Άνθρωποι μονάχοι
Το μεγάλο σπίτι με τα πολλά δέντρα.
Πίσω του κοιμάται ένα πράσινο βουνό.
Μαραμένα ροδοπέταλα πεταμένα στην αυλή.
Στο χαλάκι της ξύλινης πόρτας, δεξιά
παρατημένες δυο μαύρες λασπωμένες μπότες εργασίας.
Ο εκκωφαντικός ήχος του κενού αντηχεί στα δωμάτια.
Οι κατσαρίδες ανηφορίζουν στο γκριζωπό τοίχο.
Σκιές πεθαμένων παντού.
Ο ένας ψήνει καφέ στην κουζίνα,
ο άλλος κοιτά το σκουριασμένο φεγγάρι.
Οι υπόλοιποι είναι μαζεμένοι γύρω του.
Εκείνος αμίλητος,
μέσα στο λευκό του πουκάμισο.
Περιμένει ολομόναχος κάτω από τις κραυγές και τις κατάρες
να κοιμηθεί ή να πεθάνει.
16/12/12
Γράμμα 18: Eσύ μέσα μου
Στο ερημωμένο νεκροταφείο μια νύχτα βροχερή. Χόρευαν οι σκιές.
Μεθυσμένες έπιναν το λάδι από τα καντήλια. Ήμουν μονάχος, όσο ποτέ
κανείς άλλος μονάχος. Σε κατάλευκο μνήμα μπροστά στεκόμουν. Η μορφή της
ζωής μου, θαμμένη εκεί. Έριξα δάκρυα πικρά. Σε πόνο είχε σκορπίσει η
ελπίδα μου. Η βροχή παράδερνε το σώμα μου. Ανήμπορος ένοιωθα. Τρόμος
ανείπωτος με είχε κυριεύσει. Μπροστά δεν μπορούσα να πάω, μα ούτε και
πίσω. Με λαχτάρα απέραντη κρατιόμουν στη φευγάτη, σβησμένη ζωή μου.
Τότε κάπου ψηλά, από τις κορφές των ονείρων μου, ένα ανατρίχιασμα ήρθε απρόσκλητο. Σταμάτησε η βροχή και έλαμψαν τ’ αστέρια. Φάνηκες εσύ. Περπατούσες με μάτια χαμηλωμένα. Φορούσες τα χρώματα της νύχτας. Ζωήρεψε η νύχτα. Ακίνητες έμειναν οι σκιές. Έπαψαν τα νεκρά γέλια. Μια κόκκινη φλόγα ξεπήδησε από το χέρι σου και η θλίψη μου κάηκε κοντά της. Η αγάπη με άδραξε. Ο τόπος ανασηκώθηκε σιγά-σιγά και από τη γη επάνω φτερούγιζε το πνεύμα μου, το αναγεννημένο. Τα σύννεφα σκόνη έγιναν στο μνήμα. Σήκωσες το βλέμμα και κοίταξα τα μάτια σου. Ναι εκεί αναπαυόταν η γαλήνη μου. Στα μάτια σου είδα τον εαυτό μου. Σου έπιασα τα χέρια και τα δάκρυα έγιναν αστραφτερός, άλυτος δεσμός. Το παρελθόν κύλισε πέρα μακριά σαν ανεμοστρόβιλος. Στο λαιμό σου έριξα δάκρυα ολόγλυκα για την καινούργια ζωή. Κι από τότε μόνο, νοιώθω πιστός στον ουρανό της νύχτας, την γυναίκα της ζωής μου.
Ήταν το μονάκριβό μου όνειρο.
Τότε κάπου ψηλά, από τις κορφές των ονείρων μου, ένα ανατρίχιασμα ήρθε απρόσκλητο. Σταμάτησε η βροχή και έλαμψαν τ’ αστέρια. Φάνηκες εσύ. Περπατούσες με μάτια χαμηλωμένα. Φορούσες τα χρώματα της νύχτας. Ζωήρεψε η νύχτα. Ακίνητες έμειναν οι σκιές. Έπαψαν τα νεκρά γέλια. Μια κόκκινη φλόγα ξεπήδησε από το χέρι σου και η θλίψη μου κάηκε κοντά της. Η αγάπη με άδραξε. Ο τόπος ανασηκώθηκε σιγά-σιγά και από τη γη επάνω φτερούγιζε το πνεύμα μου, το αναγεννημένο. Τα σύννεφα σκόνη έγιναν στο μνήμα. Σήκωσες το βλέμμα και κοίταξα τα μάτια σου. Ναι εκεί αναπαυόταν η γαλήνη μου. Στα μάτια σου είδα τον εαυτό μου. Σου έπιασα τα χέρια και τα δάκρυα έγιναν αστραφτερός, άλυτος δεσμός. Το παρελθόν κύλισε πέρα μακριά σαν ανεμοστρόβιλος. Στο λαιμό σου έριξα δάκρυα ολόγλυκα για την καινούργια ζωή. Κι από τότε μόνο, νοιώθω πιστός στον ουρανό της νύχτας, την γυναίκα της ζωής μου.
Ήταν το μονάκριβό μου όνειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου