ΤΡΊΤΗ, 20 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Το γράμμα
Κρατώ στα χέρια μου ένα γράμμα:
Αγαπημένη μου, για σένα που μου λείπεις !
Δεν περνά στιγμή χωρίς να νιώσω την απουσία σου! Τίποτα δεν μπορεί να την γεμίσει! Τίποτα δεν αναπληρώνει ΕΣΕΝΑ! Δεν έχω λόγια να σου πω, δεν έχω λόγια να γράψω σ' αυτό το άψυχο χαρτί, λόγια που θα σου δείξουν πόσο πολύ σ αγαπώ! Είσαι για μένα τα πάντα. Είσαι το γέλιο μου και ο πόνος μου! Είσαι ο ήλιος μου και η συννεφιά μου! Είσαι η ανάσα μου και ο χτύπος στην καρδιά μου !
Ήσουν τότε ... χρονών και εγώ ..., έλαμπες ανάμεσα στις άλλες! Ακόμη λάμπεις μέσα στο μυαλό μου! Σαν με κοίταξες, ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, αυτό το ρίγος ακόμη το νιώθω όταν σε σκέφτομαι. Καλοκαίρι ήταν, ήρθε και ο χειμώνας. Μα εγώ, ένιωθα πάντα σαν να ‘μουν στην άνοιξη! Σου έφερνα πάντα λουλούδια στην γιορτή σου! Μόνο τα λουλούδια ταίριαζαν κοντά σου λουλούδι μου!
Για σένα αγάπη μου ακόμη και τώρα γράφω αυτό το γράμμα, για σένα ψυχή μου, με λόγια αληθινά! Καμιά φορά θέλω να πάρω τον δρόμο να έρθω να σε βρω. Μου λείπουν τα μάτια σου, μου λείπει το γλυκό χαμόγελό σου, τα κερασένια χείλη σου!
Όχι δεν θα αφήσω άλλο τον χρόνο να μας κρατά μακριά! Θα έρθω γιατί δεν αντέχω αγάπη μου μετά από ... χρόνια να μην είμαστε μαζί! Μαζί ζήσαμε χάρες και λύπες, μα πάντα πιασμένοι χέρι - χέρι, κοιτώντας πάντα ο ένας τον άλλο με αγάπη, δίνοντας ο ένας στον άλλο πάντα κουράγιο και δύναμη! Όχι καρδιά μου, δεν υπάρχει ζωή από την μέρα που δεν σε έχω εδώ δίπλα μου! Ναι, δεν ντρέπομαι να το φωνάξω ακόμη και τώρα... Ήμουν είμαι και θα είμαι αθεράπευτα ερωτευμένος με Εσένα ζωή μου!
Τώρα όμως που χάθηκες δεν έχω δύναμη, δεν έχω ανάσα, δεν έχω ΤΙΠΟΤΑ!
Αχ, εκείνα τα μαλλάκια σου, μαλακά, απαλά σαν μετάξι ήταν! Ακόμη και όταν άσπρισαν μαλακά, σαν το χιόνι ήταν χιονούλα μου!
Αχ, εκείνα τα μαλλάκια σου, μαλακά, απαλά σαν μετάξι ήταν! Ακόμη και όταν άσπρισαν μαλακά, σαν το χιόνι ήταν χιονούλα μου!
Συγχώρα με Γυναίκα μου, συγχώρα με Αγαπημένη μου, μα δεν αντέχω άλλο να είμαι χώρια σου! Θα έρθω εκεί μαζί σου! Θα έρθω εκεί στην αιωνία ζωή, δίπλα σου μαζί σου!
Συγχώρα τον άντρα σου που δεν αντέχει, γιατί πονά πολύ η απουσία σου, συγχώρα με, αλλά σ' αγαπώ κοριτσάκι μου. Σ' ΑΓΑΠΩ και χώρια σου δεν αντέχω, δεν μπορώ!
Σε σένα αγάπη μου, που για ... χρόνια ζήσαμε ο ένας για τον άλλον! Σ' αγαπώ, για αυτό έρχομαι κοντά σου άγγελε μου!
Φιλάκια στα κερασένια σου χειλάκια.
ΣΆΒΒΑΤΟ, 17 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Μόνο για λίγο
Μόνο για λίγο εστάλθηκα σε τούτη τη γη
σαν πρόσκαιρο φαινόμενο
σαν επίλογος βιβλίου που γρήγορα θα κλείσει
ερμητική παύλα και τελεία
μόνο για λίγο στάλθηκα
για να προλάβω να σου χαρίσω
ένα μαύρο φιλί του πόθου
μόνο για λίγο σε τούτη τη γη αγαπήθηκα
εγώ η γυναίκα των μαύρων ρούχων
του πίνακα του σμαραγδένιου
της ζωοφόρου μήτρας
που έμαθα τόσο πολύ
τόσο παράφορα να σ’ αγαπάω
φιλώ σε μαύρο ρόδο χάδι πυρφόρο
με μαύρα σαν αίμα κόκκινα σαν δάκρυα φιλιά
σαν πουλί κόκκινο που την ομίχλη φορά κατάσαρκα
κατάσαρκα λέγω
σαν ανεμώνη ταπεινή
ταπεινή λέγω
στο πριν και στο ύστερα κατοίκησα
στο πυραιθέριο όραμα
στον ουρανό τα χέρια σήκωσα ψηλά
ψηλά λέγω
την έναστρη νύχτα ικέτευσα
ν’ οδηγηθώ στου αλχημιστή το εργαστήρι
κρατώντας στα χέρια μου
στα χέρια μου λέγω
τη λύση στης Σφίγγας το αίνιγμα
να αναχωρήσω για της απελευθέρωσης τους δρόμους
εδώ εδώ λέγω
έχει λιγότερο φως εδώ
να χωριστώ θέλω από το σκοτάδι
ν’ αναχωρήσω βιαστικά
βιαστικά λέγω
σα να έχω αργήσει
έχω αργήσει λέγω
ν’ αναχωρήσω στην χώρα των νεκρών
να περάσω στην άλλη πλευρά των μυστηρίων
σ’ έναν ήλιο απόκρυφο
σε μυστικές των άστρων διαδρομές
στο ζων ύδωρ απαντήσεις ζητάω να βρω
στο ζων ύδωρ λέγω
ευχήσου μου καλή ανατολή
τούτος ο τόπος δεν με κρατάει
των αιθέρων η πατρίδα είναι ο τόπος μου
ο τόπος μου λέγω
μαύρο μου ρόδο
ευχήσου μου λέγω
καλή ανατολή στον τόπο της αιώνιας σοφίας
αιώνιο ταξίδι ζωή αιώνια
αιώνιο ταξίδι λέγω
ν’ αξιωθώ την φωτεινότητα την μέγιστη
να πετάξω
στη φωτεινότητα λέγω
ως άλλος ίκαρος παλιγγίνης
έφθασα τώρα στην ηλικία την κατάλληλη
απ’ του στέμματος τα πετράδια
στην ηλικία την κατάλληλη λέγω
των αστεριών τις στρατιές να πλάσω
να προσέλθω γυναίκα
πυρί φλεγόμενη στον ουράνιο θόλο
γυναίκα φλεγόμενη λέγω
τώρα λέγω
έφθασε η ώρα μαύρο μου ρόδο
ευχήσου μου καλοτάξιδη να είμαι στους αιώνες
στους αιώνες καλοτάξιδη λέγω
μόνο για λίγο στάλθηκα σε τούτη τη γη
για να προλάβω
ένα μαύρο φιλί του πόθου να χαρίσω
κι άλλο να λέγω δεν έχω πια
ΠΈΜΠΤΗ, 15 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Ω! Πλάσμα της Σιωπής
Ω! Πλάσμα της Σιωπής
Πυρός μου Πλάσμα
άδραξε αίμα
ηχώ από τις φλέβες μου
ο Είσαι ο Έχων ο Γίνεσαι
άγρια μαύρη θάλασσα
ασάλευτα
το μαύρο μου να φέγγεις
οσμές κύτταρων σάλπιγγες…
Ω! Άρρηκτη Προαιώνια
Κατάρα μου βαριά
Πικρά μου μάτια
Ανθέ Πικρέ
Μιριόφυλλε Ανθέ μου.
Αφής Πανόραση
Αφή μου
Προσκύνα
και ύστερα πάλι
Λεηλάτησε.
ΤΡΊΤΗ, 13 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Δικαιοσύνη
Στα μέρη τα δυσήλια
στις πολιτείες της σιωπής
τη μέρα
υπάρχει ζώντων οδυρμός
τη νύχτα
έχιδνα μαύρη διφυής
χορτάρι έρπον αναδεύει
τόσο το πλήθος
των πολύκλαυτων νεκρών
των ραντισμένων με οίνο
των μυρωμένων με ρόδα
σκηπτούχοι αιωνιότητας
μείρονται του θανάτου
την αναπότρεπτη δικαιοσύνη
ΚΥΡΙΑΚΉ, 11 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Στο κόκκινο φεγγάρι
Σε δισκοπότηρο αστροπελέκια πίνω
το σώμα σου μεταλαμβάνω σπόνδυλο το σπόνδυλο
χιτώνα τυλιγμένη ντύνομαι την οδύνη
- όταν στους τόπους της ξαναβαδίσω
η Περσεφόνη θα χορεύει στα περβόλια
θριαμβική η ζωή θα ξεχειλίσει στης επιθυμίας το αυλάκι
την αρπαγή της αναμένοντας
στο διάβα της θα γκρεμοτσακίζεται ένας κόσμος αόρατος
πίσω από τις ίριδες στην άλλη όχθη των ματιών της
εκεί η ζωή σε ένα σπασμό που λόγος δεν έγινε -
αναζήτηση
που την κατάρρευση των πάντων θα εμποδίσει
καθώς η αλήθεια θα αναδύεται σιγά-σιγά
αφήνομαι ακούσια παραδίδομαι παγώνω
ξυπνώ σε υπερθέρμανση
ανοιγοκλείνω πύλες χρόνια εφτασφάλιστες
παραμορφωμένους κοιτώ καθρέπτες
η μορφή μου το δικό σου καθρέφτισμα
θάλασσα σιωπή και αρμύρα
ανάμεσα σ’ αυτό που είμαι και σ’ αυτό που ποθώ
ακόμα δεν έμαθα ποτέ δεν θα μάθω
πως βρίσκει κανείς της ισορροπίας το μέτρο
σαν το θέλω σκιρτάει στις φλέβες μας
όλη η αλήθεια είναι εκεί
στην πλάτη μου
όλη η λαχτάρα μαζεμένη εκεί
στο μαχαίρι
που περιμένει υπομονετικά το στήθος μου
να σε κοιτάξω αρκεί
αρκεί να σε γευτώ
κάτω από ένα ολόγεμο και κόκκινο φεγγάρι
ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 9 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Μνήμες
Πέτρινες μέρες φύτεψες σε εύπλαστη μήτρα
με γέννησες
θύτης μιας ζωής που ποτέ δεν θέλησες
χέρια αιματοβαμμένα με της ψυχής το αίμα
απ’ την ώρα που τον ομφάλιο έκοψαν
απ’ της μήτρας το υγρό σκοτάδι σε μια υγρή σκοτεινή ζωή
ποιο λουλούδι να ζήσει μπορεί χωρίς το φιλί του αγέρα;
κι αγέρας εσύ δεν ήσουν
ποιο χιόνι λιώνει χωρίς του ήλιου το χάδι;
κι ήλιος ποτέ δεν υπήρξες
ποιο παιδί χωρίς φιλί θεριεύει;
ποιο σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα μας
χωρίς νανούρισμα χαμόγελο μαθαίνει;
θα μου απαντήσεις άραγε ποτέ;
κύλισε ο βράχος χάσκει το στόμα της σπηλιάς
κραυγή άγριου πόνου απελευθέρωσε
ματιά αετού χαρακώνει τις ψημένες πληγές
μορφή με δόντια άγρια φωνή που μαχαιρώνει
αφήνομαι βουλιάζω κομποπνίγομαι
έλεος στοργής ανάσταση εκλιπαρώντας
μ’ αγάπησες άραγε ποτέ, πατέρα;
ΤΕΤΆΡΤΗ, 7 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Κατ-ολίσθηση
Φωλιά-φωλιά σε ψάχνω
στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων
στις γεύσεις τις πικρές τις άγουρες
στον χορό της άνοιξης
στην ευωδιά του κόσμου
πίσω από το χάρτινο κήπο μας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό μας
ο άνεμος δικός σου
το χιόνι δικό σου
μάταιοι θόρυβοι
μάταιοι λόγοι
σκότος αντάρα μάχη
που πήγαν όλοι;
που;
φύγανε όλοι
φύγανε
πήραν το ίδιο τρένο
και ‘γω
πάνω σ’ αυτήν
την άδεια πλατφόρμα
ολομόναχη
γλύφω τις ράγες
και ολισθαίνω
ΚΥΡΙΑΚΉ, 4 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Νεκρή (μια απαγγελία)
Απαγγελία του πεζοποιήματος «Νεκρή»
από την παρουσίαση
της ποιητική συλλογής «Λέξεις βρύα της ψυχής»
ΣΆΒΒΑΤΟ, 3 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Διαδρομές
Τις μικρές ώρες που οι θεοί
απλώνανε τις σκιές στο σούρουπο
πάνω στις γειτονιές του κόσμου
πίσω απ' την αδυσώπητη βουή
της έγνοιας των απλών πραγμάτων
μέσα στο βασανιστικό λευκό των προθέσεων
στου χειμώνα την καταλαγιά, εκεί,
που κάποια σύννεφα ανεπαίσθητα
ξεφύλλιζαν σπάταλα τα φύλλα της μυρτιάς
την ώρα που όλα γύρω πλαγιάζανε
τα κυπαρίσσια σιγοκλαίγανε
τα σπλάχνα της γης χτυπώντας
οι οδοιπόροι κρατούσαν
τα χθεσινά τους όνειρα προσάναμμα
εκεί στην αρμονία της πλάσης
πίσω από τις μεμβράνες του δύοντος ήλιου
στα χείλη καινούργιο χαμόγελο φορούσες
την ματιά σου μ' ολόχρυση αστραπή σκέπαζες
κάθε ανοιχτή πληγή έσταζε η φωνή σου
ακροβατούσε επιμελώς δίπλα στις παρειές
ανάερος ο ίσκιος σου
εγκαλώντας αλλοτινούς παρόντες
νυχτώνει γρήγορα ετούτο τον χειμώνα
ΠΈΜΠΤΗ, 1 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
αύριο… ποιος ξέρει αύριο…
Βραδιάζει. και είναι τότε που ο αχός ακούγεται κοντινός, σαν η ένταση απ' τη πίεση της μέρας κοπάζει…
μαύρα φορώ και ένα χαμόγελο… μα αν με ρωτήσεις ποιο είναι το χρώμα μου, δεν ξέρω να σου απαντήσω. καμιά φορά πιστεύω ότι πρέπει να περιμένω άλλα τριάντα χρόνια για να καταλάβω. η περιδίνηση στον αέρα κουράζει. θες λίγο να καθίσεις; να ξεκουραστείς θες; θες;
πάντα ένιωθα εκτός κοινωνικού συνόλου. καταλαβαίνω: έρχομαι από το κοινωνικό σύνολο, μα βγαίνω εκτός για να μιλήσω... όταν οι άνθρωποι τριγύρω μου είναι ψύχραιμοι, εγώ αναστατώνομαι και όταν αναστατώνονται μένω ψύχραιμη. όταν φωνάζεις, υπάρχει κάτι μέσα σου που θέλει να κρυφτεί. και εγώ σιωπώ…
βλέπω γύρω μου μπρατσωμένους ανθρώπους με αγύμναστους μύες: την καρδιά και το μυαλό. τους μόνους μύες που θα έπρεπε διαρκώς να εξασκούμε.
σε μακρινά αστεροσκοπεία, σε τρομαγμένες-μοναχικές νύχτες, σε νυχτερινά δρομολόγια, σε περιπολίες ψυχής κάνω τη νυχτερινή μου βάρδια, όταν άλλοι κάνουνε όνειρα. πονάει το ξέρω, μα αλλιώς δεν μπορώ…
η νύχτα είναι απρόβλεπτη. ποτέ δύο βράδια δεν είναι ακριβώς ίδια. ούτε ο κόσμος είναι ίδιος... υπάρχουν κάποια βράδια που ξεκινάνε χωρίς να υπόσχονται πολλά πράγματα και κάτι γίνεται και ξαφνικά απογειώνονται. άλλοτε, είναι ανελέητη η νύχτα με βλέμμα δύστροπο, σχεδόν κακό, ανοίγει το στόμα της διάπλατα και δείχνει τα αιχμηρά της δόντια, περιμένει στη γωνία κρυμμένη στο σκοτάδι της... περιμένει και όταν έρθει η ώρα ένα χραπ κάνει, ορμά και κατατροπώνει! ανελέητη!
άλλοτε πάλι ελπίζω. ελπίζω πως ενόσω τόσοι άνθρωποι είναι εκεί έξω και μυρίζουν τα λουλούδια, κάποιος θα βρει λίγο χρόνο για να φυτέψει μερικά στις ψυχές μας…
κλείνω τα παράθυρα, κλείνω το φως.
στο ρυθμό του πολεμικού παιάνα, κρατώ το μέτωπο ψηλά. η αξιοπρέπειά μου είναι μεγαλύτερη από την ανάγκη μου.
με φρεσκοστυμμένες σταγόνες αισιοδοξίας, σκεπάζω τον ύπνο μου. τα όνειρά μου μοιάζουν συλλογισμένα και σκυφτά σαν να κρατάνε πετονιές... τα νήματα της ζωής μου…
ξημερώνει φως, ξημερώνει ήλιος ελπίδας…
αύριο… ποιος ξέρει αύριο…
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου