Πέμπτη, 29 Νοεμβρίου 2012
Άρρηκτες ζωές
Σπαρταράει το σώμα στα χέρια
σου
της ψυχής μεταγγίζει τη θέρμη
ψυχή που σα ναός σε σένα
αφιερώνεται
σώμα που θάλασσα γίνεται απέραντη
να
γευτεί τη δική σου αλμύρα
διαβάζει η αφή του πόθου τις
δονήσεις
έρωτα ακραγγίζει που κυλά σαν ποτάμι
αφήνομαι στης ηδονής την παλίρροια
στο ταξίδι που στις φλέβες χαράζεται
παραδομένη στη στιγμή
υποταγμένη στους παλμούς
διαλύομαι σε άπειρα μόρια
γεννιέμαι και πεθαίνω μαζί σου
άρρηκτα πλεγμένες οι δικές μας ζωές
σμίγουν σε διάσταση που χάνεται ο χρόνος
κάθε που τα σώματα νιώθουν
της
κορύφωσης την έκρηξη
σβήνουν οι λέξεις
κλειδώνουν τα δάχτυλα
κρατώντας την αλήθεια τους ατόφια
φερμένη απ’ του πεπρωμένο τον
άνεμο
Πέμπτη, 22 Νοεμβρίου 2012
Θέμα χρόνου
Όχι
δεν είχε χρόνο να περιμένει άλλο. Μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε. Μπορούσε να
τους χτυπήσει κεραυνός, να καεί το σπίτι της, μπορούσε να πάθει έμφραγμα.
Μπορεί να έπεφτε θύμα ληστείας μετά φόνου, μπορεί να πέθαινε. Μπορεί να την
κατάπιναν τα κύματα, να έχανε τη μνήμη της.
Τίποτα
δεν αποκλειόταν.
Όταν
ήταν νεότερη, αχ όταν ήταν νεότερη, είχε του κόσμου τον καιρό. Τώρα πια, όχι.
Ποτέ δεν είχε τον διακαή πόθο να είναι μοναδική στον κόσμο. Ποτέ δεν σκέφτηκε,
δεν ενοχλήθηκε από τον χρόνο που πέρασε και περνούσε. Ένα τσακισμένο καράβι που
έβγαινε, που και που, από την τροχιά του. Αυτό ήτανε. Έτσι έβλεπε τη ζωή της.
Έτσι έμαθε, ή πιο σωστά την έμαθαν: να φοβάται τον έξω κόσμο, να φοβάται τη ζωή.
Όχι
δεν είχε χρόνο να περιμένει άλλο.
Σε λίγο ήταν και οι δυο γυμνοί, πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στα σύννεφα. Παντού. Της άρεσε έτσι όπως έλιωνε, έτσι όπως γινόταν μια ευτυχισμένη, αβοήθητη λιμνούλα ανάμεσα στα χέρια του.
Σε λίγο ήταν και οι δυο γυμνοί, πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στα σύννεφα. Παντού. Της άρεσε έτσι όπως έλιωνε, έτσι όπως γινόταν μια ευτυχισμένη, αβοήθητη λιμνούλα ανάμεσα στα χέρια του.
Σπαράζανε ο ένας κάτω από το βάρος του
άλλου. Έμεναν εκεί με τον ιδρώτα, σαν δροσοσταλίδα, να τρέχει από το πιγούνι
και τη μύτη του, να πέφτει απ' το στήθος του στο δικό της. Με τα μάτια τους
κλειστά, με το κεφάλι γερμένο πίσω, με τα κόκαλα της λεκάνης να πιέζουν την
κοιλιά της. Με το βάρος του σώματος στους πνεύμονές της να την εμποδίζει να
πάρει αέρα. Με τους τρυφερούς της ιστούς να την καίνε, να γίνονται φωτιά, να
την καταπίνουν.
Προσπαθούσαν
να πάρουν ανάσα, να ηρεμίσουν τις καρδιές τους που βροντοκοπούσαν. Έγειρε δίπλα
της. Μια μικρή, τρυφερή φουσκίτσα σάλιου ανοιγόκλεινε μαζί με την αναπνοή του.
Με την άκρη του δεξιού της δείκτη έγραψε, Σ’ ΑΓΑΠΑΩ, στη νωπή του πλάτη, που
ακόμα αγκομαχούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου