Ίσια στο κέντρο
Όταν επέστρεφε, είχε πια ξημερώσει. ένιωθε το χρόνο απλά και μόνο επειδή ανάσαινε αργά και σταθερά. έξω δεν υπήρχε τίποτε. αυτή μόνο κι ένας κόσμος ακίνητος. τα βήματα σταμάτησαν μετέωρα, οι ρόδες κόλλησαν στο δρόμο, οι φωνές σβήστηκαν στα στόματα των ανθρώπων, το αεράκι έπαψε και τα φύλλα κοκάλωσαν στη μέση της ταλάντωσής τους. όλος ο κόσμος μια παγωμένη χρωματιστή εικόνα σε τρεις διαστάσεις.
Περπατούσε μηχανικά, διαπερνώντας θαρρείς ένα απόκοσμο στρώμα αιθέρα, δε σκεφτόταν, δεν αναρωτιόταν για τίποτε, δεν είχε σκοπό, δεν τον χρειαζόταν. ένα φιλί ήταν μόνο. ένα φιλί για το σήμερα. ένα φιλί για το αύριο, για όλα τα αύριο που θα ’ρθουν. ένα ισχυρό άρωμα την κυριαρχούσε, σήκωνε ελαφριά τα μπράτσα της ή έγερνε στο πλάι των ώμων της ασυναίσθητα, μυρίζοντας ξανά και ξανά τη μεθυστική ευωδιά πάνω της. ύστερα, μισόκλεινε τα μάτια κι ένα ηδονικό χαμόγελο έμενε στη μέση, ώσπου να την ξυπνήσει και πάλι ένα νέο κύμα.
Τότε έκλεινε τα χείλη υγραίνοντας το ένα με το άλλο και μια πικρή δυνατή γεύση από αψέντι δυνάμωνε τις αισθήσεις της.
Ο κόσμος γέμιζε μικρές πεταλούδες που χόρευαν τρελά μπροστά στα μάτια της, μικρά πολύχρωμα λουλούδια πετιούνταν και κολλούσαν πάνω στα γκρίζα κτίρια, κρυστάλλινα ρυάκια γεμάτα λιβελλούλες κατέκλυζαν τους δρόμους.
Κι ύστερα μια μεθυστική μουσική συμφωνία κυρίευε το φανταστικό της κόσμο κι άρχιζε να γελά, να γελά, να γελά ασταμάτητα…
κι ύστερα σε κοίταξα ίσια στο κέντρο
πόρτες παραδείσου επί γηςεκπυρσοκρότηση
ζέφυρος που συναντιέται με μπάτη
καρδιά και νους σε ταξίδι
λυσιμελής και πυρίδρομος
πουλιών χορωδία χρωμάτων
Συγκρατήσου σκέφτηκε, στο κάτω-κάτω της γραφής τι είναι τα χρόνια; ένα τίποτα είναι. χωρίς εσένα, ένα τίποτα. χωρίς εκείνον, ένα τίποτα. μπερδεύεσαι απλώς, τώρα η ζωή σου αναστήθηκε και σου χτυπάει πάλι την πόρτα. ο ξάγρυπνος χρόνος του παρελθόντος ζητάει να βρει τη θέση του στη λήθη.
Μην φοβάσαι, η ζωή σου είναι που απόκτησε νόημα ξανά…
Καλημέρα…