Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ - ΠΟΙΗΣΗΣ - ΔΙΑΦ. ΠΟΙΗΤΩΝ


 Ποίηση

Oι ποιητές είναι ιεροφάντες μιας ακατανόητης έμπνευσης, καθρέφτες μιας γιγάντιας σκιάς που το μέλλον ρίχνει πάνω στο παρόν.Είναι οι ίδιες τους οι λέξεις, ικανές να εκφράζουν ακόμη κι εκείνο που βρίσκεται πέραν απ' ό,τι ο νούς συλλαμβάνει, οι σάλπιγγες είναι που ηχούν στη μάχη αγνoώντας τη δύναμη που εμπνέουν. Η επιρροή η αόρατη  που χωρίς να κινείται τα πάντα κινεί. Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου......
Percy Bysshe Shelley


  • Η ΜΑΓΙΚΗ ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
           
 Ο Σοπενχάουερ είχε πει:"ο καθένας είναι κοινωνικός στο βαθμό που είναι ασήμαντος!Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη μοναξιά & την ασημαντότητα"
 Βέβαια για να είναι για κάποιον η μοναξιά του ΠΟΛΥΤΙΜΗ οφείλει ν' ακολουθήσει το ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ: να δώσει μεγάλες μάχες με τα διάφορα ΕΓΩ του που συνθέτουν αυτό που λέμε τη ΜΑΣΚΑ (ή καλύτερα ΜΑΣΚΕΣ) της προσωπικότητας-προϊόν ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ πάντα επιρροών! Να αντικρούσει τις ίδιες τις εμφυτευμένες από έξω (δημοφιλείς) απόψεις του! Να κουρελιάσει όλα τα σκιώδη κελύφη που βαραίνουν την ύπαρξή του και την περιορίζουν ασφυχτικά(πρέπει να με πιστέψετε:είμαστε ικανοί για εκπληκτικά πράγματα, φτιαγμένοι από τη μαγιά των...γαλαξιών & νεφελωμάτων!). Να προσεγγίσει την ΟΥΣΙΑ του. H οποία ουδεμία σχέση έχει με την περίφημη (χιλιομπαλωμένα κελύφη επί το πλείστον) προσωπικότητα.
 Μέσα λοιπόν στη ΜΟΝΑΞΙΑ μπορεί ν ακούσεις το κάλεσμα των ΑΝΕΜΩΝ (εσωτερικών & εξωτερικών)..Μεταφέρουν πανάρχαια κοσμικά μυστικά, σε κωδική γλώσσα, ώστε μόνο οι ευγενείς ψυχές να γίνουν κοινωνοί τους. Ακόμα και κάποιοι άνθρωποι που φαινομενικά μοιάζουν χυδαίοι, άξεστοι, άσωτοι ( πόσο αδικούν την ουσία οι λέξεις και την καταπλακώνουν κάτω από τόνους συμβατικών & συλλογικά συμφωνημένων...μπάζων) μπορεί να κρύβουν μια αστραφτερή ψυχή!
 Κάποια πράγματα είναι αδύνατον να ειπωθούν με λέξεις, γιατί απλώς τα νοήματά τους είναι απελπιστικά πεπερασμένα και περιοριστικά! Γι αυτό υπάρχει η παντοδύναμη γλώσσα των συμβόλων, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο υποσυνείδητο και στις διάνοιες κάποιων ξεχωριστών όντων.  Όπως π.χ. κάποιοι ιδιαίτεροι ποιητές που γίνονται κοινωνοί αυτών των ΜΥΣΤΙΚΩΝ και φορείς αυτής της πανάρχαιας παντοδύναμης ΓΛΩΣΣΑΣ.
 (Κάποιος είχε πει κάποτε ότι οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι θέλουν να φέρουν τον ουρανό στο μυαλό τους.Οι ποιητές θέλουν ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!)
Βέβαια ας μη παραγνωρίζουμε με τίποτα και την απίστευτη ενέργεια και ισχύ της συλλογικότητας, ειδικά και κυρίως όταν απαρτίζεται από μονάδες που θυσιάζουν τον εγωπαθή ατομικισμό τους (χωρίς όμως να απορροφούνται μέχρι διαγραφής από τη μαζοποίηση), με άδολο γνώμονα το κοινό καλό, όταν το αντιλαμβάνονται προσεγγίζοντας την ΟΥΣΙΑ των πραγμάτων. Η οποία στηρίζεται στην ελευθερία του πνεύματος, στο σεβασμό της διαφορετικότητας και μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου και στην αγνότητα της καρδιάς (κι ας ακούγεται σε κάποιους λίγο μελό). Με την αλληλεπίδραση ιδεών μέσα σε ένα τέτοιας ποιότητας περιβάλλον ο άνθρωπος χαλυβδώνεται, μαθαίνει και ανυψώνεται...Η μοναξιά του διαχέεται στους συντρόφους του, οι οποίοι την ομορφαίνουν με τη ζεστασιά της ψυχής τους και τη μεταμορφώνουν σε δάσκαλο και μαθητή τους συνάμα!
 Ας δούμε λοπόν μερικά αγαπημένα για μένα δείγματα αυτής της μυστικής γλώσσας μέσα από την πένα κάποιων ιδιαίτερων-μοναχικών μαντεύω- ποιητών:

(ανιχνευτής)
" Η λαγνεία του τράγου είναι δώρο του Θεού.
Η γύμνια της γυναίκας είναι έργο του Θεού.
 Η υπερβολική θλίψη γελάει.
 Η υπερβολική χαρά κλαίει... "
 ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠΛΑΙΗΚ
............................................................................................................................
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό, στολισμένο
Με πέπλα, και στα δάκρυα βουτημένο,
Κάθεται σ’ένα θέατρο για να δει
Ένα δράμα από ελπίδες και φόβους καμωμένο,
Ενώ η ορχήστρα στενάζει κάθε τόσο
Τη μουσική των κόσμων.                                 
............................................................................
Δεν ήμουνα ποτέ παιδί σαν τ' άλλα
ποτέ δεν είχα δεί με το δικό τους βλέμμα.
Τα πάθη μου - ένα υπόγειο ρέμα
κι οι θλίψεις μου απο πηγές μονάχες.
Τραγούδησα χαρές που μόν(η) είχα ζήσει
κι αγάπησα ό,τι δεν είχαν αγαπήσει.
Παιδί ακόμα - στην αυγή της θύελλας -
είχε φανεί απ' του καλού και του κακού τα βάθη 
το μυστικό μου, που κανείς δεν είχε μάθει...
και η αντάρα, 
που στα μάτια τα δικά μου
πάνω στον καταγάλανο ουρανό υψώθηκε
σαν δαίμονας μπροστά μου.  
 ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ
............................................................................................................................
" Η κίνηση κορδονιού στην απόκρημνη όχθη των
πτώσεων του ποταμού
Το βάραθρο με το ποδόστημα
Η ταχύτητα της πλαγιαστής σκάλας
Η πελώρια προσωρινή διάβαση του ρεύματος
Οδηγούν μεσ' απο τ' ανήκουστα φώτα
Και τον χημικό νεωτερισμό
Τους ταξιδιώτες κυκλωμένους απο τους στροβίλους της κοιλάδας
Και του σφοδρού ρεύματος.
Αυτοί είναι οι καταχτητές του κόσμου
Γυρεύοντας την προσωρινή χημική περιουσία
Τα αθλήματα και οι ανέσεις ταξιδεύουν μαζί τους
Οδηγούν την εκπαίδευση
Των φύλων, των τάξεων και των ζώων πάνω σ' αυτό το καράβι
Ανάπαυση και ίλιγγος
Στο κατακλυσμιαίο φως
Στα τρομερά βράδια της μελέτης."        
ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΟ 
................................................................................................................................
Η μνήμη! αυτή η στοργική αγρύπνια που τσακίζει κόκαλα,που τη φοβούνται όσοι φοβούνται να υπάρξουν... 
                               ΤΑΝΤΑΛΟΣ    
...............................................................................................................................

 ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ: Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ
Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : Δόξα σοι ο θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
 
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.

.................................................................................................................................
"Να πεθαίνεις
Είναι μια τέχνη, σαν όλες τις άλλες
Το κάνω εξαιρετικά ωραία
Το κάνω να' ναι σαν κόλαση
Το κάνω να' ναι αληθινό
Μαντεύω ότι θα μπορούσατε να πείτε πως έχω κάποιο λόγο"
................................................................................

ΕΙΜΑΙ ΚΑΘΕΤΗ

Μα θα προτιμούσα να' μαι οριζόντια.
Δεν είμαι δέντρο με τη ρίζα μου στο χώμα
Απορροφώντας μεταλλικά νερά και μητρική αγάπη
Έτσι που κάθε Μάρτη να λάμπω με τα φύλλα μου
Ούτε είμαι η ομορφιά ενός παρτεριού στον κήπο
Προκαλώντας τα Α! και  εντυπωσιακά βαμμένο
Άγνωστη πρέπει σύντομα να μαραθώ
Συγκρινόμενο μαζί μου ένα δέντρο είναι αθάνατο
Και το κεφάλι ενός λουλουδιού όχι ψηλό, μα πιο εντυπωσιακό
Κι εγώ θέλω του ενός τη μακροζωία και του άλλου την τόλμη.

Απόψε, στο απειροελάχιστο φως των άστρων
Τα δέντρα και τα λουλούδια έχουν σκορπίσει τις δροσερές τους μυρωδιές.
Περπατάω ανάμεσά τους, μα κανένα απ' αυτά δε με παρατηρεί
Μερικές φορές νομίζω ότι όταν κοιμάμαι
Πρέπει τόσο τέλεια να τους μοιάζω
Οι σκέψεις φεύγουνε θολές.
Είναι πιο φυσικό για μένα, να ξαπλώνω κάτω.
Έτσι ο ουρανός κι εγώ έχουμε ανοιχτή συνομιλία
Και θα γίνω χρήσιμη όταν ξαπλώσω οριστικά:
Τότε τα δέντρα θα με αγγίξουν αμέσως και τα λουλούδια
θα' χουν χρόνο για μένα.
SILVIA PLATH
.................................................................................................................................
Ο ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ
Κύριε Πρόεδρε
Σας γράφω ένα γράμμα
Που ίσως να διαβάσετε
Αν έχετε καιρό.
Φτάσανε τα χαρτιά μου
Πως πρέπει να καταταγώ
Να φύγω για τον πόλεμο
Τ' αργότερο Τετάρτη.
Όμως Κύριε Πρόεδρε
Δεν πρόκειται να πάω
Δεν βρέθηκα σ' αυτή τη γη
Για να σκοτώνω αθώους.
Δεν θέλω να θυμώσετε
Μα πρέπει να σας πω
Πως το' χω πάρει απόφαση
Να γίνω λιποτάχτης.
Βλέπω στη λίγη μου ζωή
Πως πέθανε ο πατέρας μου
Πως φύγανε τ' αδέρφια μου
Και τα παιδιά μου κλαίνε.
Η μάνα μου απ' τα βάσανα
Τώρα βαθιά στον τάφο
Γελάει με τους εξοπλισμούς
Περιγελάει τους στίχους.
Όταν με χώσαν φυλακή
Αρπάξαν τη γυναίκα μου
Αρπάξαν την ψυχή μου
Το παρελθόν που αγάπησα.
Αύριο ξημερώματα
Την πόρτα θα χτυπήσω
Στα μούτρα των νεκρών καιρών
Και θα χυθώ στους δρόμους.
Θα ζητιανέψω τη ζωή μου
Γυρνώντας τη Γαλλία
Απο Βρετάνη ως Προβηγκία
Και σ' όλους θα φωνάξω
Άρνηση στην υποταγή
Άρνηση στην κατάταξη
Μην πάει κανείς στον πόλεμο
Να φύγετε αρνηθείτε.
Αν πρέπει αίμα να χυθεί
Να δώστε το δικό σας
Αφου αυτό διδάσκετε
Σε όλους, Κύριε Πρόεδρε.
Κι αν είναι να με πιάσετε
Πέστε στους χωροφύλακες
Ότι θα είμαι άοπλος
Κι αν θέλουν, ας μου ρίξουν.
BORIS  VIAN

  «Αν…» (1895)  

                                            
(Πώς θα ήταν άραγε ο κόσμος μας αν τα ανθρώπινα όντα
διαπνέονταν από τα παρακάτω στοιχεία του περίφημου ποιήματος του Κίπλινγκ;)
Αν μπορείς να κρατιέσαι νηφάλιος, σαν όλοι τριγύρω
τα ‘χουν χαμένα και φταίχτη σε κράζουν για τούτο.
Αν μπορείς να πιστεύεις σε σένα, σαν όλοι για σένα αμφιβάλλουν,
μα και ν’ ανέχεσαι εσύ ν’ αμφιβάλλουν για σένα.
Αν μπορείς να προσμένεις, χωρίς ν’ αποκάμεις ποτέ καρτερώντας.
Κι αν, σα σε μπλέξουνε ψεύτες, εσύ σε ψευτιές δεν ξεπέσεις.
Κι αν μισημένος, κρατείς την ψυχή σου κλεισμένη στο μίσος,
μα χωρίς και να δείχνεις ποτέ περισσή καλωσύνη
κι ουδέ πάρα πολύ συνετός στις κουβέντες σου να ‘σαι.
Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, δίχως ωστόσο να γίνεις
των ονείρων σου σκλάβος ποτέ. Κι αν στοχάζεσαι πάντα,
μα χωρίς και να κάνεις τη Σκέψη σκοπό σου.
Αν μπορείς ν’ ανταμώνεις τον Θρίαμβο κ’ είτε την Ήττα
και να φέρνεσαι πάντα στους δυο κατεργάρους αυτούς ολοΐδια.
Αν μπορείς να υποστείς μίαν αλήθεια που λες, να τη βλέπεις,
διαστρεμμένη απ’ αχρείους, να γίνει για βλάκες παγίδα.
Κι αν της ζωής σου το έργο, μπορείς να το βλέπεις συντρίμμια,
και να σκύβεις, να το χτίζεις ξανά, με φθαρμένα εργαλεία.
Αν μπορείς να σωριάζεις μια στοίβα τα κέρδη και το βιός σου,
και σε μια ζαριά να ρισκάρεις τα πάντα, μια κ’ έξω,
και να χάνεις, και πάλι ν’ αρχίζεις απ’ τ’ άλφα,
δίχως ποτέ μια κουβέντα να πεις για τα κέρδη που πάνε.
Αν μπορείς ν’ αναγκάσεις τα νεύρα, τους μυς, την καρδιά σου,
να δουλεύουν ακόμα για σε κι αφού σπάσουν, κι αφού παραλύσουν,
κι έτσι μπορείς να κρατήσεις ακόμα, σα μέσα σου πια δεν υπάρχει
τίποτα – εξόν απ’ τη θέληση που τους προστάζει: «Βαστάτε!».
Αν με τα πλήθη μιλώντας, φυλάξεις την κάθε αρετή σου.
Κι αν με βασιλιάδες παρέα, δεν χάσεις το νου σου.
Κι αν ούτε εχθροί, μα ούτε φίλοι ακριβοί, να σε πλήξουν μπορούν.
Κι αν λογαριάζεις τους πάντες, αλλά και κανέναν περίσσια.
Και αν μπορείς να διατρέχεις στο κάθε λεπτό, που αδυσώπητα φεύγει,
όλο τον δρόμο που πρέπει να κάνεις μες στους εξήντα του χτύπους,
τότε δική σου θα’ ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει,
και – τρανότερο! – τότε πια γένηκες Άντρας, παιδί μου!
Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936)

...................................................................................................................................
Είχα μια γυναίκα πιο δυνατή απο μένα, έτσι
όπως είναι το χορτάρι πιο δυνατό απ' τον ταύρο:
ορθώνεται ξανά.
Έβλεπε πως ήμουνα κακός και μ΄αγαπούσε.
Δε ρώταγε που βγάζει ο δρόμος που ήτανε δικός της
κι ίσως έβγαζε προς τα κάτω.
Σαν το κορμί της μου' δινε έλεγε :
Αυτό είναι όλο. Και το κορμί της γινότανε κορμί μου.
Τώρα δεν είναι πουθενά εδώ πια,
εξαφανίστηκε όπως χάνεται ένα σύννεφο αφού έχει βρέξει.
Την άφησα, κι αυτή έπεσε κάτω,
γιατί αυτός ήτανε ο δικός της δρόμος.......

Μπερτολτ Μπρεχτ
(απόσπασμα απο το "τραγούδι για μια αγαπημένη")


.............................................................................................................................................
  • Σαρλ Μπωντλέρ! Ένας από τους λεγόμενους "καταραμένους ποιητές", όπως και ο Άρθουρ Ρεμπό, όπως και ο Γουίλλιαμ Μπλαίηκ...Που ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής». Που πολύ λίγοι έως ελάχιστοι στην εποχή του τον κατανόησαν...Που τάραξε τον αιώνα του με τη συλλογή του "Τα άνθη του Κακού", τα οποία φτάνουν ως την εποχή μας διατηρώντας τη δύναμη ενός μεγάλου έργου, που είχε υπερβεί την εποχή του!


ΚΑΤΑΝΥΞΗ
Ω Πόνε μου, φρονίμεψε κι ησύχασε λιγάκι.
Να' ρθεί το Βράδυ ζήταγες, και να το, κατεβαίνει
μια ατμόσφαιρα σκοταδερή στην πόλη ειν΄απλωμένη,
σ' άλλους γαλήνη φέρνοντας και σ' άλλους το σαράκι.
Κι ενόσω των θνητών αυτών τα ταπεινά τα πλήθη,
κάτω απ' την Ηδονή βογκούν σαν απο δήμιο κάτω,
και πάνε τύψεις για να βρούν μες στων γλεντιών τη λήθη,
Πόνε μου, δωσ' το χέρι σου και πάμε παρακάτω,

μακριά απ' αυτούς. Για κοίταξε στα ουράνια εκεί μπαλκόνια,
μες στους αρχαίους μανδύες τους γέρνουν τα πρώτα χρόνια,
κι η Νοσταλγία απ' τα βαθιά νερά χαμογελάει
ο ήλιος πάει να σβύσει ωχρός κάτω απο μιαν αψίδα,
και σέρνοντας προς την Αυγή σαβάνου μια χλαμύδα,
ω Πόνε μου, άκου τη γλυκιά Νύχτα που περπατάει!

ΤΟ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟ
 
Την παλιά Τύψη, τη βαριά, μπορούμε να την πνίξουμε,
που ζεί, σαλεύει και στριφογυρνά,
που θρέφεται απο μας σαν το σκουλίκι απο τα πτώματα
και σαν την κάμπια απ' τη βελανιδιά;
Μπορούμε την ανήλεη την Τύψη να την πνίξουμε;
Σε ποιο κρασί, ποιο φίλτρο, σε ποιο βότανο,
θα πνίξουμε τον παλιό τούτο εχθρό,
τον καταστεπτικό σαν την εταίρα και τον λαίμαργο,
και σαν μυρμήγκι υπομονετικό;
Σε ποιο κρασί; Ποιο φίλτρο; Σε ποιο βότανο;
Πές το, αν το ξέρεις, ω πες το, ωραία μάγισσα,
σ' αυτότο πνεύμα απ' αγωνία γεμάτο,
σ' αυτόν που ξεψυχάει κι οι λαβωμένοι τον τσακίζουνε,
που' ναι απ' το πέταλο του αλόγου κάτω,
πες το, αν το ξέρεις, ω πες το, ωραία μάγισσα,
σ' αυτόν που ξεψυχά κι ο λύκος τον μυρίζεται
και το κοράκι τον παραμονεύει,
σ' αυτόν τον τσακισμένο στρατιώτη, αν πρέπει ανέλπιδα
τον τάφο του και το σταυρό του να γυρεύει
σ' αυτόν που ξεψυχά κι ο λύκος τον μυρίζεται!
Μπορούμε ένα ουρανό, μαύρο σαν λάσπη, να φωτίσουμε;
Μπορούμε να ξεσκίσουμε σκοτάδια,
πηχτά πιο κι απ' την πίσσα, δίχως αστέρια, ξημερώματα και βράδυα;
Μπορούμε ένα ουρανό, μαύρο σαν λάσπη, να φωτίσουμε; [....]




Μέθα
Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...




Τὸ δηλητήριο
Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλη
μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.

Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς
ὁδηγεῖ τὴ ψυχὴ πέρα ἀπ᾿ τὰ σύνορα.

Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.

Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήνε σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...
Βραδινὴ ἁρμονία

Νάτοι, ξανάρθαν οἱ καιροὶ ποὺ στὸ κλαδὶ ἀνοιγμένο,
τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
τὰ μύρα κι οἱ ἦχοι, ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ ἀπόβραδου ἔχει σπείρει,
κυλᾶν σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!

Τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
καὶ τὸ βιολί, σὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπᾶ σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
κι ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι.

Ξεσπάει τὸ βιολὶ ὡς καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονισμένα
καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι!
ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι
κι ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο...

Καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι,
ζεῖ μόνο ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο ...
Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!


..............................

 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Μια ποιήτρια που τα λόγια της ήταν πάντα γροθιά στα στομάχια των λογής συμβιβασμένων νοικοκυραίων και απαθών μικροαστών, αλλά που έβαζαν φωτιά στο μυαλό και την καρδιά εκείνων που τους έτρωγε μόνιμα ένα σαράκι ρήξης με το δύσοσμο κατεστημένο και τα πρέποντα που επιβάλλουν με τη δική μας συναίνεση εκείνοι οι οποίοι θέλουν να καθορίζουν και να διαφεντεύουν τις ζωές μας.
  Στις μέρες που ζούμε ίσως τα λόγια της να είναι τόσο επίκαιρα όσο και τότε που τα "ξέρναγε" πάνω στις αποχαυνωμένες φάτσες μιας ολόκληρης κοινωνίας.
  'Ισως να είναι και περισσότερο επίκαιρα από ποτέ..!
ΥΠΟΝΟΙΑ 
 Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;
                                       Κατερίνα Γώγου



.......................................................................................................................................................












  • Η διεισδυτική στα πράγματα ματιά ενός ποιητή του περιθωρίου και της ξενιτιάς

  • Συλλογή: «Ολέθριες πόλεις» του Μιχάλη Μοίρα
    Εκδόσεις «Χάος και Κουλτούρα», Αθήνα 1992

           (ΗΠΑ 1980-83)
    « Φιλάργυροι»

    Χάρτινοι μεγιστάνες πνιγμένοι σε θησαυρούς.
    Δούλοι του χρήματος στην επίγεια κόλαση.
    Βρικόλακες του πλούτου,
    θα’πρεπε να σας βάλουν
    στον άλλο κόσμο να φτυαρίζετε χωρίς αναπαμό
    βουνά από χρυσάφι.

    Φιλάργυροι,
    Ακούστε τις συμφωνίες του Μπετόβεν,
    του Μότσαρτ και του Μπαχ.
    Βλαδίμηρε Μαγιακόφσκι αναστήσου
    και μίλησέ μας πάλι για τα σφαγεία του Σικάγου-
    οι άνθρωποι ακόμα διψάνε για αίμα…

    Φιλάργυροι, φονιάδες της ομορφιάς
    φαρμακεροί σκορπιοί.
    Οι ουρανοξύστες σέρνονται πληγωμένοι στην άσφαλτο.
    Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης
    σωριάζεται στην σκοτεινή λεωφόρο.
    Κι όμως
    Το αηδόνι κελαηδάει στο σχοινί της αβύσσου
    κι ο ήλιος θ’ανατείλει ερωτευμένος αλλού.


    Πλαστικά προσωπεία

    Οραματίζομαι μια σκάλα δίχως τέλος
    που οδηγεί στο χάος…
    Τα χρώματα της ίριδας εναλάσσονται
    με το βαθύ γαλάζιο του ορίζοντα
    κι οι καρδιές χτυπούν ανυπόφορα
    έτοιμες να σπάσουν.
    Σκέφτομαι όλους εκείνους τους απόκληρους
    που σεργιανίζουν έρημοι στα νοτισμένα πάρκα,
    στους σκοτεινούς δρόμους.
    Οι άρρωστοι βογγούν από φριχτούς πόνους
    σ’ανήλιαγα και παγερά υπόγεια
    κι οι άλλοι χαμογελούν ειρωνικά
    κρυμμένοι πίσω απ’τα πλαστικά τους προσωπεία.

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου