Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Το Gadget άλλαξε και σήμερα φιλοξενεί μια αγαπημένη  μου ποιήτρια:

ΣΕΜΝΟΤΗΣ

ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΥ ΚΛΕΙΝΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΗ ΝΟΙΩΣΕΙ
ΔΕ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΗ ΣΙΜΩΝΕ
ΧΩΡΙΣ ΓΙ'ΑΥΤΟ ΝΑ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΣΕΙ

ΕΧΩ ΕΝΑ ΚΡΙΝΟ,ΚΡΙΝΟ ΟΛΑΝΟΙΧΤΟ
ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΣΚΙΑ ΤΗΝ ΟΨΗ.
ΚΑΜΜΙΑ ΗΔΟΝΗ ΔΕΝ ΕΠΕΘΥΜΗΣΕ
ΝΑ ΤΟ ΦΙΛΗΣΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΟΨΕΙ.

ΕΧΩ ΕΝΑ ΡΟΔΟ ΠΟΥ ΖΥΓΙΑΖΕΤΑΙ
ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΗ ΦΛΟΓΑ
Κ'ΕΙΝΑΙ ΣΑ ΝΑΓΙΝΕ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
ΚΑΙ ΝΑ ΣΙΩΠΟΥΣΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΛΟΓΑ

ΜΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΝΕ ΑΜΦΙΒΟΛΗ
Μ'ΟΛΟ ΤΟ ΝΑΙ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ.
ΜΟΝΟΝ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΛΙΚΝΙΖΕΤΑΙ
ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ

ΚΙ'ΑΛΛΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΟΥΝΕ ΣΥΜΒΟΛΑ
ΚΙΆΛΛΑ ΜΟΝΑΧΑ ΠΟΥ ΜΕΘΟΥΝΕ,
ΜΑ ΤΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΛΕΠΤΟΚΑΜΩΤΑ,
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΜΟΝΟΝ ΑΝΘΟΥΝΕ.

ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΥ ΚΛΕΙΝΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΤΗ ΝΟΙΩΣΕΙ
ΚΙ'ΑΝ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΣΕΙ ΘΑΝΑΙ ΑΝΙΔΕΟΣ
ΚΙ ΟΥΤΕ ΓΙ'ΑΥΤΟ ΘΑ ΜΕΤΑΝΟΙΩΣΕΙ...


Η Μαρία Πολυδούρη ανακάλυψε την ποίηση μέσα απο το σπαραγμό της μάνας, της αδελφής, της θυγατέρας, της συζύγου. Ανακάλυψε την ποίηση μέσα απο την έκφραση της γυναίκας.
"Μου αρέσει να λυπάμαι..." έλεγε στην μητέρα της, δικαιολογώντας τις ώρες που αφιέρωνε να ακούει μοιρολόγια σε σπίτια νεκρών του Γυθείου. Στην πολιτεία αυτή της Μάνης η οικογένεια Πολυδούρη έζησε 9 χρόνια. Ο πατέρας της ήταν φιλόλογος στο τοπικό Γυμνάσιο και η Μαρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Στο Γύθειο αφομοίωνε, μελετούσε και ζούσε όλο το μεταφυσικό κλίμα που δημιουργούσαν οι γυναίκες με τα μοιρολόγια. Για τους ντόπιους τα μοιρολόγια ήταν πόνος και κατευόδιο, για την Μαρία Πολυδούρη ήταν ποιητικό δρώμενο.

Λίγα χρόνια μετά ο πατέρας μετατίθεται στα Φιλιατρά και η οικογένεια μετακομίζει εκεί. Η Μαρία είναι 13 χρονών, πηγαίνει στο γυμνάσιο και γράφει το πρώτο της ποίημα, με τίτλο  Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ. Με την ατμόσφαιρα και το βίωμα απο τις μοιρολογίστρες του Γυθείου περιγράφει το σπαραγμό της μάνας για το γιο της που θαλασσοπνίχτηκε. Ξεπερνά  το γεγονός του θανάτου-και μάλιστα ενός νέου ανθρώπου- και λυπάται, θρηνεί την μάνα. Ο πόνος της μάνας είναι πάνω απο τον θάνατο! Στα 13της χρόνια η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να έχει ξεπεράσει τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο που στα ποιήματά της ο θάνατος περνά και ξαναπερνά...Υπάρχει εξοικείωση και τάση περιφρόνησής του. Και ο θάνατος την εκδικείται. Χάνει τους γονείς της, σχεδόν ταυτόχρονα και νιώθει τύψεις γιατί εγκατέλειψε την μητέρα της λίγο πριν πεθάνει. Οκτώ χρόνια αργότερα χάνει τον ποιητή που ερωτεύτηκε και πριν περάσουν δύο χρόνια, σβήνει και η ίδια απο φυματίωση στο νοσοκομείο Σωτηρία.


Η Μαρία Πολυδούρη έπαιξε με το θάνατο. Τον συναντούσε σχεδόν σε κάθε στίχο, σε κάθε στροφή...Πάντα κατόρθωνε να τον ξεπερνά. Της άρεσε να λυπάται... της άρεσε όμως και ν'αγαπά.
Γράφει στο ημερολόγιό της: "Τι ειρωνεία! Να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται σε κάθε πόντο της..." Και λίγες μέρες αργότερα: "Μου εδόθη η ευκαιρία σήμερα να εκφράσω έτσι, με ζωντανά λόγια, τη μυστική αγάπη που φωλιάζει μέσα μου..."

Στα στήθια της μαζί με την αγάπη φώλιαζε κι ο θάνατος...
Η φυματίωση σημάδεψε τα χρόνια της νιότης, της ξενοιασιάς, του έρωτα. Μαράζωνε και το ήξερε. Αποπειράθηκε να ξεχάσει και να γλιτώσει με την φυγή της. Στο Παρίσι σφράγισε το εισιτήριο του θάνατου. Το είπε στην αδελφή της μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα. Αντίθετα με την Πολυδούρη, ο Καρυωτάκης είχε στο νου του το θάνατο και αυτό το επιβεβαίωσε η αυτοκτονία. Όπως στο νου του στροβιλιζόταν και ο ανικανοποίητος έρωτας με την Καλαματιανή ποιήτρια.
Και οι δυό τους αποτύπωσαν το πάθος και τον πόθο στην ποιήσή τους.
Αγαπήθηκαν μέσα απο αυτό που αγάπησαν μοναδικά: την ποίηση. Μιλώ για την αγάπη σου...ομολογεί σε κάποιο ποίημά της η Μαρία Πολυδούρη.

Ογδόντα τόσα χρόνια μετά το θάνατό τους, ακόμα ψάχνουμε μέσα στις λέξεις, στους στίχους, στις στροφές ν'ανακαλύψουμε τους κώδικες της αγάπης τους!

Η Μαρία Πολυδούρη δεν πέθανε παραδομένη στο σαράκι που πρωτοεμφανίστηκε το 1923. Το τέρμα ήταν γνωστό και δεν ήθελε να διαβεί όλη τη διαδρομή μέσα απο έναν απρόσωπο και μίζερο δρόμο. Η διαδρομή προς το μοιραίο ξημέρωμα του Απρίλη του 1930 είχε πολύ χρώμα.
Τα μοιρολόγια του Γυθείου είχαν εξορκίσει ή είχαν κρύψει καλά το φόβο του θανάτου.

΄Αλλωστε, η Μαρία Πολυδούρη πίστευε πως ο έρωτας είναι αυτός που μένει και μετά τον θάνατο:
 Mα τώρα σιώπησε η καρδιά του
και μόνον ο έρωτάς του μένει
και περπατεί.
Και όλοι μας λέμε είναι η σκιά του 
που τριγυρίζει, είναι η θλιμμένη 
σκιά του ποιητή. 

(απο το βιβλίο: MAΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΛΕΣΧΗ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΜΟΥΡΤΑΣ- εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί)




ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΜΟΥ...ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΝΑΧΟΥΜΕ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου