Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Τραύμα ανεπούλωτο poihsh για οσους αγαπω


Τραύμα ανεπούλωτο

Σεμνή η σιωπή σου /μα καθώς μ' αγκαλιάζει /

κάνει χίλια κομμάτια /την καρδιά.

Κι εγώ /που τόσο αγάπησα τις λέξεις/έπαψα


 πια για σένα /να μιλώ. 

Η ζωή μου φύλλο μετέωρο /έκθετο των 


ανέμων/ τραύμα ανεπούλωτο κατά την

αποκόλληση / από τη μήτρα /του 'Ερωτα.(Μ-Λ)



Πες μου /ποια  λέξη / θα σε φέρει/ πίσω ;

Να τη φωνάξω/ σε όλα τα σταυροδρόμια /του

 κόσμου ..

Μέχρι ...να ματώσουν /τα χείλη μου..(Μ-Λ)


Παρασκευή, 25 Ιανουαρίου 2013

Σε προσέχω σαν δάκρυ


Σε προσέχω σαν δάκρυ – Ερωτικο Ποιημα – Ρηνιω Παπανικολα

Σε προσέχω σαν δάκρυ μη χάσει το σχήμα του,

τι νομίζεις μας έχει απομείνει καρδιά μου
μια φούχτα τσαγανόφλουδες.
Σε προσέχω σα δάκρυ μη χάσει το σχήμα του.

-Ξέρεις; Ναι, ξέρεις.

-Εγώ δεν ξέρω.
Κι οι ψαλμωδίες δεν τολμάνε ν” αγγίξουν

τον θόλο τους και χάνεται ο απόηχος.

Αλάτισέ μου το σκήπτρο σου κι αυτή

τη γεύση την έχασα.
Τι νομίζεις μας έχει απομείνει καρδιά μου,
μια αντάρα μες στη θάλασσα
Ημέρωσέ μου τα κίτρινα, υποφέρω
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου, εξαφανίζονται.
μια αντάρα μες στη θάλασσα

Ημέρωσέ μου τα κίτρινα, υποφέρω
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου, εξαφανίζονται.

μια αντάρα μες στη θάλασσα
Ημέρωσέ μου τα κίτρινα, υποφέρω
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου, εξαφανίζονται.
Τα τζιτζίκια όπως πάντα ξετρελαίνουν τον
 κόσμο
μια αντάρα μες στη θάλασσα

Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου, εξαφανίζονται.
Ημέρωσέ μου τα κίτρινα, υποφέρω
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου, εξαφανίζονται.
μια αντάρα μες στη θάλασσα


Τα τζιτζίκια όπως πάντα ξετρελαίνουν τον
 κόσμο,

ήχος πυκνός και αδιάσπαστος, ήχος
 παρηγορητικός
ήχος καθησυχαστικός, ήχος που δεν μας αφορά
 πια.

Σε προσέχω σα δάκρυ μη χάσει το σχήμα του.
«Κλαίμε λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα, λυτρωτικά δάκρυα: «Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου/ διαπεράστε… αναβλύστε… σαρώστε… και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».
«Ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια»
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη»
«Δάκρυσες- κι έβρεχε όλη μέρα….


 Όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόϊ της ανθρωπότητας…” (Γιάννης Ρίτσος) 
«Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.»(Γιάννης Ρίτσος)

Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία:
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.»



Εκείνο(Τάσος Λειβαδίτης)


Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει

 ολάκερο

η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή,

 αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,

πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα

 παιδί,

μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη

 θυμηθείς

κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου

γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών

 καιρών.

Ή ίσως κι από δάκρυα.

Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν

 άνθρωπο που κλαίει.

Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,

φιμωμένο και γιγάντιο, Εκείνο που ποτέ δε θα

 ειπωθεί.

. Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο

 πολύ απ' τον έρωτα εγώ σου χρωστάω 

το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι

 την ελπίδα.(Τάσος Λειβαδίτης)


Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας 
για να κλαίνε. Τάσος Λειβαδίτης - 1953


Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω.(Τάσος Λειβαδίτης)
Τρία δάκρυα του θεού

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Σ' αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ' τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε - φίλοι μου - μιλούνε σαν ανθρώποι
κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία-μία ανοίγουν τα φτερά
      οι σκυθρωπές μορφές
      ενός χαμένου κόσμου
Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου
απλώνω το χέρι ξεριζώνω
τα δέντρα και τους θάμνους του
τους στύλους τους ηλεχτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια
μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά
είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;
μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
    Σήμερα
κοιτάξτε καλά αυτό βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού
γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

Ἀφήγηση(Γεώργιος Σεφέρης)


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα


Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ


Ὑπόσχεση

(γραμμένη στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι,
τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972. «Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητὴς Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα
ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος»
Τὰ ποιήματα - ἐκδόσεις Παπαζήση).
Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

(1960)


«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας,

 ονειρεύτηκα στο πλάι της

        μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην

 έχει νόημα, κι όπου το μόνο


        φως να 'ναι από την πυρά που

 κατατρώγει όλα μου τα υπάρ-χοντα.
.
Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το

 βάρος από τα μελλούμε-

        να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και

 στη συμβασιλεία των

        άστρων
»


Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως

 είναι κει ακριβώς, μέσα

        στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται

 οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι»

Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου

 αντρός τα στέρνα η μονα-

        ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε..

(Οδυσσέας Ελύτης)


Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;  
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς  
Σ ’αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;(Οδυσσέας Ελύτης)




Στίχοι του Νίκου Καρούζου:
«Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου/Ποτίζω με δάκρυα τη γη/μετά τόσους καιρούς/ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος/ζυγίζεται με τα δάκρυα
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.»



Μπόρις Βιαν, «Αν έβρεχε δάκρυα»
«Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει μια αγάπη/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν βαραίνουν οι καρδιές/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ για ένα σαραντάμερο/ δάκρυα πικρά/ θα πνίγανε τους πύργους.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει ένα παιδί/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν γελάνε οι κακοί/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ με γκρίζα κύματα και κρύα/ δάκρυα πικρά το παρελθόν θα τάραζαν.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ θα γίνονταν κατακλυσμός/ από τα δάκρυα τα πικρά/ των δικαστών και των ενόχων».

ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή(Κική Δημουλά)

Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα
 από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στέγνη στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα:
 βροχή ή δάκρυα, 
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δε βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.

Πέμπτη, 17 Ιανουαρίου 2013

Έρωτας τάχα...

Έρωτας τάχα...  

Έρωτας τάχα να είν’ αυτό  
που έτσι με κάνει να ποθώ  
τη συντροφιά σου,  
που σα βραδιάζει, τριγυρνώ 
 τα φωτισμένα για να ιδώ  
παράθυρά σου;  

Έρωτας να ειν’ η σιωπή  
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνει  
σφιχτά το στόμα,  
που κι όταν μείνω μοναχή,  
στέκω βουβή κι εκστατική  
ώρες ακόμα;  

Έρωτας να είναι ή συφορά,  
με κάποιου αγγέλου τα φτερά  
που έχει φορέσει,  
κι έρχεται ακόμη μια φορά  
με τέτοια δώρα τρυφερά  
να με πλανέσει;  
Μα ό,τι και να’ναι το ποθώ,  
και καλώς να’ ρθει το κακό  
που είν’ από σένα.  
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,  
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ  
τ’ αγαπημένα…(Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά
 άλλως Μυρτιώτισσα)


Βιτσέντζος Κορνάρος
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Aνάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τά κάνει,  
και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει!  
Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει,  
κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει!  
Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,  
και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει.  
Kαι δε θωρεί πλιό στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει,  
και με μαγνιά τα μάτια τση, κι αράχνην τα κουκλώνει.  
Kαι να ξανοίξει δεν μπορεί, εις το καλό να πάγει,  
μα εις τό τη βλάφτει προθυμά, γιατί η καρδιά τση εσφάγη. 

Rainer Maria Rilke - Σ'αγαπω σε μεταφραση Κωστη Παλαμα

Κλείσε τα μάτια μου
μπορώ να σε κοιτάζω
Τ' αυτιά μου σφράγισ' τα
να σ' ακούσω μπορώ
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθώ σ' εσένα
και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ
Χωρίς τα χέρια μου μπορώ να σ' αγκαλιάσω
σαν να 'χα χέρια όμοια καλά με την καρδιά
Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι-
Κι αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.


Bolero { Julio Cortázar}

Qué vanidad imaginar 

que puedo darte todo, el amor y la dicha,

 
itinerarios, música, juguetes.

 
Es cierto que es así:

 
todo lo mío te lo doy, es cierto,


pero todo lo mío no te basta


como a mí no me basta que me des


todo lo tuyo.



Por eso no seremos nunca


la pareja perfecta, la tarjeta postal,


si no somos capaces de aceptar


que sólo en la aritmética


el dos nace del uno más el uno.

Por ahí un papelito 


que solamente dice:

Siempre fuiste mi espejo,


quiero decir que para verme tenía que mirarte


Bolero { Julio Cortázar}

 Πόση ματαιοδοξία, σαν φανταζόμουν

πως τα πάντα εγώ μπορώ να σου τα δώσω:


την αγάπη και την ευτυχία,


οδηγίες και μουσική και παίξιμο

.
Ένα είναι βέβαιο:


καθετί δικό μου σου το δίνω, να 'σαι βέβαιη.


μόνο που, ό,τι και να σου δώσω, δε σου αρκεί,


όπως κι εμένα δε μου αρκεί


ό,τι δικό σου κι αν μου δώσεις.




Γι' αυτό, ποτέ δε θα γίνουμε

το ζευγάρι το άψογο, η μία και αυτή καρτ


ποστάλ,



αν δεν είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε


ότι μόνο στην αριθμητική


ένα κι ένα κάνει δύο.



Έτσι, αρκεί ένα ραβασάκι



που απλά και μόνο γράφει:



Πάντα υπήρξες ο καθρέφτης μου∙



θέλω να πω, για να δω εμένα, έπρεπε εσένα να



 κοιτάζω.






Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ΄ αγάπησες 
-Μαρία Πολυδούρη

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε `σεναν άρεσε
γι’ αυτό έμειν’ ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε `σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.



Ανδρέας Τσιάκος

Ο έρωτας είμαι
Aπ' το πουθενά πλησιάζει, συστήνεται σαν πόνος και ενοικιάζει το καλύτερο δωμάτιο του εγκεφάλου μου, -σκόνη είναι παγιδευμένη στη γωνία, κύκνος και θάνατος αργός, έχει τη γεύση κάποιου γλυκού, μη με ρωτάς τι γλυκό, έχω ξεχάσει αυτή την αίσθηση, λειτουργώ μόνο με το συναίσθημα-, αφήνει προκαταβολή δυο νοίκια μπροστά, δεν έχει οικογένεια μόνο μια τσάντα αλλαξιές για τα σαββατοκύριακα, φορά μαύρα κάτι θα πενθεί νομίζω δεν είμαι σίγουρος, κρατά στα χέρια του ρίζες, μια γλάστρα πλαστική και ένα ξύλινο παράθυρο δίχως τζάμια, δεν μιλά, ωραία λέω, ήσυχος φαίνεται, του δίνω τα κλειδιά, τον ξανακοιτώ, κάποιον μου θυμίζει, δεν βαριέσαι λέω, λάθος θα κάνω, αποκλείεται να 'ναι αυτός που πιστεύω, παίρνει τα κλειδιά λίγο βιαστικά, ανοίγει την πόρτα, πριν μπει στο δωμάτιο τον ακούω να ψιθυρίζει, κάτι σαν τραγούδι έμοιαζε, σκέφτηκα τι είδους πόνος είναι αυτός που τραγουδά, αλλά πάλι το τραγούδι είναι κι αυτό ένας πόνος , ένα μοναχικό παιχνίδι στην τράπουλα του χρόνου, το τραγούδι  απαλύνει τον πόνο, στην έσχατη περίπτωση σε συμφιλιώνει με τον πόνο, για δες τώρα μήπως θέλει να γίνουμε φίλοι και μου το λέει έτσι γιατί ντρέπεται, αλλά θα τρελαθώ, πόνος και να ντρέπεται δεν υπάρχει, κάνω μια κίνηση να του μιλήσω, γυρίζει σαν να κατάλαβε τι σκεφτόμουνα και μου λέει: 
- «...ο έρωτας είμαι...»!


Δεκέμβρης 1903 (Κ.Π .Καβάφης )Kι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω
αν δε μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στη ψυχή μου, 
ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες στο μυαλό μου, 
ημέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου
τις λέξεις και τις φράσεις μου πλάθουν και χρωματίζουν
σ’ όποιο θέμα κι άν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέγω
Ερωτικό ((Ναπολέων Λαπαθιώτης)
Καημός, αλήθεια, να περνώ 
του έρωτα πάλι το στενό ώσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου. Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του. Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί στερνό φιλί, πρώτο φιλί  και με λαχτάρα πόση. Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου που μου το ‘τάξανε πολλοί όμως δεν μπόρεσε κανείς  ποτέ να μου το δώσει. Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου