Οutside the dark room
Γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που δεν μπορούσα ν’ αντέξω. έτσι από μικρή ένα κόσμο δικό μου έφτιαξα…νόμιζα πως έτσι θα γλυτώσω. μα δεν…
και όταν το σώμα διαμελίστηκε, όταν η ψυχή κουρελιάστηκε σκέφτηκα έντρομη πως πρέπει να σώσω το μυαλό. χωρίς σώμα δεν θα πόναγα, χωρίς ψυχή δεν θα μπορούσαν να με διαλύσουν, μα, χωρίς μυαλό δεν θα το άντεχα…
να γυρνώ στους δρόμους δίχως μνήμες, δίχως θέληση, να μην μπορώ να ξεχωρίσω τη φωτιά απ’ το νερό, να μην μπορώ να διαβάζω, να σκέφτομαι, να είμαι αξιοπρεπής… όχι δεν θα το άντεχα…
τσάκισα. ένα αγρίμι τσακισμένο σε καταστολή έγινα. πόσος πόνος… δόλια ψυχή, παραμελημένη ψυχή πως άντεξες;
διατηρούν τον τόνο στην προπαραλήγουσα, σ' όλες τις πτώσεις ενικού και πληθυντικού, οι πολυσύλλαβες. ο τόνος των προπαροξύτονων επιθέτων. οι πτώσεις των επιθέτων… και εγώ τόνο δεν είχα… μονάχα πτώσεις… πτώσεις… πτώσεις…
ένα αγρίμι, στου ανέμου τη δίνη αφέθηκα. καράβι τσακισμένο εγώ.
θα φύγω είπα… αντίο είπα… όμως, είμαι ακόμα εδώ… το βλέμμα μου περιπλανιέται, αιωρείται. η ματιά κουράζει, η ματιά προκαλεί, το βλέμμα μαγνητίζει, το βλέμμα αποσυντονίζει, παραπλανάει, αποδιοργανώνει.
το βλέμμα ρωτάει: υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; υπάρχουν αθώοι στην κόλαση;
ανεβαίνω αμέτρητα σκαλιά. ανοίγω την πόρτα στο σπίτι μου να μπω. σε μια ατμόσφαιρα ελαφριά και αβάσταχτη. ο εφιάλτης του Κάφκα βαραίνουν τη ζωή στο μικρό μου σαλονάκι. δίπλα μου, έρχεται και κάθεται μια κυρία με άσπρα γάντια και πάλλευκη ενδυμασία. είναι σκυμμένη, σκεπτική. το βλέμμα της είναι άδειο, η στάση της ασθενής και η παρουσία της αβέβαιη. στο χέρι της κρατά κάτι λιγοστά έγγραφα, τα κοιτώ μ’ αγωνία. εκείνη φαίνεται να τ’ αγνοεί καθώς η σκέψη της ταξιδεύει στην Εδέμ.
η κυρία με τα λευκά, σηκώνεται. κοιτάζει από το παράθυρο. η κερασιά είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. ένα αγιόκλημα είναι ξεραμένο. η κυρία με τα λευκά το ξέρει. η Εδέμ είναι έρημη πια…
σκύβει και βγάζει το σκονισμένο μου φωτοστέφανο από ένα συρτάρι. το κρατά στο χέρι της και περπατά δειλά προς την πόρτα. βγαίνει έξω, η βροχή έχει ξεπλύνει τους δρόμους…
εγώ παραμένω εκεί, στο σαλονάκι μου. μόνη. ένα αγρίμι που δεν θέλει να εξημερωθεί, μα, που την λύτρωσή του περιμένει. μια ψυχή που λαχταρά την ελαφρότητά της. μια ψυχή που είναι χτυπημένη από τον χθεσινό χειμώνα. ο κήπος της Εδέμ είναι άδειος. ο κήπος μέσα μου ανθίζει. το ξεραμένο αγιόκλημα βγάζει καινούργια κλωνάρια. η βροχή σταμάτησε. τα σύννεφα χαθήκαν από τον ουρανό, η πολυπόθητη αυγή πλησιάζει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου