ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρ-
χουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν
την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της
ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν
στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρ-
χόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμέ-
νο δέρας της υπάρξεώς μας.
Α.Εμπειρίκος
Τετάρτη, 17 Νοεμβρίου 2010
Άτιτλο
Τώρα κλαίω. Τώρα είμαι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, στο μοναδικό αντικείμενο της άστατης ζωής μου. Καπνίζω τον άνεμο, πίνω τη βροχή, βρέχω το πάτωμα, ραγίζω τα χάρτινα παραπετάσματα του νου, του παραθύρου μου. Ιδρώνω και κλείνω τον ιδρώτα μου βαθιά μέσα στις χούφτες για να ελευθερωθεί κι έπειτα φεύγει και γίνεται πνοή η ανάσα μου.
Κοιτώ τον τοίχο. Προσπαθώ να μαντέψω τη σκέψη του. Αν και είναι χλωμός, είναι χαρούμενος. Του κερνάω τσιγάρο. Το 'χει κόψει, του προσφέρω ποτό είναι ήδη ζαλισμένος, του λέω καληνύχτα, δεν απαντά, κοιμάται από χθες.
Ένα πουλί διασχίζει το δωμάτιο. Θέλει να πετάξει. Πετά. Φτάνει μέχρι το ταβάνι και προσπαθεί να το φάει με το ράμφος του. Έχει ανοίξει ήδη μια μικρή τρυπούλα! Κουράγιο φίλε, σε δέκα χρόνια θα 'σαι έξω. Θα δεις τον ουρανό κι έπειτα θα πεθάνεις, γιατί δε θα μπορείς να αντέξεις το φέγγος του ήλιου, μια και δεν το γνώρισες ποτέ. Όνειρα, όνειρα... Ονειρεύομαι όνειρα όμως δε θέλω, δε θέλω να ζω με ψευδαισθήσεις.
Κοιτώ
τα χέρια μου. Δεν είναι ίδια! Το δεξί είναι της μάνας μου. Τ' άλλο
κάποιου ανθρώπου που λέγεται πατέρας ή κάπως έτσι. Ψάχνω μες το σκοτάδι
τα δικά μου. Πανικοβάλλομαι. Τρέχω μέσα σε τούτο το κλουβί τρέχει και το
πουλί μαζί μ' εμένα. Μ' ενοχλεί, μ' ενοχλεί, μ' εμποδίζει, το πατώ,
πεθαίνει...
Ο Αγώνας συνεχίζεται. Η αναζήτηση φτάνει στην κορύφωσή της... Το μόνο που ζητώ είναι ένα χέρι γεννημένο από τη μάνα μου, που να μοιάζει και ν' ανήκει σ' εμένα. Αύριο. Αύριο θα συγυρίσω τούτο το αχούρι. Αύριο που θα 'χω βάλει τα δικά μου χέρια.
Ο Αγώνας συνεχίζεται. Η αναζήτηση φτάνει στην κορύφωσή της... Το μόνο που ζητώ είναι ένα χέρι γεννημένο από τη μάνα μου, που να μοιάζει και ν' ανήκει σ' εμένα. Αύριο. Αύριο θα συγυρίσω τούτο το αχούρι. Αύριο που θα 'χω βάλει τα δικά μου χέρια.
Σάββατο, 13 Νοεμβρίου 2010
Γυμνά χέρια , Τάσος Λειβαδίτης
Κανείς δε θα μάθει ποτέ
με πόσες αγρυπνίες συντήρησα τη ζωή μου,
γιατί έπρεπε να προσέχω,
κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη,
που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη,
φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος,
τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν,
προτιμούσα, λοιπόν, πλαγιασμένος
να βλέπω κρυμμένο το μυστικό
που φθείρουμε ζώντας,
και πώς θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια
……και συχνά αναρωτιόμουν,
……και συχνά αναρωτιόμουν,
πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι,
καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους
για να το εξακριβώσω,
μα ήξερα πως ήταν κι οι άλλοι,
που πονούσαν με γυμνά χέρια,
άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι
που δεν ξανάφευγαν,
κι ας μην τους έβλεπα,
έβλεπα, όμως, τους αμαξάδες τους
που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο,
……ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά,
……ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά,
κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια,
και να μην ήταν άρπα,
αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη
που συνοδεύει τους θνητούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου