Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΑΓΑΠΗΣ : ΠΟΙΗΣΗ


Γυναίκα # Νίκος Καββαδίας






Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
πού γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ΄ είδες.
Στην άμμο πάνω σ΄ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ΄ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δεν χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

Ινδικός Ωκεανός 1951
(Από την ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία "Τραβέρσο", Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα, 1999.)





Το ποίημα "Γυναίκα" στο YOUTUBE



Μέσα στα μάτια σου # Τάκης Βαρβιτσιώτης





Μέσα στα μάτια σου τα είδα όλ' αυτά

Μια πολιτεία χιονισμένη
Πάνω στην όχθη τ' ουρανού

Αγκαλιασμένους ίσκιους
Μες σ' ένα ξέφωτο

Τ' αβέβαια φύλλα
Και τη μελαγχολία τους

Κάποια θεά χαρίζοντας
Σε κάθε φύλλο κι ένα αστέρι

Ένα πολύ μικρό πουλί
Με πάχνη σκεπασμένο

Μια πεδιάδα όλο από δάκρυα

Δυο χέρια ασάλευτα ψυχρά
Να ντύνονται με χλόη

Τους τέσσερες ανέμους να μεταμορφώνονται
Σε τέσσερα παιδιά

Και τα παιδιά
Σε τέσσερα ολοφώτεινα φτερά

Κάποια πληγή να λάμπει
Δυο χείλη πρωινά

Ένα χαμόγελο να ξεκινά
Μακριά απ' τα πέρατα του ύπνου

Μέσα στα μάτια σου τα είδα όλ' αυτά





(Τάκης Βαρβιτσιώτης  "Ποιήματα - 1941-2002 - Δέκα ερωτικά τραγούδια 1962", Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2003)
















Το μαύρο καράβι (Η Τζένη των πειρατών) # Μπέρτολτ Μπρεχτ





Με χαζεύετε αφεντάδες
όσο εγώ σφουγγαρίζω και στρώνω τα κρεβάτια
και μου ρίχνετε δεκάρες και σας λέω ευχαριστώ
στο φτηνό ξενοδοχείο
...μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε
δεν ξέρετε δε ποια μιλάτε.

Και ξαφνικά μια νύχτα ακούτε μια κραυγή.
"Τι διάολο είναι τούτη η φασαρία" ρωτάτε.
Και με βλέπετε να γελώ κι αναρωτιέστε,
"αυτή γιατί γελάει;"
...κι ένα μαύρο καράβι με πενήντα κανόνια
στο λιμάνι έχει μπει.

"Άντε κορίτσι μου, δούλευε" λένε τα αφεντικά,
"κέρδισε τις δεκάρες που σου δίνουμε".
Μα δε ξέρετε σε ποια μιλάτε...
Βγαίνετε έξω και κοιτάτε τα πλοία
μα εγώ μετράω τα κεφάλια σας.
Γιατί κανείς σας δεν θα μείνει απόψε.

Και ξαφνικά μια έκρηξη μέσα στη νύχτα.
"Τι διάολο είναι τούτη η φασαρία" ρωτάτε.
...κι εγώ ορμάω στο παράθυρο γελώντας.
Και ρωτάτε "τι έχει ετούτη και γελάει;"
Και το μαύρο καράβι,
καταπάνω στην πόλη τα κανόνια γυρνά.

Και τώρα, άρχοντές μου, θα σβήσουν τα χαμόγελά σας,
τα σπίτια σας θα γκρεμιστούν,
όλη η πόλη θα χαθεί, ούτε τοίχος δεν θα μείνει.
Όρθιο θα απομείνει μοναχά το φτηνό ξενοδοχείο
και θα απορείτε, "γιατί τ' άφησαν αυτό;"
Και το πρωί θα με δείτε να βγαίνω με κορδέλα στα μαλλιά.
"Γι' αυτήν ήτανε, λοιπόν;!"

Και το μαύρο καράβι
τη σημαία σηκώνει να με υποδεχθεί.
Και λίγο πριν το μεσημέρι θα βγουν από το καράβι,
σαν σκιές θα κινιούνται,
θα σας δένουν με αλυσίδες,
θα σας φέρουνε μπροστά μου...
και θα με ρωτούν "Ποιών το κεφάλι θέλεις;"

Κι όταν σημάνει μεσημέρι στο λιμάνι
θα ρωτάτε ποιος θα κρεμαστεί
και θα ακούσετε να αποφασίζω, "ΟΛΟΙ"
κι απάνω στα κεφάλια σας θα πω "...'Ετσι!"
Και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει
και με παίρνει μακριά




("το μαύρο καράβι", Μπέρτολτ Μπρέχτ, Εκδόσεις ΔΑΙΜΩΝ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ, Αθήνα, 2011.)
















Η Υπόσχεση # Τάσος Λειβαδίτης




Και αυτό το τρίτο χαλασμένο σκαλοπάτι είναι το μόνο που τα είδε
όλα
και ξέρει ότι με ανάγκασαν – ίσως, όμως, αυτό να είναι που δίνει
τόση οικειότητα στα ανεπιθύμητα όνειρα ή κάνει τους
αρρώστους να μην αγαπούν τις λέξεις –
ή πώς να παλέψεις με τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού, όταν δεν
είσαι πια παιδί
για να κλείσεις τα μάτια – και κάποτε να σταθείς μπροστά στον
καθρέφτη, απορώντας,
ποιος απ’ τους δυο ήταν ο παρείσακτος ή μήπως κάποιος τρίτος
σας πρόδωσε και τους δυο – μ’ ένα πρόσωπο συκοφαντημένο
απ’ το πολύ φως
ή κι επικίνδυνο, σαν όλα τα πράγματα που τους δώσαμε πολλή
σημασία
και μόνον, καμιά φορά, το βράδυ τα μακρινά γαβγίσματα μας
βεβαιώνουν
ότι η αιωνιότητα είναι πάντα εδώ – παίξε, λοιπόν, κάτι πιο εύθυμο,
αφού έχουν όλα πια τελειώσει
ή θυμήσου εκείνους που τους ταπεινώνουν κι αυτοί κοιτάζουν στο
βάθος του καπέλου τους
σαν να ‘ναι εκεί η αληθινή τους ζωή (κι όλα τ’ άλλα δεν έχουν
καμιά σημασία),
ή όπως σηκώνεσαι μια νύχτα και καθώς προχωράς ψηλαφητά μες στο
σκοτάδι,
αγγίζεις, άξαφνα, με τρόμο κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν μέσα
στην καμάρα –
κι ίσως είναι η μεγάλη αθετημένη υπόσχεση  που ‘χαμε δώσει
κάποτε στον εαυτό μας.



Από την Ποιητική Συλλογή  Ανακάλυψη, ενότητα Εκκρεμότητες
Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελ. 358




Το ποίημα "Η Υπόσχεση" στο YOUTUBE






Ελιγμός # Οδυσσέας Ελύτης




Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στ' αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο

Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει
Έν' άλλο πρόσωπο

Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση
Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
Άλλοτε απ' την παιδική τους ηλικία
Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.

Υπάρχει

Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο

Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της
Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα

Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχη
Εκεί

Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος
Κάνει γωνία πριν από το κλάμα

Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου
Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους
Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά
Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

Έζησαν

Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα του
Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε

Υπάρχει

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.







Από την Ποιητική συλλογή · Προσανατολισμοί (1940)






Το ποίημα "Ελιγμός" στο YOUTUBE







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου