτά μου, τα βουβά, και τα έκανες μουσική, ολοκληρος να αντηχώ στις νύχτες, δίκαιος, αρμονικός, πειστικός.
Να μη ντρέπομαι. Να μπορώ να μ'αγαπάω.
"Γίνονται αυτά με δυο μόνο συναντήσεις; Γίνεται σ'ένα απόγευμα μια αναγέννηση;" ρωτούσα κατάπληκτος κάποιον φίλο που γνωρίζει απ'τον μυστικισμό της αγάπης.
"Και σε μια ώρα, και σε ένα λεπτό γίνεται η Συνάντηση".
"Και μπορεί να διαρκέσει για πολύ;"
"Και για πάντα"...

Δεν έχω θεό.

Δεν έχω θεό.
Σε τί πιστεύω; Έλεγα στην αγάπη και στις στιγμές...
Να ζήσω με νόμους ψυχρούς δεν το μπορώ. Αυτό που με ξεθωριάζει περισσότερο είναι η ύπαρξη συνείδησης. Οι εξωτερικοί κανόνες και η ασυνειδησία ειναι η βάση για κάθε τι. Μείναμε στο περιθώριο. Αν αντι για συναισθήματα ο άνθρωπος είχε εξ ολοκλήρου σκέψη δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Επιδιδόμαστε στα συναισθήματα και στις άγνωστες χώρες τους και ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε την τελειότητα,που δεν υπάρχει πουθενά, αφού κάθε τι ωραίο μπορεί να γίνει ωραιότερο. Κι εμείς καταδικασμένοι να παρατηρούμε κυνικά εντοπιζουμε τις ατέλειες..Ένα σύμπαν που η τελειότητά του είναι η ατέλεια..
Και το μεσοδιάστημα ζωή, ανάμεσα στο τίποτα και στο τίποτα; Δεν μπορώ να σου πω τί είναι αλλά πως μπορεις να το δεις.. Άλλωσε τίποτα δεν είναι αντικειμενικό.
Μπορείς να το δεις σαν δώρο, σαν μια έκπαγλη κοινωνική εκδήλωση και να του αφεθείς,χωρις να ρωτήσεις πως και γιατί.
Μπορείς να το βαφτίσεις πέρασμα ή δοκιμασία και να το σπαταλήσεις περιμένοντας κάτι μετά από αυτό.


Μπορείς να αδιαφορήσεις, να το πετάξεις και να μην πάρεις τίποτα.
Μπορείς να το δεις φυλακή και να κλειστείς στο πιο απόμερο δωμάτιο, να ξαπλώσεις παθητικά χωρίς να καταφέρεις ποτέ να κοιμηθείς και να περιμένεις τους τίτλους του τέλους.
Μπορείς ακόμη (σαν κι εμένα) να κάτσεις στην άκρη του δρόμου και να χορτάσεις με εικόνες και μουσικές, να κλέψεις λίγες στιγμές και να μεθύσεις, να πλάσεις και εσύ ένα τραγούδι, να το τραγουδήσεις στον εαυτό σου και να το αφήσεις εδώ να σε θυμίζει..
Ύστερα συνέχισε το δρόμο σου..

Ακου.....εχω φωνη!!!

Οι κουρτινες κλειστες,στο κρυο δωματιο περιφερονται σκιες,εκεινα τα διαφανα πλασματα που νομιζεις οτι ζωντανευουν,παιρνουν σαρκα και οστα και σε πολιορκουν,σου μηδενιζουν τη σκεψη και σε χτυπουν αλυπητα μεχρι να ξυπνησεις απο το ληθαργο της μυθοπλασιας ενος ονειρου...

Κανω ασυναισθητα τη κινηση να βγαλω το πακετο με τα τσιγαρα απο το συρταρι του κομοδινου,ν'αναψω ενα τσιγαρο, φταιει η ασχημη μου διαθεση σημερα και οταν δεν νιωθω καλα,αναβω αυτη τη παρηγορη καφτρα ζητωντας να μου κανει τη χαρη,να με σκορπισει στον αερα,να με στριμωξει και εμενα μεσα στο ασπρο καπνο της ,να καταληξω περηφανα καπου ψηλα εκει στο ταβανι...


Εξω ο ηλιος μου χτυπαει τα παραθυροφυλλα μα εγω εχω κατεβασει απο νωρις τα ρολα και αρνουμαι να του ανοιξω.Πρωινη μελαγχολια το λενε,μια ασθενεια ανιατη,που δε περναει οσα παυσιπονα και αν καταπιω.Ποτε δε φερνουν την ιαση,παντα γιατρευουν τους εξωτερικους πονους και σνομπαρουν τους εσωτερικους, πεισμωνουν για αυτοιαση, ανοιγοντας ετσι κι αλλες τρυπες στο σωμα της ψυχης, περιμενωντας τη να ξεψυχησει τελειως...


Σιωπη,ποσο αναγκη την εχω τωρα, ο θορυβος της με ξετρελαινει, ενω παραλληλα ακολουθουν σιωπηλες θυμησες που με ξεκουφαινουν. Σιωπη. Παντοτινη...
Ονειρο ζωης...μισης. Διχως χρωματα. Ασπρομαυρη με μονοτονες πιτσιλες στο πινακα της...και o καλλιτεχνης του ενας στερημενος, ανικανοποιητος με το εργο τεχνης του. Παραδοξα ταξιδιαρης. Φαντασιοπληκτα κυνικος. Απιστευτα αιθεροβαμων.

Δε συμμετεχω αλλο σε αυτη τη παρτιδα των συμβιβασμων. Παραιτουμαι. Αλλαζω τροχια...αλλαζω φορα, αλλαζω...εμενα. Μεταμορφωνομαι. Προσδοκιες μιας διαδρομης διχως εμποδια.Μοναχα στρωμενη με ροδοπεταλα. Αυτο θελω. Θελω; Κι ομως παντα κατι μου φταιει.
Κατι μου λειπει...
Το λενε τα ματια μου. Σταζουν παραπονο. Τι θελω; Δε πρεπει να κλαιω, αναζητωντας το ,μα καποιος μου ειπε οτι ειναι καλο...καθαριζουν τα ματια,αδειαζεις,ειναι καλο να μιλας με δακρυα...
Ποιος ξερει το καλο μου;εσυ;εγω;οι αλλοι;

Θυμησες επιστεφουν και παλι, σε ολα οσα παραδοθηκα διχως καθωπρεπισμους, σε ολα οσα επιασα και με μαχαιρωσαν στα χερια, σε ολα οσα εισεπνευσα και με εκαψαν με την ανασα τους. Προδοσια...προδωσα εμενα,τα θελω μου,τις αναγκες μου. Δολοφονος της μικροαστης ζωουλας μου. Σκοτωσα ολα εκεινα που αναζητησα,ποθησα και εξαφανισα για να μεινω εδω μαζι σου,να σε κοιτω και να σε ακουμπω...να σε αγκαλιαζω και να μυριζω το αρωμα της σαρκας σου, να μεθω απο την αλκοολη των αναστεναγμων σου...
Τοσοι ποθοι οπισθοδρομικοι και αδιεξοδοι...σε εκεινα τα μικρα και γεματα λακουβες σοκακια των επιθυμιων...
Βιαστηκα να κρατησω την αγαπη που μου εδωσες και να τη κρεμασω σα σταυρουδακι στο λαιμο, βιαστηκα να ανακαλυψω την αγγελικη καλοσυνη που μου προσφερες με ενα σου χαδι...και τωρα οτι επεμεινε ειναι μοναχα η σιωπη...
ενα μοναδικο ακουσμα μιας εκκωφαντικης σιωπης...


...Ακου...
...Εχω φωνη...

σε τιμη ευκαιριας...

Έβγαλα σε τιμή ευκαιρίας:

αξιοπρέπεια ,
ανθρωπιά,
εμπιστοσύνη
περηφάνια.
Στο καλαθάκι με τον σωρό έβαλα:

αγάπη,
χαρά,
ελπίδα,
φαντασία,
έρωτα,
ευαισθησία,
τρυφερότητα

Μέσα σ’ ένα χρόνο ξεπούλησα τα πάντα.

προσφορά 
έγραψα σε μεγάλη ταμπέλα
να την δουν να τ’ αγοράσουν
κι ότι δεν πουλιόταν...
το χάριζα.

Χάρισα λόγια της ψυχής μου,
είδα κάποιον να τα πετάει
λίγο πάρα πέρα
αλλά δεν με πείραξε.

Χάρισα, έδωσα, ξεπούλησα.

Το μαγαζάκι μου άδειασε,

Μειναν μόνο μέσα κάτι έπιπλα.
Με αυτά θα μείνω εγώ εκεί,
δεν έχω πουθενά αλλού να πάω
ούτε και θέλω.

Εκεί θα μείνω .
Κλείδωσα πόρτες, κατέβασα τα ρολά
κι έγραψα σ’ ένα μικρό χαρτάκι...

κράτα γερά να προχωρήσεις,
κρατήσου απ’ όπου βρεις,
κρατήσου από μένα
κι εγώ θα σου σταθώ,
αλήθεια σου λέω, δε θα πέσω.
οι προσφορές τελείωσαν....


Χαραυγή.
Μια καινούρια μέρα αρχίζει.
Να χαρώ;
Να φοβηθώ;
Να ελπίσω;
Να περιμένω...
Έτσι γεννιέται η μέρα.
Με προσμονή...
αλλά χωρίς εμπόρευμα !!

Πέμπτη, Μαΐου 13

Πού πάμε καπετάνιο ?

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου . Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι ,
εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι ,
μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει .
- Τι ΄ναι τούτα δω τα σκιάχτρα ? μου λέει . Δεν είναι για σένα η λούφα , αγόρι μου . Πάλι πλαστογραφίες κάνεις ?
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό .
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί . Δεν πειράζει , λέω . Πάμε γι΄ άλλα . Όπως και να 'χει το πράμα , ο Γιώργος γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα . Όρτσα τα πανιά λοιπόν .

Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου . Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη . Ένα ψαροκάικο , δίχως ρότα .
- Πού πάμε καπετάνιο ? με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι .
- Όπου πάνε τα κύματα ! λέω επίσημα εγώ .
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι , σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα .
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει . Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους , αληταράδες . Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες . Γεμίζει σμαραγδένια φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά . Πού να χωρέσουν μέσα μου ολ' αυτά , πού να στριμωχτούν , π΄ ανάθεμά τα ?

σκόρπια φύλλα....(κίτρινα...)


Τώρα κλωτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω? Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλωτσούσα φύλλα. Και σ'αγαπούσα, ξερά και κίτρινα σκόρπια φύλλα...
Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι και δυσκολότερο να ειπωθούν.Εκείνα που σε κάνουν ακόμα και να ντρέπεσαι, επειδή την ώρα που τα λες, οι λέξεις μειώνουν τη σημασία τους -οι λέξεις συρρικνώνουν και δίνουν μια καθημερινή, συνηθισμένη διάσταση σε νοήματα που όταν τα είχες στο μυαλό σου περιλάμβαναν τα πάντα...

Συναντάμε κόσμο όπως πορευόμαστε.
Ανταλλάσσουμε βλέμματα, χαμόγελα ευγενικά, δυο υποχρεωτικές κουβέντες, για να προσπεράσουμε και να τα πετάξουμε αυτά αμέσως στον κάδο της λησμονιάς. Υπάρχουν μάτια όμως που από το πουθενά εμφανίζονται μια στιγμή μπρος μας, βυθίζονται στα δικά μας μάτια και αξιώνουν: «Εδώ θα μείνεις», ή «Σε περίμενα».

Ενα πράγμα ξερω:
Πως οι μεγάλες αγάπες καταδέχονται μόνο τις μεγάλες, γενναίες ψυχές. Πως οι σπουδαίες ιστορίες διαλέγουν εκείνους που, από πίστη, ρισκάρουν την ψυχή τους.

Και εντάξει, ο έρωτας βρίσκεται από πάντοτε μέσα μας, είναι δικός μας εκ γενετής ίσως και από πριν, ίσως και να είναι ο λόγος που θα γεννηθούμε.Αλλά απαιτείται ο κατάλληλος άλλος, ο ορισμένος άλλος για να τον αφυπνίσει. Ο ορισμένος άλλος για να σβήσει ή να διατηρηθεί. Ο ορισμένος για να τον επιστρέψει στην πηγή, στο παντοτινό, ακόμα και στην αθανασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου