Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ......


ΤΕΤΆΡΤΗ, 30 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


ΤΕΤΆΡΤΗ, 30 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Μοναξιά μου


                             Γερά δόντια γερό στομάχι
σκισμένο δέρμα δέρμα φιδιού
σαν να μην έφαγες αίμα αρκετό
άσβεστη κρατάς χρόνια και χρόνια τη δίψα
σέρνεσαι ανάμεσα σε χόρτα και χαλίκια
πεινασμένη και αχόρταγη σκύβεις
ανάμεσα στα βράχια και τις ρωγμές
ρουφάς από ποτήρι ξέχειλο
ήρθες πολύ νωρίς ήρθες πολύ αργά
στο τέλος με κατοίκησες

πλένω την ψυχή μου
κάθε γωνιά της καθαρίζω
το σώμα πλένω από κάθε ανομία
προετοιμάζω τα ρούχα της φυγής
των φτερών το γοργοχτύπημα
σαν αφουγκράστηκα το δείλι

άταφος γυμνόσαρκος ο φόβος μοναξιά μου
μην απομείνεις μόνη αγωνιώ
σαν το καπέλο του πεθαμένου στην κρεμάστρα
σαν τ’ άδειο μανίκι του σκιάχτρου μη μείνεις
τούτο το σώμα δεν σε σηκώνει πια
φόρα τα ξυλοπάπουτσά σου
καιρός να φεύγουμε και οι δυο

μην απομείνεις μόνη μοναξιά μου…

ΚΥΡΙΑΚΉ, 27 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Οι άγιοι απόβλητοι


αφιερωμένο σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν την απόρριψη και την αποστροφή
σ’ όλους αυτούς που η "αγία" κοινωνία μας ονόμασε περιθώριο και απόβλητους



Μια πέτρα πεταμένη στην θάλασσα η ζωή
όταν με λύσσα κλείνετε τα πικραμένα σας παράθυρα
ωσάν να κρύψετε θέλετε στο σκοτεινό δωμάτιο
τη χαρμόσυνη την είδηση ή το θανατερό μαντάτο

και ύστερα αδειάζετε ότι υπάρχει στο ψυγείο σας
αδειάζετε  ό,τι υπάρχει στην ψυχή σας
χωρίς ζωή χωρίς σάρκα χωρίς μελίρρυτο κρασί
μιλάτε στους άγιους των πεζοδρομίων τόπους
στα παγωμένα ρείθρα με τις λάσπες και τα σαπισμένα φύλλα
φορώντας των πληβείων το τιποτένιο ένδυμα
καλύπτοντας με κουρέλια την χρυσοποίκιλτη ψυχή σας
στέκεστε στις παρυφές των ίσκιων του θανάτου
στους νεκροθαλάμους των λαϊκών νοσοκομείων
σκεπασμένοι από βρώμικα φθαρμένα σεντόνια
ασκητές προφήτες μαντατοφόροι θαμμένοι
μιλάτε με φωνή που κανένα αυτί δεν ακούει
καθισμένοι ρακένδυτοι μέσα στην πανοπλία σας  
στις φωλιές των γερακιών και στης κόλασης τα ποτάμια
οίχεσθε εκεί που κάποτε άνθρωποι ζούσαν  
μα τώρα φαντάσματα μόνο επελαύνουν
με την τύχη του πόνου την κοινή
αυτών που φέρουν των επιδέσμων την ηρωική στολή
αυτών που βουτούν τα χέρια μέσα στα σύννεφα

αυτών που κρατάνε ευαγγέλια ψωμί και κρασί
αυτών που δεν έζησαν το άπειρο της στιγμής που πόθησαν 








ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 25 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Ω σώμα μου!



αφιερωμένο στον αγαπημένο  Dark13Sun !

Ακούω τους εραστές κάτω από το δέρμα μου

τις λαχανιασμένες της ηδονής φωνές τους

ακούω το βουητό από το σπέρμα

τη φωνή των αγέννητων παιδιών τους

ακούω το δάκρυ της ανθισμένης μου μήτρας



ω σώμα μου σώμα σώμα



πόσες φορές σε τρυγήσανε!

σε πόσους μοίρασες το άχραντο κρασί σου!




ΠΈΜΠΤΗ, 24 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Μοναξιά


Μοναξιά σ' αυτή τη χώρα
βαδίζει τους δρόμους σκυθρωπή
ανάμεσα σ' ανέμους και θερισμούς

μοναξιά σ' αυτό το σώμα
στην έρημη άδεια σάλα του

εισβάλει επισκέπτης πρόσκαιρος
μάσκα με χίλιες όψεις 
ακουμπισμένη στο διφορούμενο και στη φυγή
αδυνατίζω την όραση του νου
οι πτώσεις γίνονται κραυγές
γλιστρούν στο έσω μου κουφάρι
κραυγές από το δέρμα αφαιρώ
απ' τα κουρέλια τους το σώμα μου γυμνώνω
την αλήθεια τώρα δεν αναζητώ
μήτε και τη συγνώμη
αυτοεξορίζομαι από το παρελθόν
τη ζωή μου αποσπώ απ' ότι τη διαλύεται

μοναξιά  σ' αυτή τη χώρα

εσυ;
τι μάσκα  φοράς;
βάζεις σημάδι  ψυχές;
λεηλατείς καθάριες μοναξιές;
αναπλάθεις όνειρα ακόμα;



ΤΡΊΤΗ, 22 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Αν αναρωτιέσαι....

Αν αναρωτιέσαι για το 2011…
χρονική περίοδος τριακοσίων εξήντα τεσσάρων απογοητεύσεων, διαψεύσεων, ανασφάλειας, φόβου, θεάτρου παραλόγου

αν αναρωτιέσαι  για την πολιτική…
το φανταστικό «γιατί», αντικαθιστά το πραγματικό «για ποιούς» «για πόσα»

αν αναρωτιέσαι για την δημοκρατία…
σ’ ένα έθνος αυτός που κυβερνά είναι ίδιος μ’ αυτόν που κυβερνιέται… η μόνη επιτρεπόμενη εξουσία είναι η επιβολή της «προαιρετικής» υποταγής

αν αναρωτιέσαι για το δημοψήφισμα….
μοιάζει με λαϊκές εκλογές: γίνεται για να διαπιστωθεί τι θέλουν οι κυβερνήσεις

αν αναρωτιέσαι για την ευθύνη…
είναι ένα φορτίο το οποίο εύκολα μεταφέρεται στις πλάτες του θεού, της μοίρας, του πεπρωμένου, της τύχης, του γείτονα, των άλλων

αν αναρωτιέσαι για την Ελλάδα…
η χώρα μας σήμερα, μια δυσδιάστατη αναπαράσταση μιας αφόρητης τρισδιάστατης ξεπουλημένης πολιτικής

αν αναρωτιέσαι για την ιστορία….
ένας ως επί το πλείστον πλαστός απολογισμός, ως επί το πλείστων πλαστών και κατευθυνόμενων γεγονότων, τα οποία προκλήθηκαν από ως επί το πλείστον παλιάνθρωπους «στρατηγούς» και ως επί το πλείστον ηλίθιους «στρατιώτες»

αν αναρωτιέσαι για τη κρεμάλα…
μια παμπάλαια συσκευή που υπενθυμίζει στους δολοφόνους πως είναι κι αυτοί θνητοί

αν αναρωτιέσαι…
καλά κάνεις! μήπως όμως ήρθε ο καιρός να περάσεις και στη δράση; 



Η δημοφιλής γαλλική σατυρική εκπομπή με μαριονέτες 'Les Guignols del'info' παρουσιάζει την κατάσταση στην Ελλάδα με ένα εξαιρετικό βιντεάκι μόλις 1,31 λεπτών, κρούοντας εύστοχα τον κώδωνα του κινδύνου με την μορφή σάτιρας και για τους Γάλλους.




ΔΕΥΤΈΡΑ, 21 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Χέρια-κλαδιά

 
αφιερωμένο στο  "Ατίθασο Άτι"  μου!



Αδειάζω εγώ παράξενο υλικό εσύ
όταν φυσάει όλα μου τα μόρια κολλάν επάνω σου
μένει σε μένα μόνο το σχήμα μου - πλασμένο από σένα
αδειάζω εγώ ποτέ εσύ δεν μείνεις
η κλεψύδρα δε γύρισε ποτέ μαζί σου ανάποδα
έχω το στόμα τρυφερό και λυπημένο
πιο πολύ θα το δεις να γελάει  γέλιο-απάτη
οι άκρες πρέπει να ‘ναι όρθιες
για να κρατήσουν το βάρος της λύπης
έχω το στόμα τρυφερό
δε με φιλάς όταν ξυπνώ
κι η αγάπη σου τα βλέφαρα δεν γρατζουνάει
έχω τα χέρια μου κλαδιά μακριά και άδεια
έχω τα χέρια μου κλαδιά
στέκεις πάνω τους και σε κρατώ με υπομονή
μακραίνουν τα χέρια κλαδιά και άδεια
δέντρο στο δάσος σου
εσύ ο άνεμος που γονιμοποιεί
χέρια κλαδιά μακριά και άδεια
να σ’ αγκαλιάσω πες μου πώς; 
έχω τα μάτια μεγάλα υγρά και άγρια






μάτια μεγάλα να χωράει κάθε σου εικόνα
τον κάθε ερχομό σου κι όλες σου τις φυγές
έχω τα μάτια υγρά και άγρια
το πείσμα κρατάει το παράπονο δεμένο
προδίδομαι παραδίνομαι στη δίνη
υγρά και άγρια τα μάτια
έχω το στόμα τρυφερό και λυπημένο
δε με φιλάς δε με φιλάς δε με φιλάς
όταν ξυπνάω δεν σε φιλώ
χέρια κλαδιά αγκάλιασέ με
δε με πονά η αγκαλιά το άδειο με πονάει
μάτια μεγάλα να με χωράς
μάτια άγρια να με μαθαίνεις
μάτια υγρά να με κολυμπάς
να μ’ αγκαλιάζεις να με χωράς
σαν έρχεσαι όραση να φυσάει
στα μάτια να χαράζεσαι μ’ αφές
στ’ αυτιά στα ρουθούνια στο γιακά
στα μακριά τα δάχτυλα στα νύχια
στις αφές μου το δρόμο να χάσεις
να μη μπορείς να φύγεις ποτέ…





ΣΆΒΒΑΤΟ, 19 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Εξαργύρωση

Κάθε ανοιχτή πληγή στάζει η φωνή
ακροβατώντας επιμελώς δίπλα στις παρειές
εξαργυρώνοντας τα δάκρυα με ρυτίδες
εγκαλεί η μνήμη ήχους αλλοτινούς
τότε που έμοιαζαν οι λέξεις με τιτίβισμα

στα χέρια κρατώ σφιχτά την απουσία
στάζοντας άνοιξη στις πληγές
μισάνοιχτο αφήνω ένα όνειρο
κείτομαι μαρτυρικά 
σ' ένα ικρίωμα παγωμένο
σ’ αγκάθινες  παρενθέσεις 
σ’ επιθυμίες φλέγουσες
δεκάδες της ψυχής οι παγοδρόμοι  
με τις γυαλισμένες τους λεπίδες
με τις αιχμηρές τους ακίδες
καρφώνουν τις παγωμένες αισθήσεις
βαθιά στο λευκό χιόνι το άσπιλο
πολλαπλασιάζοντας τις νύχτες       
φτηνές μου ελπίδες αγεφύρωτες
που τέμνουν κάθετα τον χρόνο

με το πέρασμα του πρώτου τυφώνα
όταν το αίμα σταλάζει βασανιστικά
χαράζοντας τις διαδρομές τις μέλλουσες 
ξεδιψώ με δάκρυα
τις απέραντες στέπες της ψυχής μου

υπάρχω...




ΠΈΜΠΤΗ, 17 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Μαγειρέματα

η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη


Μέσα στις επιλογές σου δεν με έβαλες ποτέ ολοσχερώς. Είναι ώρα τώρα, που τούτη η φράση έχει κολλήσει στα δόντια μου…
Όταν μαγειρεύω σιωπηλά χάνομαι μέσα στα μυρωδικά.
Πέπλα, υγρά και καυτά. Τυλίγομαι σε μια κρέπα για να κοιμηθώ. Πηδάω πάνω στο μανιτάρι και γλείφω μια κουταλιά πουρέ. Δαγκώνω ηδονικά τη γλώσσα μου. Λίγο ακόμα μπαχάρι μα όχι υπερβολές. Θα πικρίσει το κρέας. Και ποτέ μα ποτέ λεμόνι κατευθείαν πάνω από τις πατάτες φούρνου. Σκληραίνουν. Πολύ. Δεν θα γίνουν ποτέ αφράτες. Ψήνομαι όταν μαγειρεύω – καίγομαι ολόκληρη – σαν από έρωτα μεγάλο. Και γλυκαίνω με την κρέμα γάλακτος που χύνεται πάνω στο μπέικον. Ξεραμένο και πικάντικο στις γωνίες του, γλυκό και τρυφερό στο κέντρο. Όσο πιο μόνη νιώθω, τόσα πιο πολλή και η κρέμα. Η μία κουτάλα στο χοιρινό και με το πιρούνι τρυπάω την πίτα να ψηθεί. Λίγο κρασί στις μπριζόλες και άνηθος στον αρακά. Τρίβω πιπέρι και αλάτι και το ανακατεύω με τη μουστάρδα. Το ρίχνω στο κοτόπουλο να πάει παντού. Βουρκώνω. Κόβομαι άγαρμπα με το μαχαίρι και τρέχει κόκκινη πηχτή σάλτσα κοκκινιστού από το δάχτυλό μου. Το γλείφω και πίνω μια γουλιά κρασί. Απ’ αυτό που βάζω στο φαγητό… χωρίς εσένα… χωρίς κανέναν.

---------------------------------------------------------------------------------------

Νομίζω, η ανόητη, οι άλλο αλώβητοι. Εγώ κομμάτια.
Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά. Θαρρώ πως χάθηκα για  πάντα. Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει. Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου. Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ' την πόλη. Ποιος ξέρει σε τι μεταλλάχτηκα και δεν το νιώθω. Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο, αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του…
Θα σας δω στην κόλαση αγάπες μου. Θα σας πω ότι με λένε Ευρυδίκη κι εσείς  θα καταλάβετε…
Ζω τη ζωή μιας άλλης –ποιας άραγε- με στόμα ανοιχτό. Απόγνωση. Να φύγω ή να μείνω? Να γίνω κομμάτια και να χαθώ μέσα στα μαύρα νερά. Θάλασσα μου, γνώριμη οικεία, μόνο εσύ σαν από πάντα… Αναρωτιέμαι τώρα είμαι καλά ή πριν; Νομίζω τώρα. Φοβάμαι.
Δεν θα χρειαστεί να ντυθώ χαμόγελα και μεταξωτά, κόκκινο στα χείλη και αρώματα. Γυμνή και όμορφη θα μείνω να κάνω παρέα με το αληθινό μου.
Η λέξη. Ή το βλέμμα. Ακόμα και μια σκέψη. Τότε μόνη μου έβαζα τη βελόνα να μπει βαθιά να ξεμπερδέψω. Ή  και να βρω κάτι. Μήπως καταλάβω το γιατί. Και μετά στον ύπνο τον βραδινό. Θα βλέπω πάλι ότι πέφτω με δύναμη από ψηλά. Και θα φοβάμαι. Κι όταν ξυπνώ δεν θα ξέρω. Έπεσα ή ακόμα πέφτω;
Το κόκκινο ή το μαύρο.
Αν συνεχίσω να σας μιλώ έτσι ακατάληπτα, θα καταντήσω να μιλάω στα χαμομήλια…





περήφανο άτι μου, σ’ ευχαριστώ πολύ!


ΤΕΤΆΡΤΗ, 16 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Οδυνηρά



Προσμένω το σούρουπο. Στην βεράντα τα φυτά αναπνέουν τις σκέψεις μου.
Οι λεμονανθοί με ξεσηκώνουν με το άρωμά τους και οι ρίζες των μαλλιών μου, σαν κομμένα ηλεκτροφόρα σύρματα καρβουνιάζουν τα ρήματα που θέλω να  πω. Μελαγχολική θεματογραφία
λόγω των "άγιων πονεμένων" αυτών ημερών… πάλι… θλιβερά φινάλε, οδυνηρά δελτία ειδήσεων. Η κουλτούρα της κατάθλιψης συνοδεύει, όσο πιο άδεια και μηχανικά γίνεται, τις μέρες μας. Κατατονία σε όλα.
Φόρα μου, πάλι, το λουρί μου. Αλλιώς θα φύγω μαζί με τα σύννεφα, μαζί με τις πασχαλιές του επιταφίου και τις σκιές της πομπής. Θα φύγω μαζί με τα νυχτερινά δελτία των 8, μαζί με εκείνη εκεί την ρόδα που στρίβει στο τέλος της ανηφόρας, όπου βρίσκεται το αιωρούμενο σπίτι μου. Μαζί με την τελευταία αναπάντητη κλήση.
Άσε κάτω την αγάπη που μου ράβεις και πιάσε εκείνο το κόκκινο χαμόγελο. Μικρό και φρέσκο σαν κουτάβι. Ένα κόκκινο, μικρό κουτάβι-χαμόγελο. Πόσο ανάγκη το έχω. Το έχω; Το έχουμε ήθελα να πω.
Μισό λεπτό μην ετοιμάζεσαι να φύγεις. Δες και αυτό. Φέρνω από την αποθήκη την ηλεκτρική σκούπα να ρουφήξει την σκόνη των ονείρων μας, που τρίβονται μεταξύ τους σαν Σισύφειες πέτρες. Τις δικές μου σκόνες τις πέταξα το πρωί, μαζί με εκείνο το πινέλο που βλέπω και εξέχει σαν τεράστιο απωθημένο από την σχοινένια σπονδυλική μου στήλη.
Έχω να μετακομίσω τον εγωισμό μου στον πιο βαθύ κρατήρα του φεγγαριού και θέλω να δείχνω πένθιμη. Η μυρωδιά των ημερών με ακολουθεί χωρίς να εξαντλείται. Παλιά βιβλία ξαπλώνουν στο πάτωμα. Γυμνά χωρίς σελιδοδείκτες, αφημένα στην σελίδα τίποτα, χωρίς ντροπή καμιά. Δεν θα κοινωνήσουν αυτά. Αν φιλήσω το στόμα σας, δεν θα κοινωνήσω ούτε ‘γω, ούτε σεις, ούτε οι Ιερές προστακτικές μας. Δεν έχω κάτι άλλο να πωνα σκεφτώ, να προσμένω. Δεν έχω ούτε ένα σπασμένο αγγείο στα μάτια μου, ούτε μια σταγόνα αίμα να τρέχει από την μύτη μου, σκεπτόμενη το λάθος της ιστορίας που ξανάρχεται. Καλύτερα που δεν καταλαβαίνεις.
Πάω να φέρω τα καρφιά μου. Ακατάσχετη η αιμορραγία του χειμώνα. Κι η Ανάσταση αργεί... Με εκείνο το βοηθητικό της πι, ασθμαίνοντας κουτσαίνοντας πάντα να μας στήνει στο ραντεβού της λύτρωσης. Και είναι του ανθρώπου η μοίρα τούτο η συνάντηση, την αλήθεια αναζητώντας. απηδάλιος και απληροφόρητος, να ανιχνεύει. να οδοιπορεί και να πορεύεται.



ΤΡΊΤΗ, 15 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


πάνω από τα σύννεφα


Η θάλασσα που ψάχνω
δεν είναι φτιαγμένη από νερό
δεν μετακινεί κανένα κύμα
ούτε φοβάται τη στεριά
έτσι κι εγώ
στο νερό της βρύσης δεν εθίζομαι
όσο υπάρχει ακόμα ωκεανός

αφέθηκα
στα ανοικτά απροστάτευτη
γεννήθηκα
την εγκατάλειψη όλη να μαζέψω
κλαίω
για τη σχάση του φωτός
κλαίω
για το διαθλώμενο αίσθημα
σκέφτομαι
αν όλοι αναπνέουμε το ίδιο οξυγόνο

πάνω από τα σύννεφα υπάρχει ουρανός
μα ο ουρανός μικρός για τέτοια συναυλία

πώς να κατανεμηθώ;
αναληθείς και ένοχοι κριθήκαμε αθώοι
τώρα που ήρθε η ώρα να συστηθούμε
σίγουρα θα νιώσουμε πιο άγνωστοι

και ύστερα λένε       
πως πάνω από τα σύννεφα υπάρχει ουρανός...



ΣΆΒΒΑΤΟ, 12 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Αμετάκλητο


Γεννήθηκα μ’ ένα χρώμα θερμό
χρώμα βαθύ θερμό του αίματος χρώμα
σα μια φλέβα που πάλλεται όλο ζωή
ο χρόνος κυλά το χρώμα πυκνώνει
πυκνώνει ως να σβήσουν οι τόνοι οι φωτεινοί
να επικρατήσουν οι άλλοι του ερέβους οι μιμητές
δεν θες αλλά έτσι είναι το Τέλος
αυτή είναι η σύστασή του το μαθαίνεις
ένα μαύρο έρχεται αμετάκλητο
αμετανόητα πλημμυρίζει τα πάντα
γεμίζει τα δευτερόλεπτα των σκέψεων
ρωγμή καμιά
συμπαγές και ειδεχθές το Τέλος
πυκνώνουν πνιγηρά οι ώρες ο χρόνος
καρφιά στο κιβούρι της ψυχής
κηδεύεις τον εαυτό σου
φενάκη οι ελπίδες
στο ίδιο με το δικό σου φέρετρο κλεισμένες
σαν ανασαίνουν μην τις ακούς
μην αφουγκράζεσαι τον ρόγχο τον επιθανάτιο
κλείσε κάθε χαραμάδα και φύγε
έξω η νύχτα πάντα η νύχτα
αδιάφανος αδιασάφητος αδιαπέραστος αδιάβατος
τόπος αδιάβατος η νύχτα
μη δεχόμενη να εξουθενωθεί
στήθος με στήθος καρδιά στην καρδιά
μνήμη στην μνήμη
απούσα απών αγνοείς και απορώ
τέρπομαι ως στοιχείο νηπενθές
πέτρα ήμουν συμπαγής και σοβαρή
καθόλου στον αέρα δεν ταίριαζα  
ήλθα και απήλθα ως λίθος
τόσο ευέλικτη τόσο συμπαγής
δεν συνάδω μ’ ελαφρότητας εποχές  
λίθος λοιπόν κι ουχί πολύτιμος
ένα φράγμα
κάτι ζητώ να μην περνούν τα κύματα
με κάτι να βρεθώ στην λήθη
ένα φράγμα να μην θλίβομαι πια
από την πληγή της λήξης μου
άνευρη και ανίδεη του καιρού μου
όφειλα να διέρχομαι και να μετέρχομαι
ματαίως ανύποπτη και κοιμωμένη
τον ύπνο όφειλα να μην διαταράξω
να σέβομαι τον βαθύ μου λήθαργο
να σιωπούσα εξ αρχής
σε κιβούρι λίκνο τη ζωή σα κοίμιζα
που με προσπερνούσε
ας με προσπερνούσε 
και που στάθηκα τι έγινε;
σύντομη στάση σαν μια ριπή ανέμου
έτσι λήγω λοιπόν;
όπως η ίδια η ριπή σβήνει το κερί;
μα κερί δεν είμαι
για φλόγα που κατακαίει γεννήθηκα
ούτε και για αυτό; τότε γιατί;
φτάνω στον επίλογο επιτέλους
με το μεσοδιάστημα κενό
τι βιβλίο αλλόκοτο η ζωή!
σκηνικό προαναγγελθέντος τέλους
από μακριά να διαφαίνεται να εξυφαίνεται
στημόνι οι λέξεις υφάδι οι σιωπές
υφαίνονται όλες στον αργαλειό των πεπραγμένων
σαν σάβανο νεκρικό σου παραδίδομαι

να μην μου ανησυχείς
δεν θα φωνάξω καθώς θα ταξιδεύεις με τον ήλιο




ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 11 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011


Το πέταγμα


όλοι όσοι λατρεύουν την ελευθερία... όσοι προχωρούν με πέταγμα όταν ξέρουν πως έχουν δίκιο... όλοι όσοι χαίρονται να μοιράζονται, μα κυρίως, όλοι όσοι μάθανε απλόχερα να δίνουν... όσοι ξέρουν πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα στον κόσμο εκτός απ’ αυτά που φαίνονται…
όλοι αυτοί θα πετούνε πάντα μαζί με τα πουλιά. άλλοι πάλι, θα ξεφεύγουν για λίγο σε μια υπέροχη περιπέτεια, γεμάτη ύψος κι ελευθερία. είτε έτσι, είτε αλλιώς, είναι μια σπάνια εμπειρία γιατί γι’ αυτούς, για όλους εμάςσημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το πέταγμα.

εκεί που κρύβεται η ψυχή των ελεύθερων. αυτών που ανακάλυψαν τον δικό τους κόσμο, τα μυστικά θεμέλια της ψυχής τους.
η δύναμη, η αίσθηση ελευθερίας, η γνώση έχει να κάνει με τις επάλληλες δονήσεις μιας χορδής, τεντωμένης απ’ τη μια άκρη της ανθρώπινης ζωής ως την άλλη. και αν το πέταγμα και αν η ελευθερία, αν γεννάει ερωτήματα, αμφιβολίες, φόβους, συγχρόνως μαγεύει τον νου, ηλεκτρίζει τη φαντασία, ευφραίνει την ψυχή.

αφιερώνω τούτη την ανάρτηση στο πανέμορφο πολύχρωμο πουλί που ζει μέσα στον καθένα από εμάς !!!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου