ΔΕΥΤΈΡΑ, 24 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2011
Ως θάλασσα
Δεν ξέρω αν τα μάτια μου είναι παράξενα
ή αν έχουν μεταβληθεί σε λιμάνια
ή αν κάθε σαλπάρισμα κρύβει κι έναν αποχωρισμό
ή αν επικίνδυνα το βλέμμα γέρνει στα κύματα
ο χρόνος χαράκωμα που ανοίγεται
κι εγώ ζητάω να βρω προβλήτες
καινούριους φάρους τόπους καινούριους άλλους ορίζοντες
σε κάθε επιστροφή δεν αντέχω την επαιτεία του λίγου
ως εδώ ένας ποταμός φερμένος από πού;
εδώ οι βροχές της αναμονής τα μεροκάματα
εδώ οι νύχτες που μετρώ βυθούς
εδώ οι θάλασσες οι φουρτουνιασμένες
εδώ και οι νύχτες που σιωπηλά αιτούμαι
αχόρταγα να με κλείσεις στα χέρια πέλαγά σου
στ’ αλώνια μάχονται θεοί και τιτάνες
κονταροχτυπιούνται τα θέλω και οι αναιρέσεις
διεκδικώντας ψυχών επιστροφές
τον κουρνιαχτό της μάχης έπαψα ν’ αποτιμώ
τώρα ως το οξυγόνο της ύπαρξής μου
ως τη στείρωση των φόβων της ψυχής
ψιχάλες - ψιχάλισέ με
ως τα ουράνια των απλών
ως τα βάραθρα των ανερμήνευτων
διέσχισέ με
δοκίμασέ με
έτσι ανεπαίσθητα που γέρνω στη στιγμή
την ώρα που άνθος υφαίνεις στα χέρια
ως να μου γίνεις
ευ ευοίωνος ευφλόγιστος εύτηκτος
φοβάμαι
τις ομίχλες που θολώνουν τα μάτια σου
είναι αχανείς και χάνομαι
αδιάκριτη η απέναντι στεριά
νησί οφθαλμαπάτη τροφοδότης νοσταλγίας
απόψε απουσία έκαναν οι γλάροι τα φτερά τους
απόψε θα ‘ρθουν στα όνειρα αμπέλια και ελαιώνες
στα δάχτυλα ρώγα πορφυρογέννητη θα λιώσει
τ’ άγρυπνα βλέφαρα στον κυματισμό των φύλλων
θα υποταχτούν
πίκρα του οικείου απόψε
στη σπιρτάδα της φλούδας
προσδοκία επιστροφής
απόψε σε μήτρα-σπηλιά
του ωραίου και του άχραντου
σε γέννησα απόψε
απόψε βγες στη πλώρη
μια καληνύχτα σου ‘στειλα και σκάλωσε στα δέντρα
την πήρε η μανταρινιά και κέντησε τα άνθη
την πότισε νανούρισμα στα στόματα των φύλλων
μην παραιτηθείς αγάπη μου
μη σε καταπιεί η λάμια η απόσταση
από τη λήθη του χρόνου τη μνήμη μου προτίμησε
συνήθεια ξόρκισε με αίσθηση αναπάντεχου
–ξέρω δύσκολο είναι να εφευρίσκεις
καινούργιες της ζωής να φοράς φορεσιές
μα τάχα ποιος μας έταξε μιαν εύκολη ζωή;
ευτυχία ίσα ν’ αγγίξουμε το ανεκπλήρωτο
αυτό εμείς ζητήσαμε
κι εγώ που να βρω μάτια μου
στα κάτω απ' το δέρμα μου ρυάκια
όνειρο σκόνη βάμμα γιατρικό
να σου ξεράνω τις πληγές σου;
μέτρα με πνοή σεπτή
στρώσε μου άβυθο βυθό για να τυλίξω χρόνο
το χέρι ξεθηλύκωσε φαρέτρα ονείρου να ζωστεί
κι έλα μέλι μέθη αγάπη μου
καβάλα σ’ άτι αναρχικό και ατίθασο
φωτοβολίδα γίνου και ουσία ζωής σανίδα
γυμνή ελπίδα φυτεύουν τα μάτια σου και φόβο
δειλός ο κόσμος, μάτια μου να μαρτυρήσει αγάπη
άτσαλα αναπνέοντας να φτάσουνε επιθύμησαν
στην ακροθαλασσιά
ύψωσες τους φθόγγους για λάβαρα στα ξάρτια
τυλίχτηκες το αύτανδρο καράβι σου
το πέρασες γοργόνας χάδι
με τι φτερά σανδάλια έδεσες
τον κόμπο του γόρδιου λαιμού σου;
γύρους πόσους έφερες τη ζώνη της ζωή;
με πόσα τα μάτια τύλιξες μαντήλια;
για πόσο θα 'σαι ακόμα εδώ δεν ξέρω
μα όσο είσαι αγάπα με
στων αισθήσεων τις βροχές
είκοσι ένα αιώνες νεροκηλίδες ώχρας στο πρόσωπο
ξεναγήσεις προσμονών σε υστερόγραφα
αφημένων σε δυο δάχτυλα
καμιά φορά και σ’ ένα
αστραπή χρωμάτων στο άσπρο του χάος
μυρίζω σπέρμα και εγκατάλειψη σα φεύγεις
ότι ποθώ φαντάζομαι
άλλοτε σχήμα αόρατο
άλλοτε σχήμα σε πλάθω με χέρια γυμνά
σε νοιώθουν τα δάχτυλα σε νοιώθουν τα χείλη
χείλη στεγνά χέρια κενά
ανακατεύουν πόθου ρινίσματα
φωλιάζουν σε κογχυλένιες στοές
συνωμοτούν εξερευνούν τον άπειρο βυθό σου
αναδύομαι μέσα από σένα καπετάνιε μου
γλιστρώ ξεφεύγω σαν κουρσάρος
νοτίζοντας το σπαθί με την γλώσσα
ξύνοντας το σκληρό αλάτι με τα δάχτυλα
καίω αφουγκράζομαι σιωπώ
βυθίζομαι μέσα στις αλυκές σου
παραδίνομαι θάλασσά μου απέραντη
όσο είμαι
δική σου
όσο είσαι
αγάπα με
ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 21 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2011
Comme il faut
Μπήκα σιωπηρά στο δωμάτιο σήκωσα την κουβέρτα
και βρήκα ένα φεγγάρι λιωμένο από το κρύο
και βρήκα ένα φεγγάρι λιωμένο από το κρύο
μοβ αναταράξεις εκλύονταν από το φως του
φωνές που ικέτευαν φλέγονταν στο κέντρο του
μυρωδιά καμένης ανάμνησης
ουρές ερπετών κινούνταν στα σεντόνια
χορός πανικού μέσα σε τετράγωνες σκέψεις
αδέσποτοι παφλασμοί των βλεφάρων έσκαγαν
κάθε ενάμισι δευτερόλεπτο στην κοίτη του θανάτου
ξέπλυνα τα μάτια με άμμο θαλάσσης
επιφάνεια κόκκινου πάγου - δεν μπόρεσα να μπήξω τα νύχια
δεν κατάφερα ένα χτύπημα
έγινα έρμαιό της - με εξάρθρωσε η ματαιότητα
μου έφαγε τις αισθήσεις τυφλή να στριφογυρίζω στο πουθενά
να μην ελέγχω την πτώση στην άλω των δευτερολέπτων
τη στέρηση και την επιλογή να μην ελέγχω
να διευκρινίζω την εφικτή αιωνιότητα
ίσως το φανταστικό της επιστέγασμα σ' ανθοφόρες κακοτοπιές
κατευθυνόμενα γυμνάσματα στους ιστούς του αοράτου
περίπατοι στα δίκτυα της ειμαρμένης
ανθρώπινη ψυχή ανθρώπινη στόφα
βαυκαλίζομαι - ύστερα ξυπνώ στο ενύπνιό σου
επιστρέφω στους γαλακτικούς πόρους
ανθρώπινη ψυχή πορφυρή στον ξύπνιο άλικη στο όραμα
χείλη σχηματισμένα για να θηλάζουν
χαρά από τις μάνες-τροφούς που ωριμάζουν με ρυτίδες
να θηλάζουν χαρά στους εξαίσιους δρόμους του πολέμου
να θηλάζουν χαρά στις γκρίζες σκοτεινές γωνιές των δωματίων
να θηλάζουν χαρά στους ανθοφόρους ορίζοντες
να θηλάζουν χαρά στον κακοτράχαλο βράχο
να θηλάζουν χαρά στα μονοπάτια της φωτιάς
να θηλάζουν χαρά στις σεληνιακές καταβυθίσεις
να θηλάζουν χαρά στις απουσίες της λατρεμένης μορφής
γεύση από άστρα και ατραπούς το γάλα μου
μπορείς να κοιτάζεις τον ουρανό γευόμενος την πηγή μου;
ανάσταση προς το σώμα σου να σκίσει κάθετα τις ρωγμές
κάνε το νυχτέρι μια νύχτα
που οι λύκοι θα έχουν δύο μάτια και οι άνθρωποι κανένα
που οι λύκοι θα έχουν δύο μάτια και οι άνθρωποι κανένα
να πάρω ευχή απ’ το κυματόφωτο
να εξαγνιστώ από το συρμό των διαδοχών
να μεταλάβω από τον αιώνιο λαβομάνο
που απαλλάσσει από τις αθώες σκέψεις
να αναπνεύσω την αχλή της μεγάλης ζέστης
παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου
την κατακρεουργώ σε τεμάχια
τα εξετάζω ένα προς ένα κρατώ τις σημειώσεις μου
τα επόμενα χρόνια προσθέτω
ταξιδεύω μέχρι τον τροπικό του καρκίνου
δώδεκα χιλιάδες μέρες όνειρα από μελάνη και κυματομορφές
έτριψα τα χέρια με χαμόγελο αυταρέσκειας τ' απολύμαινα
κι ύστερα αφαιρώ τη μήτρα μου
αυτό ήταν... όλα έγιναν comme il faut
τα χείλη είναι τόσο υγρά που έχουν πια στεγνώσει
ας κοιμηθούμε τώρα ας ξαπλώσουμε στα ξένα κρεβάτια
τα σώματα έγιναν πόδια - ήρθε η συμμετρία στο κρεβάτι
χωρίς προετοιμασία γεμίσαμε ο ένας τον άλλον
τόνοι ήχοι συριγμοί ανάσες σπασμοί
παντού το υγρό φως απλωμένο σε στάχυ βαμβάκι σάλιο
με την ηχώ να πλανάται και να γεμίζει
με την αρωγή ενός ψιθύρου ξεχωριστού και γνώριμου
με τη συνοδεία των αστραπών των μακρινών
που σβήνουν άηχα έξω από το παράθυρο
εύκολα μας τύλιξε η χίμαιρα της λήθης στο άσπρο φως
οι ανάσες αφήνουνε μόνο ιζήματα
μάταια έψαχνα για το βλέμμα στα μάτια σου
νόμισα δεν θα ξανάβλεπα στη ζωή μου χρώμα
πως η αλμύρα υπήρχε μόνο για να οξειδώνει τα μέταλλα
σαν εισχωρούσαν στους πνεύμονες αλάφραιναν το βάρος της μνήμης
έφυγε η σκόνη των βλεμμάτων
τέσσερις πατούσες και ένα κλάμα μου θύμισαν τη ζωή
την ημισφαιρική καμπύλη που προστάτευε
τις πηγές της γέννας την ώρα που σε γεννούσα πολλαπλώς
όταν σταμάτησα να ακούω τους ήχους άρχισα ν' ακούω λέξεις
είδα πως η σιωπή ήταν θόρυβος
άκουγα τη ανάσα από τα σκοτεινά σου μάτια
οι κόρες σου μύριζαν χώμα αλάτι και μετέωρο
τα τρεμάμενα χείλη έσειαν τη ραχοκοκαλιά σου
μάζευα ένα - ένα τα κομμάτια
από τη μεγαλύτερη αγκαλιά που άνοιξε στον κόσμο
πάσχιζα να τιθασεύσω τα πετάγματα των καυτών ανέμων
που βγήκαν γυμνοί από τις λίθινες χαρακιές
νύχια καμωμένα από αλαβάστρινο νέκταρ και χυμό μανδραγόρα
ενέχυρο για τις εκτινάξεις του σώματος για τις διαθλάσεις του νου
για τις παραμορφωμένες κοιλάδες που ζούσαμε
ήρθα τρεις φορές και θα φύγω όπως τάχθηκα
άλλωστε ως πότε θα χορεύω στα δίδυμα φεγγάρια;
και ως πότε θα μ’ αφήνεις ν’ απλώνω τα πέπλα μου παντού;
ΤΡΊΤΗ, 18 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2011
Γιατί έτρεξαν να το διαψεύσουν;
Έχουμε κατοχή μωρό μου. Ακόμα δεν το κατάλαβες;
Πείνα
13.12.41
Πείνα και αθλιότης στους δρόμους και στα σπίτια. Οι άνθρωποι πρίζονται. Πεθαίνουν στους δρόμους. Οι Γερμανοί αφαιρούν το παν. Τα τρόφιμα έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Το θέαμα ανθρώπων αναίσθητων από την πείνα στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Πανεπιστημίου είναι κάθε μέρα συχνότερο. [...] Στο σταθμό μια γυναίκα πέφτει μπροστά μου σαν κεραυνόπληχτη. Την σηκώνουν, μαζεύεται κόσμος και της δίνει λεφτά. Τι να τα κάνει;
(Ασημ. Πανσέληνος, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 118-119)
Πεινώ
Κατοχή. Στις γωνιές των δρόμων οι ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν όχι το αυτοκίνητο ή μάλλον το κάρο να τους αδειάσει. Περιμένουν τους πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι φαγώσιμο: λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού... [...]
(Έρη Mελέκου, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 305)
ΟΚΤΏΒΡΙΟΣ 2011
ΛΙΠΟΘΥΜΟΎΝ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΕΊΝΑ ΠΑΙΔΙΆ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΊΑ ΤΗΣ ΑΘΉΝΑΣ
ΤΑ ΝΕΑ, Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011
Οι σύλλογοι εκπαιδευτικών, γονέων και κατοίκων στην περιοχή Αμπελοκήπων-Ερυθρού-Πολυγώνου οργανώνουν εκδήλωση διαμαρτυρίας το Σάββατο 15 Οκτωβρίου, στις 11 το πρωί στην πλατεία Πανόρμου για όσα συμβαίνουν στα σχολεία.
Η ανακοίνωση του συλλόγου των εκπαιδευτικών, που δημοσιεύτηκε στη LIFO, κάνει λόγο για αυτοκτονία άνεργου γονιού μαθητών από σχολείο της περιοχής, αλλά και κρούσματα λιποθυμίας μικρών μαθητών που έπασχαν από ασιτία σε σχολεία του 6ου Διαμερίσματος.
«Είναι η επιτακτική ανάγκη συνεργασίας και συντονισμού όλων των σωματείων και φορέων της περιοχής για την ανάσχεση της λαίλαπας των αντιλαϊκών μέτρων», αναφέρει η ανακοίνωση.
Τα μέλη του συλλόγου δεσμεύονται, επίσης, «να προωθήσουμε, με όσα μέσα διαθέτουμε, τη δημιουργία ενός δικτύου αλληλεγγύης, ώστε να αντιμετωπίζονται τα πρακτικά προβλήματα επιβίωσης των συμπολιτών μας που εξαθλιώνονται, αλλά και τα προβλήματα των νέων που σήμερα στοχοποιούνται από τους μηχανισμούς καταστολής».
«Καλούμε τους συναδέλφους μας και τους Συλλόγους Γονέων σε κάθε σχολικό συγκρότημα, να προχωρήσουν από κοινού σε συγκρότηση κοινών επιτροπών – πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και να καταρτίσουν κοινά προγράμματα και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης για τη στήριξη παιδιών και οικογενειών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα» επισημαίνουν.
1940, '41, '42, '43, '44 είχαμε κατοχή. Υπήρχε ΑΙΤΙΑ.
Πείνα, πόνος, εξευτελισμός, θάνατος, αλλά, με ΑΙΤΙΑ! Υπήρχε πόλεμος. Υπήρχε κατοχή.
2011 - ? ΤΏΡΑ; ΤΩΡΑ ΤΙ; ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ και ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΠΟΙΩΝ;
Πληρώνουμε με πείνα, ανεργία, πόνο, εξευτελισμό και αυτοκτονίες γιατί; Για τραγικά λάθη, ρεμούλες, απάτες, κλεψιές που εμείς, οι πολίτες, ΔΕΝ διαπράξαμε! ΓΙΑΤΙ; ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΟΥΛΗΣΑΝ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ;
Το ξεπούλημα, η ανεργία, η πείνα, δεν είναι φυσική κατάρα!!!!!!
Πείνα, πόνος, εξευτελισμός, θάνατος, αλλά, με ΑΙΤΙΑ! Υπήρχε πόλεμος. Υπήρχε κατοχή.
Πληρώνουμε με πείνα, ανεργία, πόνο, εξευτελισμό και αυτοκτονίες γιατί; Για τραγικά λάθη, ρεμούλες, απάτες, κλεψιές που εμείς, οι πολίτες, ΔΕΝ διαπράξαμε! ΓΙΑΤΙ; ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΟΥΛΗΣΑΝ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ;
Το ξεπούλημα, η ανεργία, η πείνα, δεν είναι φυσική κατάρα!!!!!!
Πως να τα αποδεχτούμε; Πως να κλείσουμε μάτια και αυτιά και ψυχή; Πως να δεχτούμε δίχως "πόλεμο" την οικονομική κατοχή του ΔΝΤ και της Τρόικας στην πατρίδα και στις ζωές μας;
400 χρόνια σκλαβιάς, μας κληροδοτήσαν DNA ραγιά;
Ή μήπως έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε;
«Τι θα πει ραγιάς; Ραγιάς είναι εκείνος που τρέμει τους μπάτσους του Τούρκου, που είναι σκλάβος του φόβου του. Ο ραγιάς είναι μισός άνθρωπος. Την ραγιαδοσύνη του την ονομάζει αναγκαία φρονιμάδα. Τον κυνηγάς και κρύβεται. Τον δέρνεις και ακόμα σκύβει. Τον σκοτώνεις και σωπαίνει».
Ίων Δραγούμης
η κυβέρνηση έχοντας «εκποιήσει» ήδη την δημοκρατία, ως ένα κράτος διπλής κατοχής, εκβιάζει και λεηλατεί τους πολίτες της, ξεπουλά την Ελλάδα μετατρέποντάς την σε υπόδουλο προτεκτοράτο των αγορών.
το σάπιο πολιτικό σύστημα γκρεμίζει τις ζωές και τα όνειρα ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ.
κάποιοι, ίσως, ελπίζουν ακόμα…. μα… μεγαλύτερη φυλακή και από το Αλκατραζ, είναι οι ψευδαισθήσεις μας…
ζούμε; κιρσοί της λησμονιάς, περικοκλάδες της φυγής στον ατέρμονα ουρανό είναι η λύση μας;
τα σημάδια της ξεφτίλας, είναι ανεξίτηλα; η ιστορία γόμα χρειάζεται;
την ύστατη ώρα όλοι μαζί αλλά και ο καθένας χωριστά ας σταματήσουμε τον κατήφορο της κυβέρνησης και της ζωής μας, ας σταματήσουμε την απόλυτη βαρβαρότητα στην οποία μας ανάγκασαν να ζούμε!
ας σταθούμε όλοι μας στο ύψος των περιστάσεων, ας πετάξουμε από πάνω μας την επερχόμενη ταφόπλακα της ζωής μας.
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου